«Το ξυπόλητο Αρμενόπουλο και η Χιονάτη», γράφει η Μαρία Πανούτσου

H γνωριμία μου με τον Aσαντούρ  Μπαχαριάν  έγινε τυχαία. Σύχναζα  στις εκθέσεις της  Γκαλερί ‘Ώρα’  και στις πολιτιστικές εκδηλώσεις που οργάνωνε. Νεοφερμένη  στην Αθήνα,  αναζητούσα  χώρους να με  ενημερώνουν, εκπαιδεύουν,  επιμορφώνουν αλλά και για να εκφραστώ εγώ η ίδια. Είμαστε   στην δεκαετία του ’80, συγκριμένα  1984 με 1990. Η Γκαλερί ‘Ώρα’  ήταν τότε  ένα πνευματικό κέντρο. Ένας πολυχώρος  πολύ  πριν τους σύγχρονους  ναούς  της  Κουλτούρας. Η καρδιά και η ψυχή του  χώρου αυτού  ήταν  ο Ασαντούρ Μπαχαριάν, ένα ιδιαίτερος άνθρωπος, ένας ευγενής. Τότε και εγώ νέα,  δεν είχα καταλάβει ακριβώς την αξία του και το μέγεθος του  ανθρωπισμού του. Σιγά-σιγά  αντιλήφθηκα  και μετά τον θάνατό του,  το  1990, αφιέρωσα χρόνο για να μάθω όσα  σημαντικά δεν γνώριζα για εκείνον μέχρι εκείνη την ημερομηνία.

Ο Ασαντούρ που γνώρισα εγώ

Μπαχαριάν Ασσαντούρ – Assadour Baharian [1924-1990]

Ασαντούρ Μπαχαριάν, Τοπίο

Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν ήταν αρμενικής καταγωγής.  Έλληνας ζωγράφος και  άνθρωπος του πνεύματος,   αγωνιστής  και  συγκάτοικος με πολλούς άλλους   αγωνιστές στην  Μακρόνησο  και σε άλλα κρατητήρια και χώρους βασανισμού. Ανοιχτός στους ανθρώπους και σε προτάσεις, πάντα χαμογελαστός, με εκείνα τα έξυπνα και  γεμάτα αποδοχή  μάτια του, πάντα σε εγρήγορση,  έτοιμος για να συζητήσει, να συμβουλεύσει, να ωθήσει τους νέους σε δράση με το να τους αναθέτει ποικίλες δραστηριότητες  ή να τους καλεί για να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις που οργάνωνε. Το  κτήριο που στεγαζόταν η  γκαλερί  Ώρα,  είχε συνδεθεί για μένα, με τον εμπνευστή  της. Συχνά με καλούσε για να με γνωρίσει σε ανθρώπους, που πίστευε ότι θα ήταν χρήσιμη μια γνωριμία μαζί τους, αλλά αυτό που με ενδιέφερε  εμένα, ήταν η σχέση μου με τον ίδιο  και με ό,τι δημιουργικό συνέβαινε στον πνευματικό αυτόν χώρο.

Δεν θυμάμαι να πέρασα  από την Ώρα ακόμη και  χωρίς να έχω ειδοποιήσει και κλείσει συνάντηση  και να μην με δεχτεί, να μιλήσουμε, να με συμβουλεύσει, να με παροτρύνει,  αν και πάντα απασχολημένος με κάτι ή με κάποιον. Με βοήθησε πολύ στα πρώτα μου βήματα,  με το να ακούει τα θέματά μου, να με κάνει ενεργό μέρος των εκδηλώσεων της  ‘Ώρας’, αλλά  κυρίως με τις συζητήσεις μας σε θέματα τέχνης.

Μου είχε προτείνει  μια δική μου ατομική έκθεση με τα μελάνια μου, αλλά  το θέατρο,  είχε παρεισφρήσει ανάμεσα στην ποίηση και στη ζωγραφική  και  απαιτητικό όπως είναι,  δεν άφηνε χρόνο  για τίποτε άλλο  τον καιρό εκείνο.   Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η διαλεκτική του  στάση, απέναντι σε κάθε μορφή  τέχνης.  Αριστερός,  προοδευτικός,   ακούραστος,  αποτελεσματικός, ήρεμος, φιλόξενος,  ευαίσθητος,  διεισδυτικός, ταπεινός,  προσηνής,  τρυφερός, βαθυστόχαστος,  δοτικός, αισιόδοξος, είχε  αφιερώσει τη ζωή του στους άλλους.  Η ‘Ώρα’  ήταν ο ίδιος και κανείς από τους συνεργάτες του, δεν  είχε το μέγεθος και το εύρος της ψυχής του και του πνεύματός του. Από εκεί πέρασαν όλοι οι ποιητές, συγγραφείς,  κινηματογραφιστές, μουσικοί παραδοσιακοί και σύγχρονοι, σκηνοθέτες, επιστήμονες,  όλοι οι  άνθρωποι του πνεύματος, της αναζήτησης  και της έρευνας,  της εποχής εκείνης.

Τον ενδιέφερε, η καλλιτεχνική δράση  των  ανθρώπων και δεν ζητούσε από εκείνους  παρά το ήθος και την θετική τους παρουσία.   Τον θυμάμαι  με το χαμόγελο στα χείλη, το  χαρακτηριστικό μουσάκι του και την πάντα ζεστή υποδοχή, με φρεσκάδα και χιούμορ  στον λόγο του. Εκεί πρωτοπαρουσίασα τα ποιήματά μου. Δεν θυμάμαι την μέρα αυτή καθόλου.  Πολύ μετά  από τα  33  μου χρόνια, άρχισα να έχω επίγνωση των ορίων  της πραγματικότητας γύρω μου. Η εσωτερική μου ζωή, ήταν πιο σημαντική και υπερίσχυε  από την εξωτερική τότε  και  μόνο οι συναντήσεις με   ανθρώπους  όπως ο Ασαντούρ Μπαχαριάν με έβγαζαν από αυτήν την εσωτερική ζωή. Ο Μπαχαριάν αμέσως κατάλαβε ότι δεν μπορούσα από χαρακτήρα, να ανήκω σε κόμματα, παρέες και  κύκλους και  με συμβούλεψε  να κάνω τον δικό μου χώρο   και να  ετοιμαστώ για ένα μοναχικό ταξίδι στη  ζωή. Επίσης έβλεπε ότι οι σχέσεις μου με το άλλο φύλο μού έπαιρναν πολύ χρόνο  και ενέργεια  και  μου έλεγε   «αυτό θα σε καθυστερήσει  αλλά στο τέλος θα νικήσει  η τέχνη σου». Είμαι πράγματι,  όπως παρατήρησε  ο φίλος και δάσκαλος, ακόμη και τώρα, πολύ αργή με  όλες μου τις  σχέσεις.

 Με πίστευε και η  οδός  Ξενοφώντος, η έδρα της  ‘Ώρας’,  ήταν μια όαση για μένα. Όταν έγραψα το κείμενο που μου ζήτησε για το περιοδικό ‘Χρονικό’,   έμεινε έκπληκτος. Δεν φαινόταν να ασχολούμαι με τα πολιτικά και να έχω άμεση σχέση με την πραγματικότητα,  και  εξεπλάγη με την  κρίση μου για την τότε πολιτικοκοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα, μια  εποχή  που θεωρείται από τις καλύτερες στην σύγχρονη ιστορία του τόπου μας.

Τις επιλογές μου τις  ανακοίνωνα και τον επισκεπτόμουν  για  να τις συζητήσουμε. Τον επισκεπτόμουν ακόμη και όταν δεν είχαμε άμεσες κοινές εκδηλώσεις ή να του πω κάτι συγκεκριμένο.

Ήταν σταθμός η σχέση μου μαζί του  και είναι η πρώτη σημαδούρα  μιας  διαδρομής δικής μου,  που  ουσιαστικά ξεκίνησε από τότε. Ο σεβασμός μου και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του ήταν απεριόριστη. Έμαθα για τον θάνατό  του ενώ ήμουν στο Πήλιο, στο αυτοκίνητο ενός φίλου, από το ραδιόφωνο. Ήταν πολύ σκληρό. Ποτέ δεν ήταν ίδια η Αθήνα για μένα. Έλειπε ένας κρίκος. Το πάζλ της ζωής μου άρχισε να έχει  κομμάτια που έλειπαν.

Το φυλλάδιο του 1985

Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις  μια σχέση  με έναν άνθρωπο ηλικιωμένο όταν είσαι νέος.  Η σχέση αυτή  ωριμάζει μετά τον θάνατο τού πρώτου και  αρχίζει να  αυγαταίνει  με την απουσία. Από εκείνη τη σχέση έχουν μείνει λίγες μαρτυρίες. Ένα φυλλάδιο  από μια ποιητική  παρουσίαση  νέων ποιητών,  ένα κείμενο  μου  στο περιοδικό  της Ώρας  ‘Χρονικό’  του ’84, κείμενο γραμμένο  μετά από προτροπή του Α. Μπαχαριάν. Τότε νεαρή πρωτοεμφανιζόμενη ποιήτρια και ηθοποιός, εξέφραζα  τους φόβους μου για τον τρόπο που το κράτος και οι πνευματικοί άνθρωποι κατεύθυναν την ψυχαγωγία του λαού (http://fractalart.gr/dimokratiki-zoi/) και μια  μαρτυρία από τον νέο τότε ποιητή που βρεθήκαμε  μαζί στον ίδιο χώρο να παρουσιάζουμε την ποίησή μας,  τον ποιητή  Θεόδωρο  Μπασιάκο,  που κράτησε  στη μνήμη του μια στιγμή δική μου, για να μπορώ και εγώ, να έχω μια  εικόνα του εαυτού μου,  εκείνης της μέρας και όχι μόνο, αλλά εκείνης της εποχής.

«Από την παρουσίασή μας εκεί θυμάμαι εσένα να απαγγέλλεις ωσάν οπτασία, χτυπώντας το δάχτυλο στο τραπεζάκι μπροστά μας για να κρατάς τον ρυθμό. Την ποιητική μας βραδιά την παρουσίασε ο Γ. Μαρκόπουλος. Την οργάνωση είχε ο Κωστής ο Λιόντης».

Αυτή η εικόνα,  να χτυπώ το δάχτυλο  στο τραπέζι, για να κρατάω το ρυθμό με πείθει ότι ο άνθρωπος αλλάζει με τα χρόνια. Σήμερα  αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα  να απαγγείλω δικούς μου στίχους. Σε ευχαριστώ Θεόδωρε για αυτήν την αποκάλυψη. Είχα και μια φωτογραφία  με τον  Α. Μπαχαριάν  αλλά χάθηκε στις πολλές μετακομίσεις που  είχα  μέχρι  πρότινος.

Φίλε και  Δάσκαλε Ασαντούρ, όσο περνάει ο καιρός συνομιλώ μαζί σου όλο και πιο πολύ.

[Σημείωση: Η Χιονάτη  ήμουν εγώ.  Έτσι με αποκαλούσαν κάποιοι φίλοι  εκείνη την ρομαντική εποχή για τον λόγο ότι ήμουν λίγο ‘μη μου άπτου’ και πολύ άσπρη  και με πολλά ονόματα,   δυο βαπτιστικά,  της οικογένειας και   ένα  του  συζύγου και πρόσθεταν  γελώντας, ότι με τόσα ονόματα ή εγκληματίας ή βασιλιάς και έτσι  παίζανε μαζί μου με διάφορα  κοσμητικά επίθετα. Ένα άλλο ήταν  καρδινάλιος, που το αντιπαθούσα  κυριολεκτικά και βέβαια  ξεκαρδιζόμασταν. Εγώ προτιμούσα τοΧιονάτη, μου φαινόταν ότι μου ταίριαξε πιο πολύ.]

Μαζί με τις  δικές μου  προσωπικές εντυπώσεις και αισθήματα για τον Ασαντούρ Μπαχαριάν, παραθέτω μια  προσέγγιση  από την  Μάρω Δούκα σε εκδήλωση αφιερωμένη στην προσωπικότητα του  Α. Μπαχαριάν και στη δράση  του,  που την θεωρώ ολοκληρωμένη.

