Έρχονται και φεύγουν σαν το κύμα της θάλασσας χωρίς να ρωτούν…
Έρχονται και φεύγουν στροβιλίζοντας σαν τον άνεμο όποτε θέλουν…
Λες και θέλουν να κρατηθούν από το χέρι και να αρχίσουν το χορό
Λες και θέλουν να ακουστούν…
Να μελοποιηθούν…
Και να τραγουδηθούν από κάποια χείλη
Λέξεις και λέξεις…
Σκέψεις και σκέψεις…
Μα δε θέλω να γράψω.
Δε θέλω άλλο.
Γιατί;
Για ποιον;
Αφού ο κόσμος δεν αλλάζει και δε χωράνε αυτές οι σκέψεις σε αυτόν τον κόσμο.
Και σταμάτησα…
Μα ξαφνικά ο άνεμος έπαψε να τις στροβιλίζει.
Η θάλασσα γαλήνεψε…
Οι γλάροι πέταξαν μακριά…
Πήγαν να συναντήσουν τον ήλιο στη δύση του.
Και είδα μπροστά μου ένα παιδί.
Ένα μικρό κορίτσι να μιλά με ένα γλάρο.
Και μετά νύχτωσε και βγήκανε τα αστέρια και το φεγγάρι.
Το μικρό κορίτσι κοιτούσε τα αστέρια που άρχισαν να πέφτουν και εκείνο έκανε ευχές.
Θυμήθηκα τότε αυτό που πάντα θα με ακολουθεί…
Αυτό που έχω μέσα μου…
Και άκουσα μια φωνή πληγωμένη:
«Συνέχισε, μη σταματάς, συνέχισε να γράφεις».
Πάντα σε κάποια γωνιά του πλανήτη, ένα μικρό ή μεγάλο παιδί θα κάνει ευχές κοιτώντας τον ουρανό και θα διαβάζει ποιήματα και παραμύθια, θα τραγουδάει στιχάκια και θα ακούει μουσική ξορκίζοντας τη μοναξιά, όπως και εσύ, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο κόσμο.
Και συνέχισα αναζητώντας την αθωότητά μου.
Αφήστε το σχόλιο σας