«Ο ήλιος της Βεργίνας», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ο κύριος Σωκράτης καθόταν στην μπεζέρα του σαλονιού του, σε μια κατάσταση πλήρους παραίτησης και χαύνωσης, στα πρόθυρα θα λέγαμε μιας επικίνδυνης κατάθλιψης. Και του το έλεγε η κυρία Σμαρώ, η γριά μητέρα του.

«Σωκράτη μου φτιάξε τη ζωή σου, δεν σε πήρανε δα και τα χρόνια. Εγώ τα έφαγα τα ψωμιά μου, μια μικρή φετούλα έμεινε αφάγωτη και όταν τη φάω και αυτή, μόνος σου και κατάμονος θα απομείνεις στον κόσμο γιε μου. Η μόνη σου ‘’χαρά,’’ αν την πούμε έτσι, θα είναι η πρέφα στον καφενέ με τους ομοιοπαθούντες φίλους σου. Τα πλησίασες τα εβδομήντα σου παιδί μου, που -ζωή να ’χεις- αν πάρεις δε από εμένα και το σόι μου, σου μέλλεται να ζήσεις άλλα τριάντα χρόνια γεμάτα γεμάτα. Τι θα κάνεις λοιπόν, έτσι θα τα σπαταλήσεις μένοντας αδιάφορος, απαθής απέναντι στη ζωή  που σε καλεί και κάνεις πως δεν την ακούς;»

Αυτά ήταν τα σοφά λόγια της υπέργηρης μάνας του και τα θυμόταν τώρα καθώς καθόταν στο σαλόνι. Δεν είχαν περάσει παρά λίγες ημέρες που της είπε το στερνό ‘’αντίο’’ και την άφησε εκεί στον οικογενειακό τους τάφο στο κοιμητήρι της μικρής τους πόλης.

Ένιωθε ανήμπορος και ανίκανος να βάλει σε διεργασία κίνησης το κορμί του μα και το μυαλό του. Το ήξερε. Πάντα το ήξερε, ότι θα του έλειπε πολύ με το φευγιό της και θύμωνε πολύ σαν άκουγε τους συντοπίτες του να λένε για τους αποδημούντες γέροντες ‘’έφυγε πλήρης ημερών’’. Τι ανόητη κουβέντα κι’ αυτή, θαρρείς και η λύπη μετριέται με τα χρόνια που κουβαλάει ο αγαπημένος δικός σου άνθρωπος!!!

Η μάνα του, δεν ήταν μόνο γονιός, ήταν το πρότυπο της γυναίκας. Η ηρωίδα του, η φίλη του που της εμπιστευόταν τις πιο μύχιες σκέψεις του, η συνομιλήτριά του επί παντός του επιστητού, ένας βαθύτατα μορφωμένος άνθρωπος που απέπνεε σοφία. Όμως μόλις τώρα έβλεπε τα λόγια της να παίρνουν μορφή και σχήμα, συνειδητοποιώντας το δίκιο των όσων του έλεγε υπό μορφή συμβουλών. Το μέγα του λάθος ήταν ότι, όλες τις γυναίκες που πέρασαν από την ζωή του τις συνέκρινε μ’ εκείνην και πάντα τις εύρισκε λειψές. Είναι ένα ολέθριο σφάλμα που κάνουν πολλοί άντρες, γιατί ναι μεν μπορεί μια μάνα να είναι ασύγκριτη, αλλά και κάθε γυναίκα μετριέται διαφορετικά και όχι με το πρότυπο υποχρεωτικά της μάνας. Κάθε μία εφ ώ ετάχθη. Διαφορετικοί οι ρόλοι, οπότε δεν θα πρέπει νομίζουμε να υπάρχει και μέτρο σύγκρισης.

Ο Σωκράτης είχε γύρει στη μπεζέρα και το βλέμμα του ναι μεν απλανές, αλλά και καρφωμένο συνάμα στο μικρό γραφειάκι Εκείνης, δίπλα στο μεγάλο τραπέζι με το πανέμορφο λαμπατέρ που υπήρχε στο σπίτι αφ’ ότου θυμόταν τον εαυτό του, ήταν κάτι σαν σήμα κατατεθέν της οικογένειας, δώρο φίλου της στο γάμο  με τον πατέρα. Βάλε με το νου σου πόσων χρόνων ήταν κι ελόγου του. Τελικά, άνθρωποι και αντικείμενα σ’ αυτό το σπίτι, αληθινές αντίκες!!!

Ξαφνικά, το γραφειάκι εκείνο, που από παιδί στα παιχνίδια τους με τον μακαρίτη τον αδερφό του το είχαν κάνει να δεινοπαθήσει, που το είχαν κάνει φύλλο και φτερό που λένε, σε σημείο κάθε τόσο και λιγάκι να το επισκευάζει ο οικογενειακός τους επιπλοποιός (πώς λέμε οικογενειακός γιατρός;), τράβηξε την προσοχή του.

Κατ’ επανάληψη είχε πει στη μάνα να το πετάξει κι’ εκείνος θα της αγόραζε το καλύτερο της πόλης Ισάξιο των υπέροχων κειμένων της που θα έγραφε πάνω του, Μα τα λόγια του έπεα πτερόεντα. Γιατί η μάνα, το γραφειάκι αυτό, το λάτρευε. Σε όσες φωτογραφίες ή σκίτσα είχαν απαθανατίσει τη μορφή της το ασήμαντο αυτό επιπλάκι ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα. Μιλάμε για τέτοιο δέσιμο ζωντανής ύπαρξης κα αντικειμένου. Τι τα θες, υπάρχουν και τέτοιοι δεσμοί!!!

Άφησε λοιπόν το βλέμμα του να πλανηθεί πάνω του τρυφερά, πράγμα που έκανε για πρώτη του φορά, κατακλυζόμενος από χιλιάδες αναμνήσεις. Και ξαφνικά πετάγεται και το πλησιάζει.

Και τούτη η σφραγίδα ακριβώς στο κέντρο κάτω από την επιφάνειά του, τι είναι;

Εβδομήντα χρόνια παρά κάτι, δεν την είχε ματαδεί, μήτε εκείνος, μήτε κανείς άλλος. Απ’ ό,τι θυμόταν δεν είχε ποτέ κάνει μνεία της σφραγίδας αυτής. Τελείως τυχαία σήμερα, έτσι όπως έβλεπε υπό γωνία το έπιπλο, την διέκρινε καθαρά. Και καλά οι ένοικοι του σπιτιού τούτου δεν την είδαν, μα ο επιπλοποιός; Μα τι ερώτηση κι αυτή; Και γιατί αυτός ειδικά να της δώσει σημασία αν νόμιζε π.χ. ότι ήταν η σφραγίδα του κατασκευαστή του επίπλου; Συνηθιζόταν κάτι τέτοιο κάποιες δεκαετίες πριν. Ο τάδε μάστορας… ποίησεν.  ΚΑΙ ΜΕ ΒΟΥΛΑ Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ, σαν τους ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΜΑΣ…

Σκουπίζει το παχύ στρώμα της σκόνης που είχε συσσωρευτεί πάνω της και ασυναίσθητα την κτυπά με τα ακροδάκτυλά του.

Και ω θεοί επουράνιοι και επίγειοι, με μάτια που λίγο ακόμη να πεταχτούν από τις κόγχες τους, βλέπει την επιφάνεια του γραφείου να ανοίγει ακτινωτά στο σχήμα του ήλιου της Βεργίνας. Για δέκατα του δευτερολέπτου, έχει την αίσθηση ότι βλέπει όνειρο. ΤΡΙΒΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ, τα ξανανοίγει και μόνον ο Ανδρόνικος ο αρχαιολόγος έλειπε από το κάδρο μπροστά του εκεί.

Κάτι παρόμοιο  ο κύριος Σωκράτης όχι μόνον δεν είχε ξαναδεί, μα ούτε και είχε ποτέ φανταστεί ότι μπορούσαν να δουν τα ματάκια του στο σπίτι του μέσα.

‘’Αχ μωρέ μάνα τι έκπληξη ήταν αυτή που μου φύλαγες;»

Μα μήπως και έμελλε να είναι η μόνη;

Διότι:

Τι είναι όλα τούτα εδώ τα μασούρια σαν αυτά που περιέχουν νομίσματα;

Έκπληκτος, ξετυλίγει ένα και βλέπει να του χαμογελούν λαμποκοπώντας μια σειρά από ΒΙΚΤΩΡΙΕΣ. Θεέ μου, λίρες ολόχρυσες και όχι μαϊμού όπως αυτές της βασιλόπιτας. Κάθε διάκενο μεταξύ δύο ακτινών και καμιά εικοσαριά και βάλε μασούρια και κάθε μασούρι τριάντα χρυσές. Τον έπιασε σκοτοδίνη. Τόσων χρόνων άνθρωπος, ποτέ του δεν είχε δει τόσο χρυσάφι!

‘’Αυτός σε μικρογραφία, ήταν ο θησαυρός του Αλή Πασά του Τεπελενλή των Ιωαννίνων’’ σκέφτηκε.

‘’Αχ βρε μάνα, μάνα μου .’Ησουν τόσο πλούσια και τα έβγαζες πέρα με την χιλιοκουρεμένη σύνταξη το μακαρίτη του πατέρα μου; Πόσα και πόσα πράγματα δεν στερήθηκες, μα το κυριότερο, δεν είδες ποτέ να πραγματοποιούνται τα όνειρά σου αυτά των συνθέσεών σου και εκείνα της συγγραφής σου. Κι’ εγώ που νόμιζα πως σε ήξερα καλά, ενώ εσύ έκρυβες ένα τέτοιο μυστικό που θα άλλαζε όχι μόνον την δική σου τη ζωή μα και τη δική μου.

Μια σκέψη σαν σουβλιά, ξάφνου καρφώθηκε στο μυαλό του.

Η μάνα όντως ήξερε;

Και αν ήξερε, τότε ποιος έβαλε σε ένα ειδικά διαμορφωμένο επιπλάκι αυτόν τον θησαυρό;

Αμυδρά θυμήθηκε κάτι που ερχόταν από το πολύ βαθύ παρελθόν του…

Ο Μίλτος ο φίλος του συγχωρεμένου του αδερφού του, συγχωρεμένος και αυτός τώρα πια, ήταν ο μοναδικός γιος του επιπλοποιού. Πάνω στο παιχνίδι τους έπεσε πάνω στο γραφειάκι της μάνας που το είχε μεταλλάξει σε άλογο, και του έσπασε τα πόδια. Ο επιπλοποιός ως ήταν φυσικό ανέλαβε να διορθώσει τη βλάβη, μα όπως αποδείχτηκε η βλάβη ήταν ανήκεστος. τουτέστιν δεν έπαιρνε γιατρειά. Έτσι το γραφείο αντικαταστάθηκε από ένα άλλο δίδυμό του καινούργιο, που κατείχε ο επιπλοποιός όπως κι εκείνο που είχε πουλήσει πριν καιρό στο κύριο Σωκράτη…

Ναι ναι το θυμόταν τώρα πολύ καλά, γιατί η μάνα του είδε και έπαθε να ξεπεράσει τον χαμό του αγαπημένου της γραφείου.

Όλα αυτά τα φοβερά, συνέβαιναν λίγο πριν την Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα.

Ένας άλλος πλούσιος γείτονας, οσμιζόμενος το τι έμελλε να συμβεί στην φυλή του -ήταν Εβραίος- εμπιστεύτηκε μέρος τη περιουσίας του σε φίλους, ελπίζοντας να ξαναγυρίσει και να του τη επιστρέψουν μόλις σταματούσε η λαίλαπα που κατέτρωγε την Ευρώπη, άλλα αντικείμενα  τα πούλησε, πήρε μαζί του όσα χρήματα επιτρεπόταν να μεταφέρει και έφυγε για την Αμερική, ακριβώς τη στιγμή που άρχισε ο φοβερός διωγμός των Εβραίων. Μα άλλαι αι βουλαί των ανθρώπων και άλλα ο Θεός κελεύει.

Κάπου εκεί στον Ατλαντικό βούλιαξε το καράβι του και το βιος του το καρπώθηκαν όσοι τους το είχε εμπιστευτεί καθώς δεν είχε κληρονόμους. Μέσα σ’ αυτήν τη περιουσία Και τα δύο σεκρεταίρ, το γερό και το ανάπηρο.

Και τώρα ερώτημα σοβαρό και καίριο: Άραγε και το ζαβό να έκρυβε μέσα του κάποιον παρόμοιο θησαυρό;

Το πιθανότερον.

Και σαν τι να απέγινε εκείνο το κουτσό γραφειάκι; ΣΥΝΗΘΩΣ τεχνίτες του είδους αυτού τίποτα δεν πετούν ΚΡΑΤΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣΟΝΤΑΡΟΥΝ ΟΠΟΥ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ.

Μια και δυο πηγαίνει και κτυπά το κουδούνι της χήρας του επιπλοποιού που στο άνθος των γηρατειών της θέλησε να ξαναπαντρευτεί…

«Κυρία μου Αγλαΐα τι κάνετε; ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ, ρωτάω».

«Τι φτιάχνουμε; Τι να φτιάχνουμε γιόκα μου όλα έτοιμα τα παίρνουμε…»

«Πώς περνάτε;»

«Ναι, σαν πεινάμε  ο καλός μου κι εγώ, παραγγέλλουμε και μας φέρνουν ότι τραβάει η ψυχή μας»

«Δε μου λες κυρά μου το εργαστήρι του συγχωρεμένου του πρώτου σου άντρα υπάρχει ακόμα; Τι τρέχει με αυτό;»

«Δεν βρέχει βρε αγόρι μου. Πού την είδες εσύ τη βροχή;»

«Ώχου και τι να κάνω με τούτο εδώ το κουφάλογο…ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ, ΛΕΩ, ΥΠΑΡΧΕΙ;»

«Και γιατί μιλάς δυνατά Σωκράτη μου δεν ακούς τι λες; Γιατί εμείς ΚΟΥΦΟΙ ΔΕΝ ΕΙΜΕΘΑ. Το εργαστήρι δεν θες; Ευχαρίστως Να, πάρε τα κλειδιά και πήγαινε μόνος σου, γιατί με τόση σκόνη που υπάρχει κει μέσα δεν μπορώ να ανασάνω, Καιρό τώρα θα το είχα ξαποστείλει έλα όμως που ξέρω πόσο το αγαπούσε ο Μιχαλιός μου και δεν το πειράζω, αφού δεν μ’ ενοχλεί μιας και δεν πηγαίνω ποτέ κει μέσα. Όσο να ‘ ναι,  μεγάλωσα λίγο και πρέπει να προσέχω».

‘’Μεγάλωσε το σάψαλο λέει. Μα αν αυτή νιώθει καλά, εμένα μου περισσεύει.’’

Μέσα στο εργαστήρι μύριζε ερημιά εγκατάλειψη και θάνατο. Και σκόνη. Θεέ τι σκόνη! Θαρρείς και άλεσαν ροκανίδι και πασπάλισαν μ’ αυτό,  τα πάντα εκεί μέσα.

Ευτυχώς το φως άπλετο και μπορούσε να διακρίνει τα πάντα. Μια πρώτη ματιά δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική να ξεχωρίσει αυτό που έψαχνε αλλά θα προσπαθούσε αν και ήδη τα ρουθούνια του γέμισαν με αυτήν την κίτρινη σκόνη.

Αμήχανα και αφηρημένα τραβάει ένα καραβόπανο και από το σύννεφο σκόνης που σηκώθηκε είπε ότι θα πνιγεί. Όμως στάθηκε τυχερός και όχι μόνον δεν πνίγηκε αλλά βρήκε και αυτό που ήθελε κάτω από το εφιαλτικό καραβόπανο. Μετά φόβου Θεού το ψευτοσκουπίζει, το παίρνει και βγαίνει  να ανασάνει, πριν αφήσει την θανατίλα να τον κυριέψει κι αυτόν. Μούσκεμα στον ιδρώτα από την προσπάθεια και την αγωνία αν και  Φθινόπωρο και μάλιστα παράξενα δροσερό, πλησιάζει την κυρία Αγλαΐα και της λέει:

«Κυρία Αγλαΐα μου μπορώ να το πάρω αυτό και αύριο το επιστρέφω;»

«Το πιστεύω και βέβαια το πιστεύω. Πάντα έλεγε το παιδί μου τι καλοί φίλοι ήσασταν, κάντο ό,τι θέλεις αγόρι μου».

«Πώς είναι τα οικονομικά σου κυρά μου;»

«Λίγα τα λεφτά γιε μου. Τα πιο πολλά πηγαίνουν στα φάρμακά μας, αλλά και πάλι δόξα σοι ο Θεός να λέμε».

«Να δεις κυρά Αγλαΐτσα μου που ο Θεός βρίσκεται σε μεγάλα κέφια για να διώξει τη θλίψη και την πλήξη που νιώθει για μας τα αχάριστα ανθρωπάκια και σκαρώνει κάτι φάρσες μα τι φάρσες. Απ’ αυτές που μόνον ο Θεός μπορεί να σκαρφιστεί. Αν και με τούτο εδώ τα μαραφέτι τα πράγματα κυλήσουν κατά πώς τα προσδοκώ θα πάρεις τον καλό σου και  θα αρχίσετε τον περίπλου της ΓΗΣ ΜΕ ΚΡΟΥΑΖΕΡΌΠΛΟΙΑ ΜΥΘΙΚΑ. Μέχρι και στο Περού θα σε στείλω να δεις τον Δαλάι Λάμα, ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΌΝΕΙΡΟ της ΖΩΉΣ ΣΟΥ. Δεν είναι;»

«Ναι ναι έριξα πολύ κλάμα τότε που μού έφυγε  ο Μανολιός μου. Ευτυχώς που υπήρξε ο Κωστίκος μου που με συμπαραστάθηκε. Καλή σου νύχτα αγόρι μου».

«Καλή σου νύχτα κυρά μου, κοιμήσου εσύ με τον Κωστή σου και η Μοίρα σου δουλεύει».

«Σωστή ,σωστή η γνώμη σου Σωκράτη μου να πας στο καλό».

Έφυγε ο Σωκράτης και με τη ψυχή στο στόμα έφτασε στο σπιτικό του. Παίρνει το σφουγκαρόπανο ρίχνει και χλωρίνη στον κουβά και καθαρίζει κατά το μέτρο του δυναού το άρρωστο από χρόνια γραφείο, με την κίτρινη σκόνη να μην λέει να ξεκολλήσει από πάνω του έτσι καθώς είχε πετρώσει . Με τα πολλά, τα κατάφερε μεν αλλά σφραγίδα δεν έβλεπε μήτε στην επιφάνεια μήτε κάτωθέν της. Απογοήτευση.

«Άτυχη είσαι κυρά Αγλαΐτσα μου», μουρμούρισε λυπημένα, «και να δεις που είχα αρχίσει να κάνω σχέδια για πάρτι σου».

Και τούτο εδώ τι να ΄ναι; Μια περίεργη βίδα. Μα οι προσπάθειες του Σωκράτη να την ξεβιδώσει απέβησαν άκαρπες. Γυρνούσε τρελά χωρίς αποτέλεσμα. Νευριασμένος κι απογοητευμένος της δίνει μια με το σφυρί και -ω θεοί!- βλέπει την επιφάνεια να ανοίγει στα δύο και από κάτω να φαίνεται μια άλλη επιφάνεια με την ίδια σφραγίδα που είχε το γραφείο της μάνας του. Με τρεμάμενα χέρια την πιέζει ελαφρά και η επιφάνεια γίνεται ο γνωστός ευλογημένος ήλιος της Βεργίνας. Σε κάθε διάκενο μεταξύ των ακτινών, πολύτιμοι λίθοι, κοσμήματα, λίρες χρυσές. Ο άμοιρος εβραίος είχε κρύψει για τα καλά το θησαυρό του όντας σίγουρος ότι ο αιμοβόρος κυνηγός εβραϊκών κεφαλών πρωτίστως, αλλά και χριστιανών στη συνέχεια, δεν θα τον εύρισκε ποτέ όσο κι αν έψαχνε, όσο και αν έτρωγε τα λυσσακά του.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ τι κάνουμε φίλε Σωκράτη;

ΠΡΏΤΟΝ θ καλέσουμε τους καλύτερους γιατρούς να ισιώσουν την υπέργηρη Αγλαΐα και να την ετοιμάσουμε για την κρουαζιέρα που λέγαμε και το προσκύνημα στον Δαλάι Λάμα. ΘΑ κρατήσω κι’ εγώ λίγα ψιλά για τα εύρετρα και τον κύριο όγκο τους θα τον παραδώσω στον Μπενιαμίν  Νετανιάχου αυτός ξέρει τι θα κάνει. Πόσες τέτοιες παρόμοιες ιστορίες δε θα έχει αντιμετωπίσει στα χρόνια που κυβερνά.

Άτυχε Εβραίε, μας έβαλες σε μπελάδες και σε έγνοιες. Μα αν μπελάδες λέγονται αυτοί, τότε η σημασία της λέξης πρέπει να αλλάξει στα παγκόσμια λεξικά…

Το σίγουρο πάντως είναι, πως… ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς το παλεύουμε ακόμα… Εσείς;…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη