«To metro των 9μ.μ.», ένα διήγημα της Λένας Μαυρουδή-Μούλιου

Βραδάκι Καλοκαιρινό.

Η Κλαίρη πήρε το μετρό να πάει στο ραντεβού με τους φίλους της, το μόνο μεταφορικό μέσο που είναι ασφαλές ως προς τις ώρες των μετακινήσεων. Ξέρεις τι ώρα ακριβώς θα ξεκινήσεις και τι ώρα θα φθάσεις. Τα δρομολόγια καθορισμένα, πιο ακριβή από αυτά των αεροπλάνων.

Με την κίνηση στους δρόμους απόβραδο Παρασκευής, ούτε με το ταξί ήταν σίγουρη ότι δεν θ’ αργούσε. Πόσω μάλλον με το δικό της αυτοκινητάκι, έτσι όπως ήταν σχολαστική και προσεκτική οδηγός.

Μα φαίνεται ότι όλα αυτά και εκατό άλλα, για κάποιον λόγο γίνονται. Και δεν μιλώ για συνωμοσίες του Σύμπαντος, για συνωμοσιολόγους και αηδίες. Χέ… (θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου) το Σύμπαν για τα ανθρωπάκια που κατοικούν σε έναν κόκκο άμμου της απεραντοσύνης του.

Αυτό που συνέβη άλλοι θα το έλεγαν πεπρωμένο.

Άλλοι, σύμπτωση.

Άλλοι, ένα όλως διόλου τυχαίο γεγονός.

 Όπως και να το λένε εν πάση περιπτώσει το βράδυ τούτο η Κλαίρη δεν είχε μόνο ραντεβού με την παρέα της, αλλά και με τον Έρωτα, τον πιο μεγάλο τον πιο ωραίο τον πιο μοιραίο της ζωής της…

Μπήκε στο βαγόνι φουριόζα και ανάλαφρη και βρήκε θέση να καθίσει κοντά στο πλατύ παράθυρο.

Αντίκρυ της καθόταν ένας νέος άντρας συμπαθέστατος με τα πιο χαμογελαστά μάτια που είχε δει  ποτέ, χωρίς ο κάτοχός τους να γελάει, ή ακόμη να έχει αυτή την πρόθεση απ’ ό, τι έδειχναν τα πράγματα.

Η Κλαίρη καθώς κάθισε τον είδε να σηκώνεται ελαφρά από τη θέση του εν είδει χαιρετισμού, μιας τυπικής ευγένειας πολιτισμένου ανθρώπου.

Η Κλαίρη αντιχαιρέτησε με ένα ελαφρό χαμόγελο και έσπευσε να κρύψει τα όποια συναισθήματα της γέννησε η συμπεριφορά του, κρύβοντας το πρόσωπό της στις σελίδες του βιβλίου που είχε ανοίξει. Ένιωθε το βλέμμα του πάνω της. Όχι ξεδιάντροπο βλέμμα ενός κορτάκια αρσενικού…

Να τον εντυπωσίασε εκείνη;

Ή το βιβλίο της που ήταν ένα νεοφερμένο best seller μεταφρασμένο στα Ελληνικά.

Ο Έλληνας δεν είναι συνηθισμένος σε χαιρετούρες με ξένους παρά μόνο αν βρεθεί  στα Χωριά της πατρίδας μας, που ξέρεις δεν ξέρεις τους ντόπιους σε χαιρετούν εγκάρδια και εσύ ανταποδίδεις.

Από την άλλη, αυτά τα περί συνωμοσίας του Σύμπαντος, δεν είναι παρά ένα ευφυολόγημα ενός ρομαντικού και διάσημου συγγραφέα και τίποτα άλλο.

Δίνει  ο άνθρωπος σημασία σε ένα ασήμαντο μερμήγκι; Δίνει σημασία ακόμη σε έναν δυστυχισμένο άνθρωπο της Αφρικής που δεν έχει όχι να φάει αλλά ούτε και νεράκι να πιεί; Σκέψου λοιπόν ένα ολόκληρο Σύμπαν να καθίσει και να ασχοληθεί για ένα μόριο που κατοικεί πάνω σε έναν κόκκο άμμου στις θάλασσες της απεραντοσύνης του, όπως είπαμε ξανά.

Γι αυτό, αυτά τα περί συνωμοσίας του Σύμπαντος ας σταματήσουν.

Στην ιστορία μας λοιπόν.

*

Μέσα στο μετρό η Κλαίρη νύσταξε. Μετά βίας κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά. Ώρες ήταν να την έπιανε κανένα γερό γλάρωμα και να γινόταν ρεζίλι. Θεέ μου τι ντροπή, σκέφτηκε. Τέτοιο χουνέρι δεν θυμόταν να είχε ποτέ ξανά πάθει με τόσο κόσμο γύρω της και κυρίως με έναν τόσο ενδιαφέροντα άνθρωπο απέναντί της. Τι θα σκεπτόταν άραγε γι’ αυτήν; Ό, τι και αν σκεπτόταν δεν θα ήταν και ιδιαίτερα κολακευτικό σίγουρα.

Μα το παλικάρι καθώς φαίνεται εκτός από το συμπαθητικό παρουσιαστικό διέθετε και μιαν ακόμη περισσότερο συμπαθητική συμπεριφορά.

Βγάζοντας από τον χαρτοφύλακά του ένα μικρό πακετάκι καραμέλες γνωστής μάρκας, έσκυψε και πρόσφερε μία στην Κλαίρη.

Εκείνη την πήρε ευχαριστώντας τον λέγοντάς του συνάμα ότι ήταν ό, τι το καλύτερο  μια τέτοια στιγμή. Όπως του είπε, ίσως έφταιγε η ατμόσφαιρα στο βαγόνι, παρά το air condition ή και εξ αιτίας αυτού, που είχε στεγνώσει το στόμα της, πράγμα για το οποίο εκείνος συμφώνησε δικαιολογώντας έτσι και την κίνηση της προσφοράς του. Έτσι, με τη βοήθεια της καραμέλας, αντάλλαξαν λίγες ανακουφιστικές κουβέντες. Η Κλαίρη σε λίγο θα κατέβαινε στη στάση της και βαθειά μέσα της αν ήθελε να είναι ειλικρινής, μια αλλόκοτη στενοχώρια την κατέλαβε. Κρίμα. Μακάρι να γνώριζε περισσότερο το συμπαθητικό αυτό παλικάρι.

Η στάση έφτασε. Η Κλαίρη σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να τον αποχαιρετήσει. Και ω της έκπληξής της τον βλέπει να σηκώνεται και αυτός. Φανερό ότι θα κατέβαινε στην ίδια στάση. Πώς να το ερμήνευε αυτό η κοπέλα; Την έπαιρνε το κατόπιν; Δεν φαινόταν για τέτοιος τύπος το είπαμε. Να ήταν διαβολεμένη σύμπτωση λες;

Μπίνγκο, αυτό ακριβώς ήταν.

Κατέβηκαν και οι δύο λοιπόν χαμογελαστοί με την αποχαιρετιστήρια κουβέντα να έχει προσωρινά πνιγεί μέσα στην έκπληξη που είχε καταλάβει καθώς φαίνεται όχι μόνον εκείνη αλλά και εκείνον.

Και από δω και ύστερα, μια και οι συμπτώσεις είχαν αρχίσει να ξεσαλώνουν, συνέχισαν τον ξέφρενο ρυθμό τους.

Στην έξοδο από τον σταθμό η παρέα της Κλαίρης την περίμενε και, Κύριε των Δυνάμεων, δεν περίμεναν μόνον αυτή μα και αυτόν…

«Αιμιλιανέ, Κλαίρη, δεν ξέραμε ότι γνωρίζεστε», πετάχτηκε ένας φίλος, ο Κωστής.

«Λάθος σου φίλε, λάθος σου. Την Κλαίρη δεν ξέρω; Από παιδιά μαζί μεγαλώσαμε, ε Κλαίρη;» είπε ο Αιμιλιανός και τους έπιασαν και τους δύο γέλια χαρούμενα, δροσερά και πηγαία.

Η Αριάδνη, φίλη της Κλαίρης από τότε που θυμόταν στην νεαρή ζωή τους, της ψιθύρισε έκπληκτη «ρε συ φιλενάδα είναι αλήθεια; Πώς και ‘γω δεν το ήξερα; Πώς και δεν μου τον ανέφερες ποτέ τον ποιητή μας; Φίλος της Μιρέλλας μια ζωή, μα και δικός σου; Τι άλλο θα ακούσω Θεέ μου! Και πού ‘σαι, απαιτώ να έχω μιαν απάντηση. Αν όχι τώρα έστω αργότερα, και φρόντισε να μοιάζει για αληθινή, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θ’ αρχίσω να υποθέτω».

Η Κλαίρη την αγκάλιασε με αγάπη και της απάντησε:

«Αγάπη μου δεν υπάρχουν μόνον τα ραντεβού που δίνουμε μεταξύ μας. Υπάρχουν και αυτά που δίνουν ουράνιες δυνάμεις με τις βαθύτερες επιθυμίες μας. Άσε, θα σου εξηγήσω άλλη στιγμή. Και δεν υπεκφεύγω. Θα σου εξηγήσω  οπωσδήποτε, έχεις το λόγο μου».

Η χαρούμενη παρέα στην ταράτσα του σπιτιού της Αριάδνης έδινε υπόσχεση για ένα αξέχαστο φεγγαρόφωτο πάρτι με χορό και μουσική. Όχι δεν θα ενοχλούσαν τους γείτονες. Καθένας με τα ακουστικά του. Το ένα ακουστικό στο αφτί για τη μουσική και το άλλο αφτί ελεύθερο για ερωτόλογα από το στόμα ερωτευμένου καβαλιέρου. Πρωτότυπο; Ναι, ολίγον πρωτότυπο, όντως.

Ο Αιμιλιανός δεν ξεκολλούσε από το πλάι της Κλαίρης.

Υπέροχος συζητητής υπέροχος χορευτής, υπέροχος καβαλιέρος γενικά. Εκείνη γοητεύτηκε μαζί του. Συνήθως, ένας Λογοτέχνης, ένας ποιητής δεν είναι και τόσο πολύ fan ξεφαντώματος, ανεκδότων και τα συναφή. Μα τούτος ο νεαρός συνδύαζε όλα αυτά με μια μίξη σε σωστή αναλογία και το αποτέλεσμα γοητευτικό. Ιππότης, ποιητής, όμορφος, ετοιμόλογος, ατακαδόρος, ερωτικός, αναρχικός, εξτρεμιστής, ορθολογιστής, νομοταγής, ΤΕΛΕΙΟΣ.

Και αναπόφευκτα η Κλαίρη τον ερωτεύτηκε ακαριαία.

Ήταν ο άντρας του ονείρου, βγαλμένος όχι από κανένα φθηνό σαχλό Άρλεκιν, αλλά από τα ακριβά όνειρα που κάθε κορίτσι κάνει κρυφά και που το ξέρει πως δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ.

Οι φίλοι, τους έβλεπαν να χορεύουν σφιχτά και τους καμάρωναν. Ήταν δύο παιδιά αγαπητά και όλοι ήλπιζαν η σχέση τους -που πίστευαν ότι έχουν- θα κρατούσε καιρό, χωρίς να προσδιορίζουν το πόσο. Θεέ μου αυτό το ΟΣΟ, θα ήταν τέλειο, σκεπτόταν η Κλαίρη. Όποιο και αν ήταν το μέλλον, ό,τι και αν τους επεφύλασσε, βραδιά σαν ετούτη θα έμενε χαραγμένη στην καρδιά και το μυαλό της. Και μόνο για κάτι τέτοιες βραδιές άξιζε κανείς να ζει…

Πάνω κάτω τα ίδια σκεπτόταν και εκείνος.

Ήταν ναι το  τέλειο ραντεβού με τον Έρωτα, με τα βέλη του ευθύβολα και στα μεγάλα του κέφια. Αφορμή για ποιήματα εκείνος. Αφορμή για εγγραφή τέλειου μυθιστορήματος εκείνη.

Ο ποιητής.

Η συγγραφέας.

Τόσο ο ένας όσο και η άλλη, σκαρφαλωμένοι σε ένα σύννεφο ροζ (τι άλλο; ). Αλήθεια, τι θα ήταν η ζωή μας, χωρίς ποίηση, χωρίς μυθοπλασία;

Και πάνω σ’ αυτό το σύννεφο και μ’ αυτό σαν όχημα, άρχισαν το μαγικό τους ταξίδι.

Το συννεφάκι αρμένιζε σε έναν ουρανό ανέφελο, σκάφος που το ναύλωσε ο έρωτας για να πάει τσάρκα το ζευγάρι της εύνοιάς του με καπετάνιο τον ίδιο. Ένα σκάφος που δεν κινδύνευε να μείνει μήτε από καύσιμα μήτε από βλάβη στο μηχανοστάσιο. Ήταν απ’ αυτά που βγαίνουν από έναν ταρσανά πειραματικά ένα στο τόσο, μένοντας να δει ο κατασκευαστής τι απήχηση θα έχει στο καταναλωτικό κοινό, για να δει αν θα προβεί σε μαζικές κατασκευές.

Τυχερός ο κάτοχός του.

Για πόσο;

Για όσο…

Η ώρα είχε πάει δύο.

Κανένας από τη συντροφιά δεν έλεγε να φύγει  κάνοντας την αρχή της διάλυσης του πάρτι.

Μια φίλη της παρέας, έπρεπε να είναι στο αεροδρόμιο το αργότερο στις 5π.μ.. Που σημαίνει ότι εκεί γύρω στις 3 θα έπρεπε να φύγει.

Κάποιος έριξε την ιδέα να την συνοδεύσει όλη η παρέα. Δηλαδή, άλλη μια δικαιολογία παράτασης χρονικής του πάρτι αυτού, τ’ ονείρου.

Ο Αιμιλιανός με την Κλαίρη μετά από τον συνεχή χορό ένιωθαν εξουθενωμένοι μα πανευτυχείς. Και όταν η ώρα έγινε 03π.μ. ζήτησαν ευγενικά συγγνώμη και την κατανόησή τους να μην πάνε μαζί τους γιατί αν το έκαναν θα κοιμόντουσαν μέσα στο μετρό ή το αυτοκίνητο, διαλέξτε και πάρτε.

Και έμειναν μόνοι οι δυο τους σε ένα σπίτι άδειο, να περάσουν μια βραδιά αξέχαστη, κάνοντας έρωτα ξανά και ξανά υπό το σεληνόφως και μουσική όχι Μπετοβενική αλλά της φύσης, με το θρόισμα των δέντρων και το μονότονο τραγούδι του γκιόνη που ποιος ξέρει αν τραγουδούσε κι’ αυτός για να γιορτάσει κάτι δικό του αυτό το μαγεμένο βράδυ, γι’ αυτό και δεν έλεγε να σταματήσει το τραγούδι του το μονότονο.

Αγαπήθηκαν λοιπόν ξανά και ξανά, θαρρείς και έπρεπε να κορεστεί η επιθυμία του ενός για τον άλλο, σαν να επρόκειτο να μην είναι ποτέ ξανά μαζί.

Τόσο ο ένας όσο και η άλλη, ήξεραν καλά ότι στη μελλούμενη ζωή τους τέτοιας παρόμοιας ομορφιάς και μαγείας νυχτιές δύσκολο να ζήσουν. Ήταν κάτι Θείο και πέραν του κόσμου τούτου. Ο Έρωτας αυτοπροσώπως και όχι δια αντιπροσώπου, είχε μπει στα κορμιά δύο πανέμορφων ανθρώπων και τα πυρπολούσε με μια φωτιά εξαγνισμού που την σωματική επαφή την μετουσίωνε σε ποίημα και μουσική. Να γιατί ο άνθρωπος βρίσκει τον μικρό αυτό θεό τον ωραιότερο όλων των συναδέλφων του.

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν από το αεροδρόμιο, τους βρήκαν εκεί στην  ταράτσα να κοιμάται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου…

Η Αριάδνη δεν τους ξύπνησε. Άπλωσε ένα σεντονάκι πάνω τους, γιατί είχε πιάσει και ένα πρωινό αγιάζι. Οι υπόλοιποι έφυγαν για τα σπίτια τους και η οικοδέσποινα κατέβηκε στο δωμάτιό της να κοιμηθεί 2-3 ωρίτσες γιατί αισθανόταν λιώμα.

*

Ο δεσμός του ζευγαριού κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο χωρίς να έχουν στην ουσία χωρίσει ούτε μια ημέρα.

Κάποια στιγμή όμως συνέβησαν απρόβλεπτα γεγονότα. Η αίτηση του Αιμιλιανού για Πανεπιστήμιο της Γαλλίας εγκρίθηκε για μεταπτυχιακά και έπρεπε να στείλει την απάντησή του εντός 15 ημερών, αν δέχεται ή όχι. Εκείνος το απέρριψε αμέσως, μα η Κλαίρη τον έπεισε ότι θα ήταν κρίμα να διώξει μια τέτοια ευκαιρία, που άλλωστε εκείνος την ονειρευόταν όπως της είχε εξομολογηθεί.

Έτσι, εκεί που δεν χώριζαν λεπτό ήρθε όχι μόνον ο χρόνος μα και η απόσταση να τους χωρίσει.

Τα γράμματα, τα mails, τo skype, πυκνά. Και τελείως ξαφνικά σταμάτησαν τα πάντα από πλευράς Αιμιλιανού. Μαράζωσε η Κλαίρη, δεν ήξερε τι να υποθέσει. Δεν παραπονέθηκε, τόσο από υπερηφάνεια όσο και από μοιρολατρία. Δεν ήταν άλλωστε από τους τύπους των γυναικών που εκβιάζουν καταστάσεις.

Τι σήμαινε που ο Αιμιλιανός δεν επικοινωνούσε; Μα τι άλλο; Ότι δεν τον ενδιέφερε η Κλαίρη πια. Η πλήρης εφαρμογή της ρήσης: ‘‘Μάτια που δεν βλέπονται’’ κ.τ.λ.

Κατάπιε λοιπόν την απογοήτευση και την πίκρα της και συνέχισε τη ζωή της όπως και συνέχισε να τον αγαπάει το ίδιο πολύ το ίδιο ιδανικά το ίδιο δοτικά όπως στην αρχή, δεν ξέχασε τίποτα απ’ όσα έζησαν. Αναμασούσε τις αναμνήσεις της, ζώντας τις ξανά και ξανά. Ούτε για μια στιγμή δεν είπε ‘‘γυρίζω σελίδα’’. Ήξερε τον εαυτό της. Αυτό, δεν θα το έλεγε ποτέ.

Οι αναμνήσεις της έγιναν βιβλία και τα βιβλία της αυτά ήταν η διέξοδός της. Η έξοδος κινδύνου από το σκοτεινό τούνελ μιας ζωής που δεν την ζούσε μα μόνο την θυμόταν, πάντα ζωηρά πάντα το ίδιο έντονα, νιώθοντας το ίδιο ρίγος στην ανάμνησή της.

Έγινε γνωστή, πολύ γνωστή. Οι κριτικές διθυραμβικές. Και ο καιρός περνούσε. Έτσι κύλησαν πέντε ολόκληρα χρόνια από το τελευταίο mail του. Η σειρήνα της ξενιτιάς τον σαγήνευσε, γιατί και η ίδια γοητεύεται από ανθρώπους ποιότητας και αξίας σαν αυτόν. Εύκολα δεν αφήνει να της ξεφύγουν τέτοιες ευκαιρίες. Και τον έδεσε γερά. Έτσι σκεπτόταν η κοπέλα.

Η Κλαίρη όλα αυτά τα πέντε χρόνια δεν έμαθε για τον Αιμιλιανό το παραμικρό. Θαρρείς και εξαερώθηκε και πήγε να ζήσει σε άλλον πλανήτη του Στερεώματος. Και όχι μόνον αυτή αλλά και η καλή της φίλη η Αριάδνη της είπε ποτέ μια λέξη γι’ αυτόν. Που σημαίνει τι; Ότι κι εκείνη δεν γνώριζε τίποτα για την τύχη του κολλητού της φίλου. Γι’ αυτό και η Κλαίρη ποτέ δεν την ρώτησε.

Να έκανε καλά;

Ίσως όχι…

Αχ αυτή η περηφάνια και ο εγωισμός!

Μα αν κάτι άλλο είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του, τι νόημα λοιπόν θα είχε να παίρνει πληροφορίες;

Επιπλέον, ξέροντας από πρώτο χέρι τι δίνει ο Αιμιλιανός όταν αγαπά, (κατά πώς λέει και ο Ανατόλ Φρανς και έχει απόλυτο δίκιο), οτιδήποτε άλλο, φάνταζε μικρό και μίζερο. Θα ήταν σε μια νέα ή σε νέες σχέσεις, οπόταν τι νόημα θα είχε να έκανε εκείνη αισθητή την παρουσία της;

Τα πράγματα ήταν αυτονόητα, και παράλληλα θέμα ανθρώπου. Απλά ο Αιμιλιανός δεν άντεξε. Αλλιώς αγαπούν οι άντρες ακόμα και οι ποιητές. Απλά στις επιδερμικές τους σχέσεις δίνουν ένα ποιητικό περιτύλιγμα.

Έτσι νόμιζε.

Μα να ήταν έτσι;

Ακολούθησε ο ποιητής της την αντρική πεπατημένη;

Αν αυτό εκείνη πίστευε τελικά, έπεφτε τελείως έξω.

Τελείως όμως. Και θα δούμε το γιατί…

Η Κλαίρη, φρόντιζε να απασχολείται επί 24ώρου βάσεως με τη δουλειά της αφ’ ενός και με το γράψιμο αφ’ ετέρου. Ίδρυσε έναν φιλόδοξο μικρό εκδοτικό οίκο, τον στελέχωσε με άτομα που γνώριζαν καλά το αντικείμενο και λάτρευε αυτή της την δραστηριότητα.

Καθημερινά ραντεβού με συγγραφείς με ποιητές, καλλιτέχνες και τρέξιμο τρελό με τις εκδόσεις της.

Έτσι τα κατάφερνε να διώχνει την μαυρίλα της ψυχής της. Αυτό δεν ήταν επάγγελμα τελικά, ήταν ένα σαγηνευτικό ποίημα και δεν επέτρεπε στον εαυτό της ανάπαυλες, τις οποίες, αν υπήρχαν, τις κάλυπτε με γράψιμο γράψιμο, γράψιμο. Κατάφερνε έτσι να εξισορροπεί την φυσική της αστάθεια που δημιουργήθηκε από την άβυσσο που ανοίχτηκε μπροστά της με την απουσία εκείνου. Το μοναδικό της διάλειμμα, αυτό που με το ζόρι επέτρεπε στον εαυτό της, ήταν μια φορά στις 15ημερες να πηγαίνει στης Αριάδνης για απογευματινό καφέ.

Διάλειμμα!!! Έξυπνη δικαιολογία για να βαφτίσει έτσι το προσκύνημα στις αναμνήσεις της, κάνοντας ακριβώς την ίδια διαδρομή με το μετρό και ζωντανεύοντας ένα όνειρο που δεν έλεγε όχι να σβήσει, αλλά έστω να ξεθωριάσει κατ’ ελάχιστον.

Το ζωντάνευε λεπτό το λεπτό με θρησκευτική θα λέγαμε ευλάβεια, θυμούμενη όλες τις λέξεις που είχαν ανταλλάξει ακόμη και τις ανείπωτες.

Σε ένα από αυτά τα προσκυνήματα στον Έρωτα που ήταν το ίδιο δυνατά φορτισμένο, μπήκε στο μετρό και κάθισε στην αγαπημένη της θέση. Εύκολο να την βρίσκει κάθε φορά, γιατί η ώρα που πάντα επέλεγε ήταν βραδινή και ο κόσμος ελάχιστος.

Απέναντί της καθόταν μια νεαρή συμπαθέστατη μικρομάνα με το ζιζάνιο βλαστάρι της να μη βρίσκει ησυχία. Βολόδερνε με ένα τόπι που κάθε τόσο και λιγάκι του έφευγε από τα χέρια και το κυνηγούσε μέσα στο βαγόνι

Η μάνα του είχε πια απαυδήσει, το μάλωσε και όταν για τελευταία φορά του ξανάφυγε από τα χέρια, τού απαγόρευσε να ψάξει να το βρει.

Η Κλαίρη έκανε γούστο το μικρό διαβολάκο και επειδή τα μικρά, είτε διαβολάκια ήταν, είτε αγγελάκια, τα λάτρευε, θέλησε να τού συμπαρασταθεί. Σηκώνεται λοιπόν από το κάθισμά της αφήνοντας την τσάντα της και ένα βιβλίο στην άδεια της θέση και βάλθηκε να ψάχνει για το τόπι του μικρού, αφού προηγουμένως τού έκλεισε το μάτι συνωμοτικά και καθησυχαστικά ότι το τόπι του θα το εύρισκε εκείνη.

Και εδώ είναι που λένε ότι:

Όλα για κάποιο λόγο γίνονται.

Η μπάλα, το αγαπημένο παιχνίδι των αγοριών, είχε σταματήσει στα πόδια ενός νέου άντρα, ο οποίος δεν φάνηκε να έχει αντιληφθεί τι συνέβη με το τόπι και με το φράγμα των ποδιών του. Το πρόσωπό του στραμμένο προς το παράθυρο, με τόσο ενδιαφέρον ως εάν να έβλεπε κάτι το πολύ σπουδαίο εκεί έξω που το έβλεπαν τα δικά του μάτια μόνο.

Η Κλαίρη τον κοίταξε κατάπληκτη, έσκυψε, έπιασε τη μπάλα και  εμβρόντητη ξαναγύρισε στη θέση της έτοιμη να λιποθυμήσει.

Αναμφίβολα ήταν εκείνος.

Όλα αυτά συνέβησαν δύο ακριβώς θέσεις μπροστά από τη δική της προς το αριστερό μέρος του βαγονιού. Και αυτός ήταν ο λόγος που προηγουμένως δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Ξεχνώντας να δώσει  το τόπι στον μικρό αυτός την κοιτούσε με απορία, τέλος το έδωσε ζητώντας συγγνώμη. Φαίνεται όμως ότι θα είχε χάσει το χρώμα από το πρόσωπό της γιατί η νεαρή μητέρα με έκδηλο ενδιαφέρον έσκυψε και την ρώτησε τι της συμβαίνει, καθώς της είπε ότι το πρόσωπό της ήταν κάτασπρο θαρρείς και το αίμα είχε στραγγίξει και το είχε αδειάσει μέχρι την τελευταία του σταγόνα.

Αφού πέρασαν οι πρώτες δραματικές στιγμές και με υπεράνθρωπη προσπάθεια άρχισε να συνέρχεται  και να σκέπτεται το τι έπρεπε να κάνει.

Να του μιλήσει;

Να προσποιηθεί ότι δεν τον είδε;

Ήταν τέτοια  η ταραχή της που όταν ήρθε η δική της στάση και έπρεπε βέβαια να κατέβει, τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Έτσι  τον είδε να κατεβαίνει με μια νεαρή κοπέλα που την κρατούσε αγκαζέ και να χάνεται μέσα στη νύχτα. Να ήταν λες κάποιος που του έμοιαζε;

Να είχε κάποιον δίδυμο αδελφό; Θα παραήταν πολλές οι συμπτώσεις.

Όχι. Δεν έκανε λάθος. Ήταν εκείνος. Ακόμη και το λατρεμένο μικρό του τσουλούφι που έπεφτε ανέμελα, ατίθασα στο μέτωπό του, ήταν εκεί.

Και τώρα τι υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνει; Δεν άντεχε να κατέβει στην επόμενη στάση και να επιστρέψει στης Αριάδνης. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. Έτσι συνέχισε το υπόγειο ταξίδι της.

Κάποια στιγμή και με μεγάλη προσπάθεια κατέβηκε και παίρνοντας ξανά το μετρό επέστρεψε σπίτι της.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάρει την Αριάδνη τηλέφωνο για να δικαιολογήσει την απουσία της. Ακούει τη φίλη της να της λέει:

«Έλα βρε αγάπη μου, ανησύχησα. Μόλις ετοιμαζόμουν να σε πάρω εγώ. Σου συνέβη κάτι έκτακτο;»

«Όντως κάτι μου συνέβη, όμως μην ανησυχείς. Όλα under control.Απλά ήμουν λίγο κουρασμένη». Και συνέχισε δήθεν ανάμελα: «Μόνη σου είσαι;»

«Ναι… Δηλαδή όχι ακριβώς…»

«Είσαι κορίτσι μου μόνη σου ή δεν είσαι; Τι θα πει ‘όχι ακριβώς;’ Σαν  να μη μου τα λες καλά Αριάδνη».

Η Κλαίρη ήθελε λίγο να πιέσει να εξαναγκάσει την κολλητή της να προβεί στην εξομολόγηση που περίμενε. Έβλεπε όμως ότι η άλλη δεν το είχε σκοπό. Και τότε η Κλαίρη θύμωσε και μάλιστα θύμωσε πολύ. Σίγουρα ο Αιμιλιανός πήγαινε στης Αριάδνης. Γιατί εκείνη της το έκρυβε; Μη και δεν γνώριζε αυτή καλύτερα από τον καθένα την απελπισία, την μαυρίλα που σκέπασε τη ζωή της φίλης της; Δεν ήταν εκείνη που περισσότερο και από την ίδια την Κλαίρη απορούσε και θύμωνε από την απίστευτη εξαφάνιση του κολλητού της φίλου; Δεν έπρεπε λοιπόν τώρα να την ενημερώσει για την απρόσμενη εμφάνισή του; Και κάτι άλλο. Αν ήθελε να το κρατήσει μυστικό από την Κλαίρη ας μας πει η φίλη η πιστή, τι θα γινόταν αν η Κλαίρη απόψε αντί να γυρίσει σπίτι της, πήγαινε στο σπίτι της Αριάδνης; Θα έκρυβε σε κανένα ντουλάπι τον Αιμιλιανό, αυτόν τον φυγάδα του έρωτα, τον αποστάτη τον επίορκο τον…

Πόσο θυμωμένη αισθανόταν και με τους δύο!!!

Με μιας, έχασε και την τυφλή εμπιστοσύνη που είχε στην Αριάδνη.

Σύμφωνοι. Ο Αιμιλιανός έπαιξε μαζί της, την βαρέθηκε, την ξέχασε. Μια ιστορία κι’ αυτή σαν τόσες και τόσες δακρύβρεχτες και σπαρακτικές.

Της φίλης της όμως την συμπεριφορά δεν μπορούσε ούτε να την καταλάβει, μα φυσικά ούτε και να την συγχωρήσει.

Την επομένη, την μεθεπομένη δεν της τηλεφώνησε. Αυτό δεν ξανασυνέβη από καταβολής της έναρξης της φιλίας τους εδώ  και έναν αιώνα. Από τότε δηλαδή που γνωρίστηκαν αγαπήθηκαν και δέθηκαν με τους πιο γερούς δεσμούς φιλίας. Ήταν αυτοκόλλητες. Ήξερε η  μία πότε φτερνιζόταν η άλλη. Γνώριζε η μία τις μύχιες σκέψεις της άλλης και πάει λέγοντας. Και έρχεται τώρα η Αριάδνη να κρύψει από την Κλαίρη της ένα τέτοιο γεγονός, τη στιγμή που ήξερε ότι περνούσε από το μυαλό της Κλαίρης και μία φοβία μήπως και είχε συμβεί κάτι το τρομερό στον Αιμίλιο, πράγμα για το οποίο η Αριάδνη προσπαθούσε να την αποτρέψει να σκέπτεται και να βασανίζεται.

Άρα λοιπόν ήταν κατά πολύ χειρότερη από τη συμπεριφορά του πρώην καλού της. Δύο αγάπες μεγάλες οι μεγαλύτερες και ουσιωδέστερες της ζωής της την πρόδωσαν ανερυθρίαστα και κυρίως άπονα. Δεν ήθελε να ξανακούσει για κανέναν από τους δύο πλέον.

Την Τρίτη μέρα κατά τας Γραφάς (!) η Αριάδνη ανησύχησε που η φίλη της όχι μόνον δεν είχε δώσει σημεία ζωής μα και τα τηλεφωνά της τα είχε κλειστά και από τον εκδοτικό οίκο δεν είχαν ιδέα για το πού βρισκόταν. Τρελάθηκε η Αριάδνη. Κάτι θα έπαθε το κοριτσάκι της. Κατέφθασε σπίτι της και άρχισε να κτυπάει  τα κουδούνια ακόμη και των γειτόνων της να τους ρωτήσει μη και την είχαν δει. Όταν οι  προσπάθειές της απέβησαν άκαρπες αποφάσισε να καταγγείλει στην αστυνομία την εξαφάνισή της φίλης της.

Παναγιά μου! Λες με την στενοχώρια που περνούσε να έδωσε τέλος στη ζωή της; Αυτή  ήταν μια απειλητική σκέψη που πέθαινε την Αριάδνη τα πέντε αυτά βασανιστικά χρόνια.

Κατέβαινε λοιπόν με το ασανσέρ με σκοπό να πάει στο Αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς.

Σκεπτόταν το τι θα τους έλεγε αν την ρωτούσαν γιατί ανησυχούσε τόσο πολύ, αφού μπορεί να είχε πάει κανένα ταξίδι.  Τι να τους έλεγε; Ότι ήταν αδύνατον η φίλη της να είχε κάνει κάτι τέτοιο και εκείνη να μη το γνώριζε; Θα το καταλάβαιναν, ή θα την έβλεπαν κάπως πονηρά; Όλα να τα περίμενε κανείς. Και έτσι όπως έβγαινε από το ασανσέρ έπεσε κατ’ ευθείαν πάνω στην Κλαίρη.

«Κύριε των Δυνάμεων. Εσύ είσαι μωρό μου; ΠΟΥ στην ευχή είσαι και δεν σε βρίσκω πουθενά;»

«Και ούτε που θα με ξαναβρείς» της απάντησε η Κλαίρη ψυχρά και απότομα.

«Πώς είπατε αγαπητή μας φιλενάδα; Το ξαναλέτε παρακαλώ γιατί ένα πρόβλημα με τα αφτιά μου το έχω οφείλω να ομολογήσω».

«Αριάδνη, δεν θέλω να σε ξαναδώ. Είναι τόσο απλό».

«Μάλιστα. Είναι όντως απλό. Εκείνο όμως που δεν είναι απλό είναι το ΓΙΑΤΙ. Και ξέρεις αυτό ΑΠΑΙΤΩ να το μάθω πριν κι εγώ σε στείλω από κει που ήρθες. Λέγε. Ακούω».

«Πάμε επάνω, μη τσακωνόμαστε σαν κυρά Κατίνες έξω από ένα ασανσέρ» της λέει η Κλαίρη παγερά.

Η Αριάδνη, αν δεν ήταν τόσο πολύ σοκαρισμένη από την συμπεριφορά της φίλης της θα έδειχνε θυμωμένη τόσο πολύ που δεν θυμόταν να είχε ξανανιώσει για άνθρωπο  δικό της.

Ανέβηκαν λοιπόν χωρίς να ανταλλάξουν άλλη κουβέντα.

«Κάθισε» της είπε η Κλαίρη ακόμη πιο ψυχρά.

«Κούλαρε, καλά είμαι και όρθια. Πες μου περιληπτικά, με τίτλους κατ’ αρχήν, τι στο διάολο συμβαίνει. Ας λείπουν τα ορεκτικά. Κατ’ ευθείαν στο κυρίως πιάτο. Λέγε…»

«Γιατί δεν μου είπες για την άφιξη του Αιμιλιανού;»

«Στάσου γιατί το πρόβλημα με το αφτί μου πρέπει να έχει ξαφνικά επιδεινωθεί. Ποιος είπες ότι αφίχθη παρακαλώ;»

«Για τον κοινό μας φίλο και για ένα φεγγάρι αγαπημένο μου, αν θυμάσαι».

«Τον γνωστό μας Αιμιλιανό, αυτόν που πήγε στα ξένα και σε ξέχασε εννοείς;»

«Αυτόν».

«Τι να σου πω γι’ αυτόν; Ό, τι ξέρεις εσύ, ξέρω κι εγώ».

«Ναι ε; Το λες και δεν κοκκινίζεις Αριάδνη, γιατί; Γιατί μου έκρυψες ότι τον βλέπεις;»

«Κλαίρη αρκετά. Σταμάτα γιατί ειλικρινά με κούφανες εντελώς. Και από τα δυο  τα έρμα τα αφτιά μου. Τι λες μωρέ; Εγώ βλέπω τον ομορφονιό σου; Σαν να μου λες ότι θα έκανα αυτόν καλύτερα από την φίλη και αδελφή μου, ε; Ίσως εσύ να έκανες κάτι τέτοιο, όχι  όμως κι εγώ. Το ’χασες ολωσδιόλου από τη στενοχώρια σου, δεν εξηγείται διαφορετικά. Είπαμε, αλλά όχι κι ’έτσι. Άκου Κλαίρη, έχεις πρόβλημα που χρίζει ιατρικής βοηθείας. ΤΙ ΛΕΣ ΜΩΡΕ; Εγώ βλέπω τον Αιμιλιανό; Αν δεν κάνω λάθος και αν με έχεις αφήσει να έχω σώας τας φρένας, ο κύριος ο περί ου ο λόγος λείπει στα εξωτερικά εδώ και μια πενταετία δεν είναι έτσι;»

«Έτσι νόμιζα κι’ εγώ. Μέχρι πριν τρεις ημέρες που τον είδα μπροστά μου χωρίς εκείνος να με αντιληφθεί. Γιατί αν το είχε κάνει, θα σου το είχε φαντάζομαι πει, για να λάβεις κι εσύ τα μέτρα σου».

«Ενώ τώρα εγώ τα μέτρα μου δεν τα πήρα και μ’ έπιασες να ψεύδομαι ασύστολα. Αυτό δεν μου λες;»

«Αυτό».

«Κλαίρη, συγγνώμη, μα άντε στο διάολο μωρό μου και ακόμη πιο μακριά. Λοιπόν, και μόνον χάριν της αλήθειας, σου λέω ότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα για αυτά που είπες και αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που ακούς από το στόμα αυτής που βλακωδώς νόμιζε ότι είναι η καλύτερή σου φίλη. Να μη σε ξαναδώ μπροστά μου. Ακούς; Ποτέ…» είπε η Αριάδνη και έφυγε κτυπώντας την πόρτα πίσω της, με μάτια που γυάλιζαν από κρατημένα δάκρυα που προσπαθούσε να τα εμποδίσει να ξεχυθούν σαν τσουνάμι και να κατακλύσουν τις… σκάλες που κατέβαινε τρέχοντας με τα πόδια, γιατί το να κλειστεί στο κουβούκλιο του ασανσέρ είχε την αίσθηση ότι θα σταματούσε να μπαίνει αέρας στους βρόγχους της. Πνιγόταν. Ζούσε έναν εφιάλτη, έναν παραλογισμό.

Ήταν η Κλαίρη με τα καλά της;

Η Κλαίρη παραφρόνησε;

Ο Αιμιλιανός ήταν εδώ;

Πού εδώ;

Πού τον είδε;

Μα τι σημασία είχαν οι επί μέρους λεπτομέρειες; Εκείνη συνόψιζε στο εξής:

Εκείνος ήταν κάπου εδώ και η Κλαίρη νόμιζε ότι η Αριάδνη το ήξερε και δεν της είπε τίποτα, για άγνωστο λόγο… Και επειδή η κοπέλα ήταν fan της δικαιοσύνης απεφάνθη ότι αν όντως τα πράγματα ήταν όπως τα περιέγραψε η… ‘σαλεμένη’ της  φίλη, στη θέση της και εκείνη ίσως έτσι θα φερόταν. Τι ‘ίσως;’, σίγουρα να λες.

Για μια στιγμή, είπε να γυρίσει πίσω να εξηγηθεί και να λυθεί αυτή η ανόητη παρεξήγηση. Δεν το έκανε. Όχι από εγωισμό αλλά για να τσεκάρει πόσο ακόμη θα το τραβούσε η Κλαίρη. ΑΝ εξακολουθούσε να πιστεύει για πολύ ακόμη αυτά τα ανήκουστα που της είπε. Αυτό πολύ απλά θα  σήμαινε ότι ο θείος δεσμός που τις ένωνε είχε διαρραγεί σαν μια σπονδυλική στήλη που την πυροβόλησαν και άφησαν ένα κορμί παράλυτο χωρίς ελπίδα αποκατάστασης όποια προσπάθεια και αν κατέβαλαν και οι δύο πλευρές.

Η Αριάδνη ένιωσε την ανάγκη να πιει κάτι δυνατό, να βάλει το αίμα της σε κυκλοφορία γιατί όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερο το ένιωθε να παγώνει.

Μπήκε στο σούπερ μάρκετ μπροστά από το οποίο είχε παρκάρει το αυτοκίνητό της, αγόρασε ένα ουίσκι. Έφυγε και στο πρώτο εύκαιρο μέρος που βρήκε μπροστά της, σταμάτησε και ήπιε μια γερή γουλιά από το μπουκάλι, έτσι όπως έβλεπε να κάνουν πολλές φίλες της και τις κορόιδευε για την απρέπειά τους.

‘Αριάδνη κορίτσι μου μη ξανά κοροϊδέψεις κανέναν’ μουρμούρισε και επιτέλους ξέσπασε σε δυνατό κλάμα.

Αφού έκλαψε, έκλαψε και το ευχαριστήθηκε, ένιωσε ένα βάρος να ξεπλακώνει το στήθος της και έβαλε μπρος. ‘Έλα μωρέ, μια κρίση περνάει και η φιλία μας. Τι να κάνουμε, είναι της μόδας οι κρίσεις στη ζωή μας τον τελευταίο καιρό. Εμείς θα την αντιμετωπίσουμε χωρίς Βαρουφάκηδες και Commission,’παρηγορήθηκε.

( σημ. Μπράβο Johnnie Walker, καλό της έκανες… )

*

Όχι. Άλλο ποτό δεν ήπιε η κοπέλα. Οδηγός νομοταγής, υπεύθυνο άτομο, δεν θα διακινδύνευε την σωματική ακεραιότητα των συμπολιτών της χάριν της προσωπικής της απογοήτευσης. Με λίγες ασκήσεις Γιόγκα που λίγο πριν έκανε, συνήλθε αρκετά έβαλε μπρός, αποφασισμένη αν ένιωθε την ανάγκη, να συνεχίσει το κλάμα της στο σπίτι της, μόνη αυτή, με την απελπισία της.

Μόνο που τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Έξω από την πόρτα της βρήκε την Κλαίρη καθισμένη στα σκαλιά, μια Κλαίρη αξιοθρήνητη. Οι δυο φίλες αγκαλιάστηκαν. Χωρίς να πουν λέξη μπήκαν στο σπίτι αγκαλιά και η Κλαίρη έσπευσε να φτιάξει για τις δυο τους έναν καφέ Ελληνικό, δυνατό, γλυκό, και καυτό, σαν τον ιδανικό άντρα όπως συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας. Σαν κι’ αυτόν που είχε και τον έχασε. Με τη μόνη διαφορά ότι ο καφές ήταν εκεί, δεν χανόταν, σταθερή αξία, του χεριού της. Να ‘θελε και τον άντρα έτσι η δεσποινίς; Έδιωξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό της μετά βδελυγμίας. Άντρα ήθελε δίπλα της, όχι μαριονέττα…

Δόθηκαν εξηγήσεις εκατέρωθεν και η Αριάδνη το συμπέρασμα που έβγαλε ήταν ότι ο Αιμιλιανός αν ήταν στην Ελλάδα και δεν ήταν ένας σωσίας του, έκανε αυτή τη διαδρομή μέχρι το σπίτι της κάνοντας ένα είδος προσκυνήματος στη χαμένη του αγάπη του, για το πώς γνωρίστηκαν. Το ερώτημα όμως που την απασχολούσε ήταν γιατί ενώ έφθανε μέχρι το σπίτι της δεν της κτύπησε την πόρτα αφ’ ενός και βέβαια γιατί ενώ είδε την Κλαίρη δεν της μίλησε. Και κάτι άλλο βασικό: Να ήταν η μοναδική φορά που έκανε αυτή τη διαδρομή;

Αν συνέβαινε αυτό, τότε ναι, το Σύμπαν τους έπαιζε παιχνίδια. Αλλά για κάποιο λόγο που μόνο κείνο γνώριζε, τελικά κιότεψε, υπαναχώρησε και λίγο ακόμα όχι μόνον δεν θα συνέβαινε μια ευτυχισμένη επανασύνδεση αλλά θα είχαμε και μια ρήξη οριστική ανάμεσα στις δυο στενές φίλες.

Κάθισαν λοιπόν οι δυο τους ψύχραιμα και νηφάλια και έστησαν το δικό τους παιχνίδι, το δικό τους σχέδιο. Αποφάσισαν καθημερινώς την ίδια  πάντα ώρα η Κλαίρη να κάνει την ίδια διαδρομή με το μετρό των 9μ.μ., βρέξει χιονίσει που λένε. Σχέδιο διάρκειας ενός μηνός. Αν η υποψία που πέρασε από το μυαλό τους είχε μια βάση, τότε τον Αιμιλιανό θα τον ξανάβλεπαν. Και το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή την ίδια κιόλας ημέρα…

Δεν έπεσαν έξω. Την ίδια εκείνη ημέρα η Κλαίρη είδε αυτόν που τέλος πάντων νόμιζε ότι ήταν εκείνος.

Η καρδιά της να κτυπάει τόσο γρήγορα που για μια στιγμή φοβήθηκε ότι τόσο γρήγορα που κτυπούσε τόσο και γρήγορα θα σταματούσε τους κτύπους της μην αντέχοντας αυτόν τον φρενήρη ρυθμό της. Πολύ θέλει ο άνθρωπος λες;

Εκείνος δεν ήταν μόνος.

Πάλι μαζί του η νόστιμη κοπελίτσα που ήταν και την άλλη φορά. Φαινόταν να του επιδαψιλεύει τέτοιες περιποιήσεις που η Κλαίρη απόρησε. Αν συνέβαινε το αντίθετο να το καταλάβαινε, μα τούτο δω ήταν μα την αλήθεια too much, σκεπτόταν η Κλαίρη μένοντας κυριολεκτικά μαρμαρωμένη. Και όταν σαν σε όνειρο, τους είδε να σηκώνονται για να κατέβουν στην γνωστή στάση, σηκώθηκε και αυτή μηχανικά κάνοντας το ίδιο. Αισθανόταν τη ζωή της να φεύγει από το κορμί της λεπτό το λεπτό, χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα.

Χρειαζόταν την επαλήθευση τηs Αριάδνης που περίμενε εκεί έξω. Τους είδε. Το βλέμμα του Αιμιλιανού φευγαλέα ακούμπησε πάνω της χωρίς να την αναγνωρίσει ακριβώς όπως είχε συμβεί και με τη φίλη της. Μαρμάρωσε η κοπέλα. Μόλις που πρόλαβε να πιάσει την Κλαίρη  αγκαλιά και να την σπρώξει να καθίσει στο παγκάκι πριν της πέσει κάτω λιπόθυμη.

«Κουράγιο μωρό μου, κουράγιο» της ψιθύρισε ξέπνοα. «Δεν γίνεται, κάποια εξήγηση θα πρέπει να υπάρχει. Ωραία, σήμερα δεν του μιλήσαμε. Ίσως μας απέτρεψε η παρουσία του κοριτσιού. Μα την επόμενη φορά, είτε με κορίτσι είτε χωρίς, εγώ θα του μιλήσω αν και νομίζω ότι ΕΣΥ πρέπει να κάνεις αυτή την κίνηση».

Στις δύο κοπέλες πάντως είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν τι ήταν ακριβώς αυτό το κάτι, όμως και οι δυο τους το ένιωθαν. Μια κάποια αστάθεια στο βάδισμα του άντρα, οι υπερβολικές περιποιήσεις της κοπέλας, τα Γαλλικά της, το βλέμμα εκείνου το λίγο χαμένο και το χαμόγελο που έδειχναν άλλοτε τα μάτια του, ανύπαρκτο.

Ίσως πάλι να ήταν και η ιδέα τους.

Ξαφνικά η Αριάδνη το εντόπισε.

«Κλαίρη άκουσέ με. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην είναι αυτός. Είναι ΑΥΤΟΣ κορίτσι μου. Με είδε έστω και φευγαλέα και δεν με γνώρισε. Τι διάβολο τόσο πολύ αλλάξαμε και οι δυο μας μέσα σε μια πενταετία; Το ερώτημα όμως που γεννάται είναι: ΜΑΣ  ΕΙΔΕ;»

«Τι λες κορίτσι μου; Τι θα πει μας κοίταξε αλλά δεν μας είδε;»

«Αυτό που εννοώ. Είτε το μυαλό του είναι συνεχώς αλλού κι αλλού, είτε δεν μπορούσε να μας δει γιατί απλά δεν βλέπει».

«Μα εσύ θα με τρελάνεις. Αριάδνη μου, τι λες; Ο Αιμιλιανός είναι τυφλός; Αυτό μου λες;»

«Δυστυχώς αυτό σου λέω και μακάρι να κάνω λάθος».

Οι δύο κοπέλες αναστατωμένες αποφάσισαν να συνεχίσουν το σχέδιό τους της παρακολούθησης του μετρό των 9.

Ένα άλλο ερώτημα που τις βασάνιζε ήταν γιατί κατέβαινε στη στάση του σπιτιού της Αριάδνης και πού πήγαινε; Απ’ ό, τι ήταν σε θέση να ξέρει ούτε αυτή ούτε αυτός είχαν γνωστούς στην περιοχή.

Το επόμενο βράδυ επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή. Όταν η Κλαίρη μπήκε στο βαγόνι της ήταν εκεί τόσος πολύς κόσμος που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν εκείνος ήταν μέσα. Όσο όμως περνούσαν οι στάσεις και το μετρό αποφορτίζονταν τον πήρε το μάτι της να κάθεται στην ίδια του θέση συνοδευόμενος από την ίδια κοπέλα.

Την πόνεσε η καρδιά της.

Πόσο  εύκολα την αντικατέστησε στην καρδιά του! Φαινόταν ξένη και ήταν όμορφη. Μα και η Κλαίρη θυμόταν ότι ένα βράδυ πέντε χρόνια πριν, της είχε πει ότι δεν είχε δει στη  ζωή του ωραιότερη κοπέλα. Λόγια, λόγια! Λόγια ενθουσιασμού και μόνο. Αλλά εκείνη πίστεψε την κάθε λέξη του και  τον αγάπησε απεριόριστα. Να γιατί πονούσε τόσο πολύ τώρα.

Όσο  πλησίαζε η στάση της Αριάδνης τόσο η Κλαίρη αισθανόταν να φεύγει η ζωή της από την αγωνία. Και η σκηνή επαναλήφθηκε σαν σε καρμπόν. Οι ίδιες περιποιήσεις της κοπέλας, το ίδιο κενό βλέμμα εκείνου.

Όταν το ζευγάρι κατέβηκε η Κλαίρη  τους ακολούθησε μεν μα δεν αισθανόταν καλά. Κάτι σαν επερχόμενη λιποθυμία ένα πράγμα και έως ότου την πλησιάσει η Αριάδνη, η  Κλαίρη μηχανικά έβγαλε από την τσάντα της το spray άρωμά της να ψεκάσει το  πρόσωπό της με blaze, το άρωμα που ήταν σήμα κατατεθέν της που εκείνος το λάτρευε.

Συνήθιζε να της λέει, ότι και με κλειστά μάτια να ήταν, και μόνος, όταν μύριζε το άρωμά της ήξερε ότι κάπου κοντά ήταν και η Κλαίρη.

Έβαλε λίγο άρωμα, λοιπόν, γιατί νόμιζε ότι έτσι θα βοηθιόταν να αναπνεύσει γιατί ένιωθε τον αέρα να πετρώνει στην ατμόσφαιρα. Το ζευγάρι με τη Γαλλίδα 3-4 βήματα πιο πέρα σταμάτησε απότομα.

Βλέπουν τον Αιμιλιανό να οσφραίνεται τον αέρα και να ψιθυρίζει σιγανά αλλά όχι τόσο που να μην ακουστούν τα λόγια του: «Κλαίρη, Κλαίρη».

Τα κορίτσια σάστισαν.

Κοίταξε η μία την άλλη και η Κλαίρη οδηγημένη είτε από ένστικτο είτε από τη Μοίρα της, είτε ακόμη-ακόμη από τους συνωμότες του Σύμπαντος που λέγαμε κάπου πριν, χωρίς να το πιστεύουμε βέβαια, πλησίασε και του είπε σιγανά: «Εδώ είμαι αγάπη μου. Είσαι καλά;» Ρώτησε σαν αυτό που ρωτούσε να  ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου.

Η κοπέλα που τον κρατούσε από το μπράτσο τον οδήγησε να καθίσει στο παγκάκι με τον Αιμιλιανό να έχει αγκαλιάσει την Κλαίρη και να την φιλάει σαν τρελός.

«Αγάπη μου αγάπη μου δεν είναι δυνατόν. Είσαι εσύ ή ακόμη μία μου παραίσθηση; Θεέ μου αν πρόκειται για παραίσθηση κάνε να συνεχιστεί, αλλά αν είναι αλήθεια κάνε να μη τελειώσει…»

Έκλαιγαν όλοι.

Πώς μπορεί κάποιος να περιγράψει τη σκηνή πιο γλαφυρά χωρίς να χαρακτηριστεί μελό;

Οι δυο φίλες οδήγησαν το ζευγάρι στο σπίτι και εκεί τα έμαθαν όλα.

Αυτό πια δεν ήταν σπίτι, ήταν ο Ναός της ίδιας της Αγάπης. Εδώ γεννήθηκε η Αγάπη τους και σ’ αυτό συνεχίζονταν τα θαύματά της… Γιατί, μια στιγμή άκουσαν τον Αιμιλιανό να λέει στην Κλαίρη: «Τι όμορφη που είσαι αγάπη μου! Ωραιότερη απ’ ό, τι σε κρατούσα στα μάτια του μυαλού και της καρδιάς μου».

Η Γαλλίδα τα έχασε.

«Αιμιλιανέ mon cher ami, ΒΛΕΠΕΙΣ;» τον ρώτησε η Γαλλίδα κατάπληκτη. «Έγινε λοιπόν αυτό ακριβώς αυτό που μας είπε ο γιατρός. Μια δυνατή συγκίνηση σε τύφλωσε και μια εξ’ ίσου δυνατή συγκίνηση σου επέστρεψε την χαμένη σου όραση».

Εν μέσω δακρύων χαράς και  απρόσμενης ευτυχίας τους εξήγησε η Γαλλίδα τι είχε συμβεί στο παλικάρι.

Όπως ξέρουμε, τόσο η Κλαίρη όσο και ο Αιμιλιανός αφού έδωσαν όρκους Αγάπης απομακρύνθηκαν αναγκαστικά για λίγο για τα μεταπτυχιακά τους. Εκείνος στη Γαλλία εκείνη στις Η.Π.Α.

Καθημερινά αντάλλασαν μηνύματα στο internet, μέχρι τη στιγμή που τα μηνύματα σταμάτησαν μαχαίρι από εκείνον. Τι είχε συμβεί;

Αυτό που συμβαίνει τις πιο πολλές φορές:

ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ!!!

Κάποια κοπέλα από την παρέα του Αιμιλιανού κρυφά ερωτευμένη μαζί του, μια ημέρα δήθεν αδιάφορα του πάσαρε την πληροφορία ότι η εν Αθήναις πλέον Κλαίρη τα έφτιαξε με τον αδερφό της και ήταν τρελαμένη μαζί του.

Ο ερωτευμένος ποιητής Αιμιλιανός, ένιωσε δυνατό shock που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει μέσα σε μια εβδομάδα την όρασή του. Στο νοσοκομείο που τον μετέφεραν οι φίλοι του  διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως βλάβη ότι η απώλεια της όρασης ήταν το αποτέλεσμα shock και ότι ένα επίσης δυνατό shock θα την επανέφερε. Και ο καιρός περνούσε, μα βελτίωση δεν διαφαινόταν γιατί ίσως εκείνος είχε παραιτηθεί. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Έβλεπε μόνον κάτι σκιές και αφού μπορούσε να αυτοεξυπηρετείται δεν τον ένοιαζε. Το πήρε απόφαση  ότι τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά ήταν καταστρεμμένος. Ευτυχώς που τουλάχιστον είχε προλάβει να πάρει το πτυχίο του.

Άρχισε να ψιλοεργάζεται για να ζήσει και δεν θέλησε ποτέ να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ευτυχώς  που η ιδιωτική ασφάλεια που του είχαν κάνει οι δικοί του επέτρεπε κάποιες παροχές και έτσι είχε την Γαλλιδούλα αυτή να τον βοηθάει  στις μετακινήσεις του. Και επειδή ακόμη και ο μεγαλύτερος πόνος της Αγάπης κάποια στιγμή μετριάζεται, θέλησε μια φορά για λίγο έστω, να επιστρέψει στην Πατρίδα για να αποτίσει φόρο τιμής σ’ εκείνο το φιλικό του σπίτι που έζησε την αρχή της Αγάπης του. Θέλησε να ζήσει και να ξαναζήσει τη σκηνή της γνωριμίας στο τρένο με την Κλαίρη εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ στο metro των 9, ένα είδος προσκυνήματος δηλαδή.

Δεν είναι μόνο ο δολοφόνος που ξαναγυρνάει στον τόπο του εγκλήματος. Είναι και οι αναμνήσεις που απαιτούν ένα κάποιο ζωντάνεμά τους. Και όπως τους είπε η Γαλλίδα ήταν μεγάλη  τύχη που συναντήθηκαν αυτοί οι δύο άνθρωποι απόψε, γιατί ήταν το τελευταίο βράδυ τους στην Ελλάδα.

Τι σου κάνει τελικά λοιπόν η Μοίρα όταν το θέλει!

Έτσι η Γαλλιδούλα επέστρεψε μεν στο Παρίσι αλλά μόνη της.

Για τη συνέχεια τώρα τι να πούμε; Καθένας μπορεί να την φανταστεί και να της δώσει τη μορφή ανάλογα με την σκηνοθετική και σεναριογραφική ικανότητα της φαντασίας του.

Τελικά ναι:

Όλα για κάποιο λόγο γίνονται.

Δεν θα σταματήσω ποτέ να το λέω…

 

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη