“The sick doll”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Ήταν έξι. Ώρα βραδινή, αρχές Φλεβάρη. Το σπίτι κρύο, τα ξύλα είχαν σχεδόν τελειώσει απ’ τα μέσα του προηγούμενου μήνα, στη μεγάλη παγωνιά, όταν το χιόνι στοιβάχτηκε σε λευκές, αφράτες νιφάδες καλύπτοντας τα πάντα και φτάνοντας τούς ενενήντα πόντους.

Τα πρώτα μέτρα έβγαιναν εύκολα. Το κομμάτι εξάλλου ήταν lento κι αυτό της έδινε το χρόνο να κυλάει από δακτυλισμό σε δακτυλισμό χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεται για να προετοιμάσει το κάθε μέτρο που έπονταν.  Το αριστερό της χέρι έπαιζε στο κλειδί του φα, σολ-σι ύφεση-ρε. Το δεξί της χέρι στο κλειδί του σολ και σολ φυσικό. Έτσι -αργά και μελωδικά- γέμιζε μελαγχολία το άδειο σπίτι.

Στο σαλόνι που βρίσκονταν το παλιό ξύλινο πιάνο, το μόνο φως που τους κράταγε συντροφιά έβγαινε από ένα αντικέ αμπαζούρ από λευκό όνυχα, τοποθετημένο ψηλά για να μπορεί να βλέπει και να διαβάζει τις παρτιτούρες. Κρύο. O μικρός έπαιζε ήρεμα καθισμένος στο χαλί δίπλα της, φασκιωμένος με ένα σωρό μάλλινα. Ζωγράφιζε ουράνια τόξα και χρυσαφένια κουλουράκια. Πάντα δίπλα της, ποτέ μόνη της. Πάντα μαζί της, σαν επέκταση του ίδιου της του κορμιού, σαν φως. Η μεγάλη της, η μόνης της ίσως, παρηγοριά.

Εκείνη το μόνο παραπανίσιο που φορούσε ήτανε μια φθαρμένη ζακέτα. Κρύωνε, ναι, μα αυτό την κράταγε ζωντανή, την κράταγε ξύπνια. Την κράταγε θυμωμένη για να ‘χει το κουράγιο να αγωνίζεται. Το τζάκι σβηστό. Κάνανε οικονομία στα λίγα ξύλα που είχαν απομείνει κι ανάβανε τη φωτιά μόνο τα βράδια.

Ώρα επτά και δέκα. «Μαμά, πεινάω», της είπε. Με μιας τα δάκτυλά της πάγωσαν. Παύση. Παύση. Παύση. Παύση. Τέταρτα τέσσερα. Το στομάχι της ανακατεύτηκε βίαια. Όχι, δεν ήταν από τη δική της πείνα. Ήταν από την δήλωση του παιδιού της. Τι να το τάιζε, νότες; Γύρισε σιγά-σιγά προς εκείνον. Έσκυψε και τον σήκωσε στην αγκαλιά της. Έπειτα, τον απίθωσε απαλά δίπλα της στο σκαμπό, σαν να υπήρχε φόβος μη σπάσει στα χέρια της και χαθεί.

-Ε, λοιπόν, παίζουμε ένα παιχνίδι; του είπε, ενώ στα ματιά της λίμναζε νερένια η απόγνωση. Μέχρι να έρθει ο πατέρας σου, θες να δούμε ποιος θυμάται τις πιο πολλές νότες; Κι όποιος κερδίσει…

-Τι μανούλα μου, τι όποιος κερδίσει; τη ρώτησε εκείνος και στα ματάκια του λαμπύρισαν όλες οι παιδικές του ελπίδες. Γλυκό; Θα φάει γλυκό;

Εκείνη έστριψε ελαφρά το κεφάλι της κοιτώντας προς το ταβάνι και καμώθηκε πως σκεφτότανε αν θα του κάνει τη χάρη. Ύστερα τον λοξοκοίταξε πονηρά και του χαμογέλασε.

-Ναι, γλυκό! Διπλή μερίδα! Θα φτιάξω λουκουμάδες με μέλι! Πάει; τον ρώτησε τάχαμου προκαλώντας τον.

-Πάει! συμφώνησε ο μικρός και τοποθέτησε τα χεράκια του στα πλήκτρα.

Ώρα οκτώ, σχεδόν. Κι εκείνοι χαρούμενοι, σχεδόν. Παίζανε το θλιμμένο τους κομμάτι, ξανά και ξανά, εκείνη εσκεμμένα με λάθη, ο μικρός είχε μάθει τα πρώτα τέσσερα μέτρα απ’ έξω. Κι όλο τον χάιδευε και τον επαινούσε. Κι όλο έκανε ότι προσπαθούσε να τον κερδίσει. Και πάνω που ο τέλειωνε ο κλεμμένος χρόνος της, άκουσαν το κλειδί στην πόρτα.

-Ο μπαμπάς! είπε ο μικρός κι έτρεξε να τον αγκαλιάσει όλο λαχτάρα. Μου ‘λειψες! Η μαμά θα φτιάξει λουκουμάδες με μέλι! Την κερδάω, να ξέρεις! Πες μαμά, εγώ δεν κερδάω;

Εκείνη είχε ήδη σηκωθεί και στεκότανε όρθια πίσω από τον μικρό, κοιτάζοντας τον άντρα της στα μάτια, κρατώντας την ανάσα της. Το κουρασμένο του πρόσωπο συσπάστηκε κι ένα χαμόγελο ομόρφυνε τα χείλη του.

-Και βέβαια θα φτιάξει! απάντησε. Αυτό είναι το δίκαιο αφού κέρδισες! Κι ύστερα ανταπέδωσε το βλέμμα στη γυναίκα του, προτείνοντάς της με το ένα του χέρι μια σακούλα με τα λιγοστά ψώνια που του είχε ζητήσει το πρωί, πριν φύγει αχάραγα για τη δουλειά.

-Ελπίζω να φτάσουν, της είπε απολογητικά.

-Θα φτάσουν και θα περισσέψουν, του απάντησε κι αναστενάζοντας ανακουφισμένη  αλάφρυνε  το βάρος που της έσφιγγε την καρδιά σαν μέγγενη. Λοιπόν, συνέχισε σε κεφάτο τόνο, πάω να φορέσω την ποδιά μου και ξεκινάω αμέσως! Μία μερίδα λουκουμάδες για τον νικητή έρχεται!

Γυρνώντας την πλάτη της και πηγαίνοντας προς την κουζίνα, άφησε επιτέλους τα μάτια της να τρέξουν.


*Tchaikovsky, Children’s Album, Op 39, The sick doll [https://www.youtube.com/watch?v=tlOtaQLf-a8]

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    17 Ιουνίου 2017 at 21:56

    “Κρύωνε, ναι, μα αυτό την κράταγε ζωντανή, την κράταγε ξύπνια. Την κράταγε θυμωμένη για να ‘χει το κουράγιο να αγωνίζεται.”
    Πόσος πόνος, πόση απόγνωση, πόσα αδιέξοδα…
    Πολύ όμορφο, πολύ ευαίσθητο Κατερίνα μου!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη