«Λάζαρε βαβά… βαβά…», ένα κείμενο της Νικολίτσας Μπλούτη-Καράτζαλη για τη δράση ‘Γράφουμε για το Πάσχα’

— Έλα γιαγούλα… Να κοίτα, τα ’φαγα όλα τα ρεβίθια μου, να πάρω λιγουλάκι τη λαμπάδα μου να παίξω; Συνεχίζει την γκρίνια το νιάνιαρο που από την ώρα που της έφερε τη λαμπάδα η όμορφη νουνά της, όλο μ’ αυτή θέλει να παίζει.

— Μωρέ ξεφορτώσου μ’ από δω κι άσε μ’ να φάω μια στάλα η χριστιανή… Πάρτην και κάντην ότ’ θες. Τώρα τελειώσαμ’ με τη Φωτούλα απ’ την κουζίνα το ξέρ’ς; Κι ούτε που φάν’κες να δώσεις ένα χεράκι κοκόνα, αύριο μεθαύριο που θα γεράσω, εσύ με τη Φωτούλα θα τα φτιάχνετ’ αυτά… Πρέπ’ να μάθετ’, τα τσουρέκια και τα κ’λούρια να μη λείπ’νε ποτέ απ’ το πασχαλινό τραπέζ’, είναι μες στα έθιμα κι αυτό, να μοσχοβολήσ’ το σπίτι… λέει, λέει η γιαγιά κι η Φωτούλα μου χαμογελάει από απέναντι.

— Να φάω κάνα κουλούρι, γιατί δε χόρτασα; Τη ρωτάω όταν σηκώνομαι απ’ το τραπέζι.

— Τι λες μωρέ μουρλάθ’κες; Δεν είπαμ’ πως νηστεύουμ’; Τα κουλούρια είναι αρτίσιμα, έχ’νε αβγά μέσα όπως και τα τσουρέκια, μη σας δω κακόμοιρα να τα πλησιάσετ’… με φοβερίζει με το πιρούνι της.

— Τότε γιατί δε φτιάχνεις τίποτα νηστίσιμο που μας κόβει λόρδα κάθε μέρα; Τη ρωτάω ξανά νευριασμένος με την πείνα που με κόβει.

Χορταίνεις με τα ρεβίθια; Τι με πέρασε τον κοντορεβιθούλη, ολόκληρο άντρα! Τη Μεγάλη Βδομάδα θα μας κάνει όλο πατάτες νερόβραστες… Άντε τώρα, πόση υπομονή να κάνουμε μικρά παιδιά μέχρι να ’ρθει η ρημαδοκυριακή να φάμε το ψητό αρνί; Ήθελα να ’ξερα αν ο παπάς νηστεύει στ’ αλήθεια ή κρύβεται και πλακώνεται μονάχος του στο φαΐ όταν δε τον βλέπουνε; Εδώ δε χορταίνω εγώ, που τρώω κανονικά τις άλλες μέρες, θα χορταίνει αυτός που κατεβάζει τον άμπακα;

— Γιατί δε φτιάχνεις μουστοκούλουρα γιαγιά που ’ναι νηστίσιμα και μας αρέσουνε; Πετάγεται τώρα η Αγγέλα που μάλλον κι αυτή πεινάει ακόμα η καψερή.

— Δεν έχω μούστο μωρέ, δε με ξεφορτώνεστ’ τώρα…  Μάζεψ’ τα πιάτα  Φωτούλα μ’ κι άστα στο νεροχύτ’ παιδί μ’, θα τα πλύνω εγώ σαν σηκωθώ. Ετοιμάζετ’ να βρέξ’ κιόλας θα μας χαλάσ’ το άσπρισμα… παραπονιέται η γιαγιά που ρίχνει μια ματιά στο συννεφιασμένο καιρό μέσα απ’ το παράθυρο.

— Πω, πω! Κι αν κλάψει ο Θεούλης πώς θα βγω εγώ να πω τον Λάζαρο ε; Με ομπρέλα; Και πώς θα την κρατάω, που θα ’χω και το κοφινάκι μου; Γκρινιάζει η Αγγέλα και πάει κοντά στο παράθυρο να δει τον καιρό.

— Θα πας μαζί με τη Φωτούλα ρε χαζή και θα σου κρατάει αυτή την ομπρέλα. Μη μ’ στενοχωριέσαι μανάρι μ’ εσύ, της κάνει η γιαγιά και την παίρνει στα χέρια της να την κανακέψει.

— Έλα, πες μ’ τον Λάζαρο να δούμ’ τον θυμάσαι;

— Αμέ, τον έλεγα και χθες όλο το βράδυ στον ύπνο μου για να μην τον ξεχάσω…

“Λάζαρε βαβά, βαβά… το κοφίνι μ’ θέλει αβγά…

Η τσεπούλα δεκαρούλες και το στόμα κοκοσούλες…”

— Έτσι δεν πάει γιαγιούλα; Τη ρωτάει μετά για να βεβαιωθεί πως τον ξέρει.

— Μπράβο κοκόνα μ’. Φέτος π’ θα πας με τη Φωτούλα θα σε πάει σε πιο πολλά σπίτια. Να περάσετ’ κι απ’ τις φιλενάδες μ’ να σας δώσ’νι αβγά… Οι πιο πολλές έχ’νι κοτέτσα, οι χωριάτ’σσες… λέει η γιαγιά μ’ ένα ξινό ύφος στη Φωτούλα, για τις φιλενάδες της που ούτε κι αυτές μάλλον τις χωνεύει, αλλά τις κάνει παρέα με το στανιό για τη ρημαδομηχανή και τα ραψίματα.

— Τι ’ναι οι “κοκοσούλες” γιαγιά που ζητάω στον Λάζαρο; Τις ξέρω; Πετάγεται ξανά η Αγγέλα.

— Τα καρύδια μωρέ είν’, “κοκόσες” τα λέγαμ’ παλιά… της κάνει η γιαγιά και σηκώνεται να μαζευτεί.

Η Φωτούλα σηκώνεται κι αυτή να μαζέψει το τραπέζι. Το νιάνιαρο έχει στρωθεί και παίζει κατάχαμα με τη λαμπάδα της.

— Φωτούλα μας… Πότε θα τα κόψουμε τα λουλούδια για να στολίσουμε το κοφινάκι μου για το Λάζαρο; Αύριο δεν είπες πώς είναι; Κοίτα μην το ξεχάσουμε και δεν πάω… πάω χαμένη μετά… Πού θα βρει η γιαγιά μετά αβγά για να τα βάψει το Σαββάτο; Πετάγεται η Αγγέλα και τραβάει τη Φωτούλα απ’ το φουστάνι για να της τραβήξει την προσοχή.

“Μην ανησυχείς εσύ, θα τα φροντίσω όλα εγώ… Θα κόψω τα λουλούδια και θα το στολίσουμε πρωί πρωί οι δυο μας” την ησυχάζει η Φωτούλα κι αυτή ξανακάθεται ήσυχα στη θέση της ευχαριστημένη.

Μαζέψαμε το τραπέζι κι η Φωτούλα ετοιμάζεται να πλύνει τα πιάτα, γιατί η γιαγιά είναι πολύ κουρασμένη λέει. Εγώ πιάνω μια πετσέτα να τα σκουπίσω για να τελειώσει γρήγορα και να βγω κι εγώ λίγο να παίξω μέχρι να χτυπήσει η καμπάνα για την εκκλησιά. Η Φωτούλα  μου ζητάει πριν προλάβω να της πως θα φύγω, να κρατήσω λίγο παρέα στην Αγγέλα για να πεταχτεί να της μαζέψει τα λουλούδια που θέλει για τον Λάζαρο, απ’ τον κήπο της κυρα-Ευτυχίας, που ’ναι μεγάλος κι έχει απ’ όλα. Γαμώτο μου! Πάλι εγώ θα το προσέχω το νιάνιαρο; Δεν πειράζει όμως, δε μου κάνει καρδιά να πω όχι στη Φωτούλα κι έτσι της λέω να πάει. Το βράδυ θα ’μαι έξω ως αργά, γι’ αυτό δε με πειράζει να μη βγω και τώρα.

— Δημοσθένη… μου κάνει σιγά η πονήρω η αδερφή μου, για να μην ενοχλήσει τάχα μου τη γιαγιά που κοιμάται. Θέλεις να με βγάλεις καμιά φωτογραφία τώρα που ’μαστε οι δυο μας; Με ρωτάει και μου χαμογελάει γλυκά για να της κάνω τη χάρη.

— Δεν έχω φίλμ… της απαντάω βαριεστημένα και κάθομαι να χαζέψω λίγο στην τηλεόραση.

Η ΥΕΝΕΔ, βάζει ιστορίες με τον Ιησού τη Μεγάλη βδομάδα και παίζει και το μεσημέρι.

— Ψέματα μου λες, φωνάζει το βούρλο να ξυπνήσει τη γιαγιά που έγειρε λίγο να ξεκουραστεί.

— Αφού σου αγόρασε φλιμ η γιαγιά στην πόλη, να το ’χουμε για το Πάσχα… λέει το εξυπνοπούλι που άκουσε τη γιαγιά να μου το λέει προχθές.

— Δε μου το ’δωσε όμως, της κάνω σιγά. Μου ’πε πως το ’χουμε για να βγάλουμε φωτογραφίες μεθαύριο στους λάκκους. Είναι ακριβό και δεν κάνει να βγάζουμε φωτογραφίες στον αέρα και να χαλάμε τζάμπα τα λεφτά μας…

— Εγώ δε σου είπα να βγάλεις τον αέρα, εμένα να βγάλεις με τη λαμπάδα μου… συνεχίζει την γκρίνια της κι έτσι μου ’ρχεται να τη παρατήσω μονάχη και να φύγω.

— Τότε θέλεις να σου πω ένα τραγούδι που μου ’μαθε η Φωτούλα; Με ρωτάει τώρα ξανά με χαμόγελο που μ’ είδε πως νευρίασα.

— Πες, της λέω κι εγώ για να με ξεφορτωθεί.

— Μεγάλη Δευτέρα, ο Χριστός στον αέρα…

Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφθη…

Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη…

Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός εβρέθη…

Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί…

Μεγάλο Σαββάτο, ο Χριστός στον τάφο…

Σ’ άρεσε Δημοσθένη μας; Δεν είναι πολύ ωραίο;

— Ναι μ’ άρεσε… Η Φωτούλα στο ’μαθε είπες;

— Ναι, μια φορά μου το ’πε και το ’μαθα απέξω… καμαρώνει η Αγγέλα κι αρχίζει να το λέει ξανά απ’ την αρχή, επειδή της είπα πως μ’ άρεσε.

Ρε τι ‘ναι τούτη! Πουλιά στον αέρα θα πιάνει στο σχολειό μεθαύριο, καλά λέει η γιαγιά. Έχει καλό μνημονικό, όλα τα θυμάται! Άκου μια φορά της το ’πε και το ’πιασε αμέσως… Εγώ το ξέχασα κιόλας, αλλά αν συνεχίσει να το λέει μέχρι το βράδυ, σίγουρα θα το λέω στον ύπνο μου.


Το κείμενο που μας παραχώρησε η συγγραφέας κα Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη για τη δράση μας “Γράφουμε για το Πάσχα”, είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο της “Κάποτε… στον Παράδεισο” [Εκδόσεις Όστρια].

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη