Φίλε…
Στον δρόμο με τα μελισσόδεντρα
περπάτησες, ώρες πολλές.
Εντολή τ’ ουρανού και των υπηρετών της Ανάγκης.
Χιλιάδες στρέμματα ξεραμένης γης
χαμήλωσαν τη σκόνη τους,
για να περάσεις τα γεφύρια
της αιώνιας επιστροφής.
Εσύ ζήτησες τέτοιο τέλος.
Βιβλικά δεν είναι πολλοί
που δικαιούνται μια ευθύνη
απέναντι στην αλαλία
των – σταθερά – ερχομένων.
Είσαι απ’ τους τυχερούς.
Κι η ανακολουθία του χρόνου
ακαθόριστη, απ’ την πρώτη μέρα του φωτός,
(εντολή αντίρρησης κι ομορφιάς )
κοντά ίσως μας φέρει:
στο σκοτάδι, στο φως,
στη βολή ενός αλωνιού
δίχως φωνές και στρεβλές ηδονές,
όμοιες με κλάσματα αρρυθμίας
νεκρών οργανισμών.
Μια φέτα ψωμί θα ‘χουμε μόνο,
ζυμωμένο απ’ τα χέρια της μάνας.
Τρόπαιο εντροπίας
ανοιξιάτικων ονείρων
που αφειδώς αγκαλιάστηκαν,
συμβάσεων οικογενειακών
που -ευτυχώς- παρακάμφθηκαν
και προγονικών διαθέσεων
που -συνεπώς- εγκαταλείφθηκαν.
Αφήστε το σχόλιο σας