«Το ξυπόλητο Αρμενόπουλο που ήθελε να γίνει ζωγράφος»

«Γεννήθηκε το 1924 στο Δουργούτι.  Οι γονείς του Αρμένιοι πρόσφυγες από τα Άδανα της Τουρκίας. Το  τέταρτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Όνειρό του η ζωγραφική. Θα μείνει ως το «ξυπόλητο Αρμενόπουλο που ήθελε να γίνει ζωγράφος». Έφηβος κι έχει ζυμωθεί με τη λιθογραφία. Δάσκαλός του ο ζωγράφος-γραφίστας-λιθογράφος Όθων Περβολαράκης.

Η Γερμανική Κατοχή τον βρίσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1944, στα Δεκεμβριανά, τραυματίζεται από τους Εγγλέζους και συλλαμβάνεται. Στα χρόνια που ακολουθούν, όπως τόσοι και τόσοι συνομήλικοί του, θα «περιοδεύσει» από φυλακή σε φυλακή όλη την Ελλάδα.

Επινοητικός, πεισματάρης, ακλόνητος. Ο εικοσάχρονος Ασαντούρ, ο Θόδωρος Μπαχαρίας, όπως θα υπογράψει για ευνόητους λόγους τα πρώτα του έργα, δεν θα παραιτηθεί ποτέ από το όνειρό του. Ζωγραφίζει όχι ως φυλακισμένος που αναζητά κάποια ενασχόληση, αλλά ως ζωγράφος που αναζητά, στο πλευρό των συντρόφων του, τον δικό του τρόπο στην έκφραση και τη δική του, ταυτόσημη με την αγάπη για τους ανθρώπους, σχέση με την τέχνη.

Το 1948 στις Φυλακές Αβέρωφ είναι αυτός που σχεδιάζει τους μελλοθάνατους, ώστε να μείνει κάτι απ’ αυτούς, σαν μια φωτογραφία, ένα θυμητικό στους συγγενείς,  λίγο πριν από το εκτελεστικό απόσπασμα.

Τριάντα χρόνια αργότερα, 1978, σε συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο, αφηγείται: «Ήταν απόγευμα θυμάμαι. Μόλις πρόλαβα να τον ζωγραφίσω. Ακούω ακόμα το γέλιο του: “Φτιάξε με ωραίο, ρε μπαγάσα Μπαχαριάν. Κι άμα βγεις, το πρώτο φιλί που θα δώσεις να ‘ναι στο κορίτσι μου”.

Χτύπησε το καμπανάκι της καταμέτρησης. Το βράδυ τον πήρανε στην απομόνωση. Δέκα πέντε μέρες έκανα να πιάσω χαρτί και μολύβι. Μόλις σχεδίαζα κάποιον, όλοι με ρωτούσαν: “Έμαθες τίποτα, βρε Αρμενάκι; Ήρθε η ώρα του;” […] Εμείς έτυχε να επιζήσουμε.

Ελάχιστο χρέος μας να μην τους αγνοήσουμε. Σε δύσκολους καιρούς, εκπροσώπησαν την παλικαριά, την τόλμη, την αρετή, την αγάπη αυτού του λαού για τον τόπο και την ιστορία του».

Περνάει ο καιρός. Δεκατέσσερα χρόνια στη φυλακή. «Το ξυπόλητο Αρμενόπουλο που ήθελε να γίνει ζωγράφος», είναι  πια ένας τριαντατετράχρονος που επιμένει στον αγώνα του. Συμμετέχει σε μια ομαδική έκθεση που διοργανώνεται στη νεοϊδρυθείσα τότε (1956) γκαλερί «Ζυγός» από τον Φραντζή Φρατζεσκάκη. Το 1960 αποφυλακίζεται με αναστολή.  Την επόμενη χρονιά  πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση. Θα ακολουθήσουν τριάντα δύο ατομικές εκθέσεις σε  Ελλάδα και εξωτερικό και συμμετοχή σε πάμπολλες ομαδικές. Ακολουθεί η γνωριμία με τη Χριστίνα και ο γάμος τους. Στα χρόνια που θα έρθουν πηγή χαράς και για τους δυο θα είναι η μοναχοκόρη τους Φαίδρα».

«Η Ώρα καταξιώθηκε και δικαιώθηκε»

Ενώ για την απόφασή του να ιδρύσει την γκαλερί «Ώρα» επεσήμανε:

«Δύσκολοι πάλι οι καιροί. Δικτατορία. Ο παράτολμος Ασαντούρ Μπαχαριάν θα ιδρύσει το 1969 στο νεοκλασικό της οδού Ξενοφώντος 7, στο Σύνταγμα, το Καλλιτεχνικό Πνευματικό  Κέντρο «Ώρα».  Χώρος που προορίζεται για τα επόμενα είκοσι τρία χρόνια να λειτουργήσει σαν εστία, πόλος έλξης, καταφύγιο των νέων που φιλοδοξούν να εκφραστούν συνομιλώντας δημιουργικά  με όλες τις μορφές τέχνης.

Την επόμενη χρονιά, 1970, εκδίδεται  το «Χρονικό». Ετήσια Έκδοση Κριτικής Ενημέρωσης όπου καταγράφεται και αξιολογείται η πολιτιστική δραστηριότητα στους τομείς των γραμμάτων, των εικαστικών τεχνών, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της αρχιτεκτονικής, της μουσικής, του χορού. Αυτή η έκδοση μαζί με τις εκδόσεις  των «18 Κειμένων» και των «Νέων Κειμένων» από τον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση, την ίδια ακριβώς χρονιά, συμβάλλουν καθοριστικά, μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, στον επαναπροσδιορισμό και την επανεκκίνηση της όποιας αντίστασης του πνευματικού τότε κόσμου ενάντια στη δικτατορία.

Και φτάνουμε, μέσα από περιορισμούς, απαγορεύεις, απειλές, κατασχέσεις, διώξεις, στα συνταρακτικά γεγονότα του 1974. Μεταπολίτευση. Η χρυσή εποχή της «Ώρας». 1975: Οργανώνονται οι Ετήσιες Συναντήσεις Νέων Δημιουργών (εικαστικά, αρχιτεκτονική, μουσική,  λογοτεχνία, θέατρο). Και θα συνεχιστούν, εαρινές αυτές οι συναντήσεις, κάθε μήνα Μάιο, έως και το 1991.

Διότι αυτό ακριβώς ήταν το όραμα του Μπαχαριάν: πώς θα μπορούσαν, μέσα από την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών,  την επικοινωνία, τον διάλογο των τεχνών μεταξύ τους, οι νέοι  δημιουργοί  να αναζητήσουν  τη συνάφεια της λέξης με την εικόνα, του ήχου με την  κίνηση, της μελωδίας με το χρώμα και με το χώμα. Αναζητούνται, επίσης, οι αφετηρίες  της Μεταπολεμικής Λογοτεχνίας. Προτάσσεται η ανάγκη της άμεσης επικοινωνίας δημιουργού και κοινού και καλούνται οι ίδιοι οι συγγραφείς να διαβάσουν αποσπάσματα από το έργο τους και να συζητήσουν με το κοινό.

Το επετειακό φυλλάδιο (1969-1979) για τη δεκάχρονη παρουσία της «Ώρας» αποτυπώνει ανάγλυφα την πολυδιάστατη δράση της. Γράφει, μεταξύ άλλων, ο κριτικός Κωστής Σκαλιόρας: «Δυο πράγματα έρχονται αμέσως στο μυαλό όταν είναι να κρίνει κανείς τη δραστηριότητα ενός πνευματικού κέντρου: η επιλογή των θεμάτων και η επιλογή των συνεργατών. Από την άποψη αυτή  ο απολογισμός της Ώρας είναι αναμφισβήτητα θετικός. Θα έλεγα ωστόσο ότι δεν περιορίζεται εκεί. Επεκτείνεται και στη δημιουργία ενός ορισμένου κλίματος… […] Το κλίμα αυτό το δημιουργούν αρετές, όπως λ.χ. η διορατικότητα και η προσήλωση στην ελευθερία της έκφρασης. Σ’ αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε και τη γενναιότητα που απαιτεί συχνά η άσκησή τους. Η Ώρα αντιμετωπίζοντας χίλιες δυο δυσκολίες, κατάφερε να ανταποκριθεί […] Και αυτό σ’ έναν τόπο σαν τον δικό μας αποτελεί κατόρθωμα…»

Στη δεκαετία που ακολουθεί, 1980-1990, καταξιωμένη, πλέον, δικαιωμένη η «Ώρα». Κέντρο πολιτισμού, φυτώριο ταλέντων. Εκθέσεις, διαλέξεις, δεκάδες οι νέοι και οι νέες που παρακολουθούν σεμινάρια για το θέατρο, την ποίηση, τη μουσική. Οι καιροί όμως είναι ύπουλοι. Μέσα στη γενική ευεξία και ευωχία, αναζητά τους τρόπους που θα τη βοηθούσαν να διατηρήσει τη φυσιογνωμία της απέναντι στην νέου τύπου αγοράς κουλτούρα, όπου ο καταναλωτισμός, και ο ισοπεδωτικός ανταγωνισμός του, τείνει να αναδειχτεί σε αντίπαλο εξίσου επικίνδυνο με τη δικτατορία.

Η ετήσια αποτύπωση της Καλλιτεχνικής και Πνευματικής ζωής με την έκδοση του «Χρονικού» θα συνεχιστεί, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, έως και το 1986. Έπειτα από μια πεντάχρονη εξ ανάγκης διακοπή, η έκδοση (1991) του δέκατου έκτου και τελευταίου «Χρονικού» θα μπορούσε να θεωρηθεί τιμή και αποχαιρετισμός στον Ασαντούρ Μπαχαριάν, που έναν χρόνο πριν είχε ξεκινήσει «με την ψυχή του στο τιμόνι» για το μεγάλο, το τελευταίο του ταξίδι.

 «Ζω και αναπνέω μέσα στη ζωγραφική», έλεγε ο Ίδιος. Και αν θα έπρεπε με δυο τρεις μόνο φράσεις  να ορίσουμε τον Μπαχαριάν, θα λέγαμε ότι αξιώθηκε αυτός ο γλυκύτατος, οξυδερκής, αεικίνητος άνθρωπος να απαντήσει με τον δικό του, προσωπικό τρόπο στα αισθητικά και ηθικά προβλήματα του καιρού του».

«Η «Ώρα», με την εμβληματική ακεραιότητα του ιδρυτή της έως την τελευταία στιγμή, χάρις στο ήθος και το σθένος της Χριστίνας Μπαχαριάν, έκλεισε βίαια, όταν ο  Λεωνίδας Κουρής, που διαδέχτηκε Απρίλιο του 1992 τον Αντώνη Τρίτση στη δημαρχία, πραγματοποίησε τις απειλές του για έξωση από αυτό εδώ το κτίριο που είχε περιέλθει, εν τω μεταξύ, ως κληροδότημα, στην απόλυτη κυριότητα του Δήμου», κατέληξε στην ομιλία της η Μάρω Δούκα.

«Τα κτήρια έχουν τη δική τους ιστορία»

«Ένα κτήριο σφραγίζεται με τη χρήση του, όσο και αν θέλουν κάποιοι να μας πείσουν περί του αντιθέτου. Το νεοκλασικό της οδού Ξενοφώντος 7 ταυτίστηκε στη μνήμη των κατοίκων της πόλης της Αθήνας, τουλάχιστον των παλαιότερων, με το «Καλλιτεχνικό – Πνευματικό Κέντρο Ώρα», το οποίο τόλμησε να ιδρύσει ο ζωγράφος Ασσαντούρ Μπαχαριάν στα σκοτεινά χρόνια της χούντας. Έδωσε έτσι σημαντικό βήμα σε νέους δημιουργούς διαφόρων μορφών της τέχνης, των εικαστικών, του λόγου, του θεάτρου και της μουσικής και σε όσους είχε αποκλείσει το καθεστώς των συνταγματαρχών από τον δημόσιο χώρο».


[Copyright ©  Μαρία  Σκουλαρίκου-Πανούτσου]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη