«Στοιχεία της παράστασης», γράφει η Μαρία Πανούτσου

«Νάστενκα» (1992) [1]

Απολογισμός μιας παράστασης

«Η Αναστασία της Πόλης», της  Μαρίας Πανούτσου, ήταν το αρχικό κείμενο  της παράστασης πάνω στο οποίο κτίστηκε ένα  νέο θεατρικό  έργο,  με  μνήμη τις «Λευκές Νύχτες»  του Φ.  Ντοστογιέφσκι.

Μια μελέτη  Ζώης, Θανάτου, Τέχνης, Έρωτα και Πόθου του ανθρώπου για  να γνωρίσει την Θεία του καταγωγή.

Συντελεστές

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΛΛΕΣ :  Ξένος

ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΟΥΤΣΟΥ:  Νάστενκα

ΧΡΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΣ:  Aδελφός

ΤΑΣΟΣ ΠΕΤΡΗS: Βοηθός Σκηνοθέτη

ΗΛΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Φωτισμοί

ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΜΗ

Η παράσταση  ήταν μια ελεύθερη διασκευή στο έργο του Φ. Ντοστογιέφσκι  Λευκές Νύχτες. Θέλησα να κάνω μια διασκευή  καθαρά σκηνική, 4 τοίχων, όπου οι ήρωες κινούνται μέσα σε ένα φυσικό και συγχρόνως φανταστικό χώρο-κόσμο.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΠΟΛΕΝΑΚΗ (αποσπάσματα)

Με λογισμό και όνειρο.

ΝΑΣΤΕΝΚΑ, μια σκηνική δημιουργία της Μαρίας Πανούτσου.

“…Το μεγάλο τόλμημα και μεγάλο επίτευγμα της παράστασης εμψυχωμένης (η λέξη σκηνοθεσία εδώ είναι στενότερη και δεν την χρησιμοποιώ) από την Μαρία Πανούτσου είναι ότι δεν βασίζεται πάνω στην πλοκή και στο αφηγηματικό στοιχείο και στο ”σενάριο” των Λευκών Νυχτών, όπως κάνουν οι Γάλλοι και Πολωνοί διασκευαστές των έργων του Ντοστογιέφσκι, αλλά προσπαθεί και πετυχαίνει να προσεγγίσει με τη διδασκαλία τής κίνησης, με το ρυθμό, τη μουσική και τη διακύμανση της  φωνής, τη μυστική ψυχή τού έργου…”

Ήταν η πρώτη μου φορά που θα δοκίμαζα να ερμηνεύσω ένα έργο ζωντανεύοντας τους ήρωες πάνω μας.  Ήταν ένα στοίχημα, ένα επικίνδυνο στοίχημα. Ήταν  ύβρις και  αντιθεατρική πράξη, που θα με οδηγούσε  στη γνώση της λειτουργίας του ηθοποιού αλλά συγχρόνως  κινδύνευα και εγώ και οι συνεργάτες μου  αν ξεστρατίσω και να οδηγηθώ στην αντίπερα όχθη,  εκεί όχι των ηθοποιών αλλά των Ηρώων  που δεν ζουν πια. Μια καθαρά ποιητική περισσότερο πάρα θεατρική προσέγγιση, που υπήρξε ο μεγάλος δάσκαλος για μένα της θεατρικής τέχνης και όχι μόνο.

Η διδασκαλία κράτησε ένα χρόνο,  οι πρόβες  6 μήνες και οι παραστάσεις μια  χειμερινή σαιζόν.

Ο  κριτικός του Θεάτρου Λέανδρος  Πολενάκης  κατάλαβε το εγχείρημά μου  αλλά  εγώ  μυημένη στην τέχνη του θεάτρου  από παιδί  δεν προείδα   τη δυσκολία των άλλων συνεργατών.  Εγώ η ίδια  μπόρεσα να αντέξω την αποκάλυψη ότι ο έρωτας δεν είναι  για τον άνδρα ή του άνδρα για τη γυναίκα, αλλά   για να βρει τον υπέρτερο  κόσμο του,  τον Θεϊκό μες από τον ‘άλλον’, κάτι που η αποκάλυψη  αυτή δεν  μπόρεσε να γίνει  ανεκτή από τους άλλους ηθοποιούς- δυο  παραιτήθηκαν από την αρχή και ο  Αντώνης, που έμεινε μέχρι τέλος πραγματικός ήρωας του Ντοστογιέφσκι,  δεν άντεξε τις παραστάσεις παρόλο που άντεξε περίπου δυο χρόνια την προετοιμασία. Για μένα ήταν  δύσκολο αλλά το ζητούμενο για τον Αντώνη, που δεν ήξερε  τι ζητούσε ακριβώς ο ίδιος  από την όλη διαδικασία, ήταν ένα   εγχείρημα που είχε ημερησία λήξης. Η εργασία  αυτή ‘σώμα-ψυχή-νόηση’ είχε τεράστιες δυσκολίες   και ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που προσέγγισα μια παράσταση με  τον τρόπο-δρόμο αυτόν.

Έτσι  μια μέρα  ξαφνικά έλαβα το μοιραίο τηλεφώνημα.

 Η  αφίσα  από την ταινία   του  Luchino Visconti   Le notti bianche (1957)


Βασικό Κείμενο  της Παράστασης της Μαρίας  Πανούτσου

 

Κι οι άνθρωποι ξεχνάνε
Γι’ αυτό και ξανακάνουν τα ίδια λάθη
Γι’ αυτό και επαναλαμβάνονται
Όταν δεν θυμάσαι μπορείς και συμβιβάζεσαι
Όταν θυμάσαι ο δρόμος είναι διαφορετικός
Μ.Π.

Ήταν μια θεσπέσια νύχτα. Πράγματι ήταν μια νύχτα τόσο διαφορετική από όλες τις άλλες της ζωής μου. Από το πρωί με έτρωγε μια αλλόκοτη ανησυχία. Εκείνη την μέρα όσα με βασάνιζαν καιρό τώρα λες και όλα μαζί δήλωναν την παρουσία τους επιτακτικά, απαιτώντας μία απάντηση.

Περίμενα αδημονώντας να φτάσει η ώρα που ο Θάνος και ο αδελφός μου θα έβγαιναν έξω για την καθιερωμένη τους πια βόλτα. Είχε βραδιάσει για τα καλά και οι δύο άνδρες ετοιμάζονταν. Να μείνω μόνη, αυτό ήθελα. Η επιθυμία μου ήταν τόσο έντονη που με δυσκολία συγκρατούσα την ανυπομονησία μου. Το σώμα μου πονούσε. Ήθελα να φύγουν εκείνη ακριβώς την στιγμή. Έκανα ότι έγραφα και περίμενα. Τώρα που το σκέφτομαι μετά από τόσο καιρό, μοιάζουν να ήταν όλα προμελετημένα. Κι όμως, έγιναν όλα τόσο ξαφνικά. Και η απόφαση που πάρθηκε, εκείνο, το τελευταίο βράδυ στο σπίτι, ήρθε ξαφνικά.

Θυμάμαι όλες τις μικρές λεπτομέρειες. Βέβαια μπορεί να κάνω λάθος, μπορεί να’ ναι μόνο η ιδέα μου. Το ρολόι μόλις είχε χτυπήσει δέκα. Ο Θάνος έβαζε επιτέλους το σακάκι του. Ο αδελφός μου ήταν έτοιμος από ώρα. Ένιωσα ανακούφιση. Θα ‘βγαινα για την νυχτερινή μου βόλτα και μετά δεν ήξερα πως θα περάσω την βραδιά μου. Γύρισα αργά. Όρεξη για δουλειά δεν είχα.
Έτσι πήρα το βιβλίο μου και κάθισα στο κέντρο του δωματίου και άρχισα να διαβάζω. Και μετά…

Γράμμα στον αγαπημένο άγνωστο

Ονομάζομαι Αναστασία. Γεννήθηκα σ’ αυτήν την πόλη. Ναι, σ’ αυτήν την πόλη πριν από 34 χρόνια. Τώρα κατοικώ σ’ αυτό το διαμέρισμα με τον αδελφό μου. Οι γονείς μας έχουν πεθάνει. Όταν ξυπνάω το πρωί, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να βάλω αμέσως μουσική. Κατόπιν, κάθομαι στο γραφείο μου και εργάζομαι. Η τσαγιέρα στη φωτιά, ένα αναμμένο τσιγάρο. Εργάζομαι από τις 6 π.μ. έως τις 3 μ.μ. καθημερινά. Το επάγγελμά μου είναι μεταφράστρια. Επίσης γράφω ιστορίες για μικρούς και μεγάλους. Ο εκδότης μου βέβαια δεν είναι ευχαριστημένος. Τις Κυριακές σπάω την μονοτονία του πρωινού και πηγαίνω στα γιουσουρούμ. Κάθομαι με τις ώρες και χαζεύω όλα αυτά τα αντικείμενα που προέρχονται από ανθρώπους και θα καταλήξουν πάλι σε ανθρώπους.
Κούπες μικροφλυτζανάκια, χρωματιστά μπουκαλάκια, σταχτοδοχεία, κουμπιά, βεντάλιες, καπέλα, γυαλιά, πολυθρόνες, πιατέλες, κορνίζες, φτερά, πίπες, τσαγιέρες, παλιές φωτογραφίες, παλιά βιβλία, παλιοί δίσκοι, παπούτσια, ψάθινες καρέκλες, μικρά αγαλματίδια, υφάσματα, κλειδιά. Τα γεμάτα πλήξη κυριακάτικα απογεύματα τα αφήνω απείραχτα. Εξάλλου η πλήξη αυτή δεν κρατάει πολύ. Μετά τις οχτώ, αρχίζω πάλι το γράψιμο. Ίσως αρχίζω πάλι το γράψιμο από πλήξη. Ίσως πολλά πράγματα να τα κάνουμε από πλήξη. Μ’ αρέσει ο ζεστός καφές, η σοκολάτα και το τσιγάρο. Σπάνια βγαίνω έξω. Αργά το βράδυ, καμιά φορά, τις πρωινές ώρες, έχω την έντονη επιθυμία να βγω έξω και να περπατήσω στους άδειους δρόμους της πόλης. Τότε, η πόλη μοιάζει καθαρή και ακίνδυνη. Παρ’ όλα αυτά, με πιάνει ένας ανεξήγητος φόβος, ένα είδος πανικού. Αρχίζω να τρέχω. Τρέχω και συγχρόνως σκαρφίζομαι διάφορες ιστορίες τις οποίες αργότερα τις επεξεργάζομαι και την επόμενη μέρα, τις ιστορίες αυτές, τις δίνω στον εκδότη μου.

Ο εκδότης μου δεν είναι ευχαριστημένος.
Ορκιζόταν πως είναι απασχολημένος
Πως είναι άρρωστος τηλέφωνο δεν έχει
Και μουρμούριζε διαρκώς
Εδώ είναι τρία θέματα συγχρόνως
Και διαβάζοντας την τελευταία φράση
Τίποτα δεν είναι μπορετό να πιάσεις
Πού, πώς και πότε ποιοί συναντήθηκαν
Ποιός και με ποιάν ερωτεύτηκαν,
Ποιός πέθανε, ποιός είναι ζωντανός
Ποιός ο ήρωας και ποιός ο συγγραφέας
Και τι χρειάζεται σ’ αυτήν την εποχή
Όλος αυτός ο συρφετός των φαντασμάτων [2]

Τα δειλινά μπορείς να με βρεις να κάθομαι με τους αγκώνες ακουμπισμένους πάνω στο τραπέζι και το κεφάλι χωμένο σχεδόν μέσα στην αριστερή μου παλάμη να ακούω τον αδύναμο θόρυβο που φτάνει μέχρι το σιωπηλό μου δωμάτιο από την πόλη. Εκείνη την ώρα το ρολόι χτυπάει πέντε. Πέντε χτυπήματα στο άδειο σπίτι.
Μετά από τους πέντε αυτούς χτύπους ακούγεται και το τρίξιμο από μια καρέκλα στο διπλανό διαμέρισμα και έπειτα σιωπή. Αυτά μου συμβαίνουν σαν τύχει και με βρει το δειλινό στο σπίτι.
Ο εκδότης μου είναι ένας άνδρας κοντός χονδρός με στρογγυλά μυωπικά γυαλιά γύρω στα 40. Κλειστός τύπος, δύσκολα εκφράζεται Του αρέσει όμως να λέει ιστορίες κατά την γνώμη του αστείες και τότε γελάει, γελάει πολύ – μόνος του βέβαια.

Ο εκδότης μου δεν είναι ευχαριστημένος…

Ήθελα να σου πω μία ιστορία μια ιστορία που έγραψα τελευταία, για τα παιδιά. Την ιστορία ενός ζωγράφου που δεν ήξερε να ζωγραφίζει.
Ο ζωγράφος αυτός, αφιέρωσε όλη του την ζωή στην ζωγραφική. Οι κριτικοί δεν τον αγαπούσαν. Έλεγαν πως ζωγραφίζει σαν παιδί. Αυτός πράγματι δεν ήξερε να ζωγραφίζει τα ποδάρια των ανθρώπων και τα έκρυβε πίσω από τους θάμνους. Για να μην φαίνονται. Όμως ήταν ένας μεγάλος ζωγράφος.
Σ’ αυτό το σπίτι, όπως ξεκίνησα να σου λέω, κατοικεί κι ο αδελφός μου. Ο αδελφός μου έπαθε ένα ατύχημα εδώ κι ένα χρόνο και από τότε, μένει συνέχεια στο σπίτι. Ο γιατρός μας έδωσε πολλές ελπίδες. «Θα ξαναπερπατήσει», είπε. Αλλά ο αδελφός μου έχει ένα μόνιμο πρόβλημα. Παραιτείται. Παραιτείται. Από τότε που συνέβη το ατύχημα έχει αλλάξει η συμπεριφορά του απέναντι μου. Δεν τσακωνόμαστε όπως παλιά, είναι πολύ πιο τρυφερός μαζί μου. Στο σπίτι αυτό κατοικεί κι ένας άλλος άνδρας.
Ένας άνδρας με τον οποίο έχω ζήσει επτά ολόκληρα χρόνια. Κάποτε έφυγε. Μετά ξαναγύρισε. Τώρα είναι πάλι εδώ. Τι άλλο να σου πω για τον άνδρα αυτόν παρά ότι τον αισθάνομαι, κάπως, σα συγγενή μου.
Ήθελα να σου πω και την δική μου κρυφή ιστορία μήπως και μπορέσεις να μου δώσεις μια συμβουλή. Ίσως έχω ανάγκη από μια συμβουλή. Αυτός ο εθισμός στα δικά μου συναισθήματα, στα δικά σου, στα δικά τους… Καταλαβαίνω κι εμένα και τους άλλους. Βλέπεις, προσπαθούμε να συνεννοηθούμε.
Όμως με τι τρόπο; Τι διάβολο, ίσως όλοι οι άνθρωποι να λέμε το ίδιο πράγμα. Ίσως όλοι να είμαστε το ίδιο πράγμα. Ίσως να μην έχει καμιά σημασία.

Γράμμα στον αδελφό

Φεύγω. Δεν είναι έκπληξη για σένα. Θα εξηγήσω και στο Θάνο. Να πω πολλά ήθελα. Δεν είναι πως όλα τέλειωσαν εδώ. Είναι πως δεν μ’ ενδιαφέρει ότι έζησα μέχρι τώρα. Να δω τι άλλο υπάρχει. Κάτι περιμένω. Ίσως κουράστηκα. Ίσως αυτήν να είναι η μόνη αλήθεια. Χθες το βράδυ, τέλειωσα μία ακόμη ιστορία. Θέλησα να μιλήσω για τον σημερινό κόσμο, προβάλλοντας διαμετρικά ένα κόσμο αντίθετο του. Η Αναστασία θυσιάζει στο βωμό του ρεαλισμού όλο τον μυθικό κόσμο που έχει κληρονομήσει από το παρελθόν, με την ελπίδα μιας αναγέννησης. Τ’ όνειρο για τ’ όνειρο. Ο ακραίος ρεαλισμός. Η τελευταία ιστορία που γράφω. Δεν θα ξαναγράψω ιστορίες. Την αφήνω εδώ σε σένα.
Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ερωτεύτηκε τον ήρωα ενός βιβλίου. Αναρωτιέμαι τι θα κάνεις με το σπίτι. Τα πράγματα. Τον εαυτό σου. Μοιάζει να τα έχεις όλα απαντημένα.

Η αδελφή σου

Έτσι κάπως ήταν τα γεγονότα. Βέβαια, ίσως και να κάνω λάθος. Ίσως να είναι μόνο η ιδέα μου. Πάντως το χάραμα όλα είχαν τελειώσει. Πιστέψτε με τώρα που σας μιλάω, θα ήθελα να μακιγιαριστώ, να χτενιστώ, να ντυθώ, να βγω έξω στους δρόμους. Όμως, τα έχω ξανακάνει όλα αυτά.

[Στο επόμενο ημερολόγιο η ιστορία ολοκληρώνεται]


Σημειώσεις

[1] Την Αναστασία (NASTENKA) πρώτα τη φαντάστηκα, μετά την δούλεψα ως θεατρική παράσταση και τέλος την έγραψα σε χαρτί. Διήγημα που γεννήθηκε από μια ανάγκη να μιλήσω για το παραμύθι του πριγκιπόπουλου, τις λευκές νύχτες του Ντοστογιέφσκι και τα νυχτερινά του Σοπέν. Για τη σύγκρουση του ονείρου με την πραγματικότητα κι όλα αυτά με τη δική μου ματιά. Αυτές τις σκέψεις και αισθήσεις, ήθελα να τις μοιραστώ με άλλους ανθρώπους και έτσι γεννήθηκε πρώτα η παράσταση και μετά το διήγημα. Το έργο «Η Αναστασία στην Πόλη» θα ήθελα να το παρουσιάσω με μία λέξη ως εισαγωγή: Το δίλημμα. Η Αναστασία βρίσκεται σε ένα συνεχές δίλημμα που κατορθώνει στο τέλος να το νικήσει και να ισορροπήσει. Αβεβαιότητα ή βεβαιότητα, κίνηση ή ακινησία. Με το τέλος του διηγήματος βλέπουμε μία ώριμη παραίτηση, μια επίγνωση της ματαιότητες των πραγμάτων και συγχρόνως μια καινούργια αρχή που δεν τη ορίζει αλλά την υπονοεί.

[2] Μικρό απόσπασμα από το «ποίημα χωρίς ήρωα» της Αχμάτοβα, μετ. Μίλια Ροζίδη.


[Copyright ©  Μαρία  Σκουλαρίκου-Πανούτσου]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη