Το σπίτι στην πλαγιά μένει κλειστό
στης λήθης το κενό ψάχνει ουρανό
οι άνθρωποί του χρόνια κάπου στην ξενιτιά
η αμυγδαλιά κοντά του, δίνει παρηγοριά.
Μένει η πορτοκαλιά θλιμμένη, μοναχή
στην άδεια κρύα αυλή τα βράδια της πενθεί
τον ερχομό τους πάντα μια μέρα καρτερεί
ίσως φανούν στο δρόμο και τότε θα χαρεί.
Μόνο κι αραχνιασμένο, στα χόρτα βυθισμένο
ξερό πηγάδι, άδειο, χωρίς νερό, στυμμένο.
Συκιές και λεμονιές ολόγυρα σκυμμένες
καρπούς τους δεν αγγίζουν νεράιδες οργισμένες
Κλαίει η κληματαριά, απάτητες κι οι στράτες
χορταριασμένες σκάλες, δεν τις περνούν διαβάτες
κλειστά παραθυρόφυλλα, μνήμες π’ ασφυκτιούν
πεζούλια σκονισμένα τον άνεμο καλούν.
Ασίγαστος ο τράφρος και το νερό που τρέχει
αμύνεται στης λησμονιάς το πέπλο και αντέχει
Μουντός και αραχνιασμένος ο φούρνος στη γωνιά
δεν ψένει πια ψωμί, γέρνει στην παγωνιά.
Ψηλά τα κεπαρίσσια, κρατάνε Θερμοπύλες,
ποτέ να μην ζυγώσουν τ’ αφανισμού οι τορπίλες,
η κυδωνιά δεν άνθισε, μήτε κι η τζιτζιφιά
μια ερημιά ερίζωσε στη γειτονιά βαθιά.
Τάζουν στην Παναγία μέγα χρυσό κερί
η αλλοτινή ζωή στην πόρτα να φανεί,
την άνοιξη να φέρει με κάποιο περιστέρι,
η θλίψη να χαθεί με της χαράς τ’ αστέρι.
Αφήστε το σχόλιο σας