«The scavenger», γράφει η Μαρία Πανούτσου

“Τις Κυριακές σπάω την μονοτονία του πρωινού και πηγαίνω στα γιουσουρούμ.

Κάθομαι με τις ώρες και χαζεύω όλα αυτά τα αντικείμενα που προέρχονται από ανθρώπους

και θα καταλήξουν πάλι σε ανθρώπους.
Κούπες, μικροφλυτζανάκια, χρωματιστά μπουκαλάκια, σταχτοδοχεία, κουμπιά,

βεντάλιες, καπέλα, γυαλιά, πολυθρόνες, πιατέλες, κορνίζες, φτερά, πίπες, τσαγιέρες, παλιές φωτογραφίες,

 παλιά βιβλία, παλιοί δίσκοι, παπούτσια, ψάθινες καρέκλες, μικρά αγαλματίδια, υφάσματα, κλειδιά.” [1]

 

Η ζέστη  υποφερτή. Ένα αεράκι  δημιουργεί φαντασίωση. Από μακριά η φωνή τού παλιατζή. «Ό,τι έχετε παίρνω». Μια μικρή παύση  καθώς γράφω. Σήμερα δεν ήπια καφέ. Αφήνομαι  στη δροσιά του νερού και στους ήχους της γειτονιάς. Ο παλιατζής   μου θυμίζει τον Μάρκο. Όταν ήταν μικρούλης δυο χρονών περίπου  και περνούσε ο παλιατζής,   κάτι πάθαινε,  δεν ξέρω στο μικρό του κεφαλάκι που όλα ήταν τόσο πρωτόγνωρα   τι συνέβαινε,  ίσως γιατί στο Λονδίνο που μένει,   να μην είχε παρόμοια ακούσματα, έτσι αυτή η  λίγο παράξενη παραμορφωμένη φωνή  από την ντουντούκα, λίγο  άγρια  και η λέξη ‘’παλιατζής’’  ποιος ξέρει τι του γεννούσε στο μυαλό. Και με το άκουσμα της φωνής, ο μικρούλης,  έτρεχε μαγεμένος στη βεράντα  να   τον δει. Αυτό ήταν  η πρώτη και μετά  κάθε φορά   τα ίδια,  κάθε φορά   που περνούσε ο παλιατζής. Ο Μάρκος  μεγαλώνοντας κατέβαινε  στην αυλή και πήγαινε κατευθείαν στην καγκελόπορτα του σπιτιού του. Από μακριά μύριζε η  θάλασσα  αφού το σπίτι  ήταν δέκα λεπτά με αργό βηματισμό  προς την θάλασσα, στον Άλιμο. Ακόμη  και τώρα  που είναι  13 χρονών νεαρός κύριος,  εντυπωσιάζεται με το άκουσμα του παλιατζή.

Όταν έρχεται στην Κέα   κάποια καλοκαίρια, του αρέσει  να σκαλίζει τα συρτάρια μου, τα ντουλάπια. Επεξεργάζεται  όλα τα παλιά αντικείμενα που μαζεύω και δεν μπορώ  ποτέ να πετάξω    και χαίρομαι που έκτος από μένα και ένας άλλος άνθρωπος, και μάλιστα  ένα μικρό παιδί,  ενθουσιάζεται με   όλα αυτά. Και βέβαια ποιος θα ενθουσιαστεί  παρά ένα παιδί! Ενώ οι μεγάλοι με παρακινούν  να τα καθαρίσω…. Ακριβώς όπως ο παλιατζής.  Όλοι γνωρίζουν την αγάπη  μου για το  γιουσουρούμ.  Το κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Τις ατέλειωτες ώρες  που πέρασα χαζεύοντας τα βιβλία, τα κύπελλα,  τα φορέματα,  αλλά κυρίως τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ναι… τα πρόσωπα… Μα και ο πατέρας μου  για τα πρόσωπα πήγαινε.

Φώτο: Κώστας Παπαντωνίου & Νάσια Ντάλλα

Κάθε ένα αντικείμενο έχει την ιστορία του, το φως του,  το χρώμα του,  τη μυρωδιά και την ενέργειά του. Ο Μάρκος τα αισθάνεται όλα αυτά,  γι’ αυτό και εγώ καλώς τα έχω κρατήσει  τόσα χρόνια.  Από τη δική μου παιδική ηλικία θυμάμαι και εγώ τον παλιατζή. Νομίζω ότι η γιαγιά μου η Μαρία μια φορά τον είχε καλέσει και εγώ κοιτούσα λίγο   ξαναμμένη  τον σκουρόχρωμο άνδρα με τις κινήσεις γεμάτες  σιγουριά και   δύναμη,  να ξεχωρίζει   τα πράγματα  της γιαγιάς…  Και εγώ   επίσης  όταν πέθανε η πεθερά μου  πέταξα ένα δωμάτιο πράγματα. Αλλά  κράτησα πολλά περισσότερα δικά της. Και κυρίως την αισθητική μιας άλλης εποχής που δεν γνώριζα και που τώρα μου φαίνεται ότι δεν απέχει   και τόσο πολύ  από μένα, όσο αρχικά πίστευα. Τα αντικείμενα θέλουν το χρόνο τους  για να επικοινωνήσουν μαζί μας… Αν τα πετάξεις χάνεις όλη τη σοφία που μεταφέρουν. Είναι περίεργο πόσο  αλλάζουν  και τα ίδια μορφή, ανάλογα την εποχή που σε βρίσκουν και σε ποια κατάσταση  σε βρίσκουν.

Θα ήθελα να γράψω σήμερα  για τη  συνέχεια των πραγμάτων,  αλλά δεν  θα το κάνω. Θα  αφήσω ένα μικρό κενό  πριν προχωρήσω και θα μείνω  σε μια εικόνα  ενός scavenger, στο road market  στο  Portobello στο Λονδίνο. Γύρευα  ένα γραφείο μικρό, εποχής  για μια παράσταση  που θα  έπαιζα. Δεν περίμενα να βρω το γραφείο που είχα στην παράσταση στην Αθήνα, αλλά κάτι  παρόμοιο. Είχα κουραστεί να ψάχνω. Στον τελευταίο παλαιοπώλη,  έφτασα με  την απόφαση «ό,τι βρω θα το πάρω», δεν είχα άλλο χρόνο. Εκείνη την ώρα, ένας παλιατζής έφερνε την καινούργια του πραμάτεια στο παλαιοπωλείο.  Δεν είχα προλάβει να μπω στο μαγαζί.  Και ξαφνικά  δεν ξέρω πως έγινε -κι εγώ δεν το πιστεύω ακόμη και τώρα, σαν να μιλώ για κάποιον άλλον, όχι για μένα-  είδα το γραφείο να το κατεβάζουν δυο άνδρες από την καρότσα. Ήταν το γραφειάκι μου, αυτό που χρειαζόμουν. Χαμογέλασα στον scavenger και  εκείνος  ανταπόδωσε γενναιόδωρα  το χαμόγελο,  χωρίς να ξέρει  το γιατί…


[1] Απόσπασμα από ένα διήγημα της Μαρίας Πανούτσου με τον τίτλο  «Η Αναστασία  της πόλης».

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη