Πώς στοίχειωσες τη σκέψη μου
φευγάτος για δυο χρόνια
κι απίθωσες για μένανε
πικρή μιαν αγκαλιά
Πώς ζεις στο σύμπαν χώρια μου,
χωρίς ίχνος συμπόνια,
χωρίς να σε βλέπω να γελάς
χωρίς να με κοιτάς;
Πώς να σ’ αφήσω ελεύθερο
και να μη σε γυρεύω
να μου γλυκαίνεις τον καιρό
γλυκά να μου μιλάς,
Να σου θυμώνω, να ρωτάς
γιατί δεν σε πιστεύω
πως φτιάχνουν όλα κάποτε
αρκεί να μην πονάς…
Γιατί, καμιά φορά στο διάβα σου
πίσω να μην κοιτάξεις
και να μακραίνεις μοναχά
σε δρόμους μοναξιάς;
Μα τι να κάνεις, ο καιρός,
το δίκιο και οι νόμοι
το ’φτιαξαν να χωρίζονται
οι χτύποι της καρδιάς.
Αν θα σκεφτώ πως μέσα μου
ολοένα και απλώνεις
και μοιάζουμε στα μάτια μας
κι εσύ δεν λησμονάς,
λες, να τ’ αντέξω; την κλωστή
που γύρω σου κυκλώνει
να την αφήσω να κοπεί;
Εσύ θα με κρατάς;
[Μάθετε περισσότερα για τη λογοτεχνική μας δράση “Γράμματα ανεπίδοτα” ΕΔΩ.]
Αφήστε το σχόλιο σας