Ο ύπνος έμελλε να είναι ο μοναδικός, ένα μεσημέρι κάπου στης Αμμόχωστου τα μέρη.
Θα ήταν Φεβρουάριος, ο ήλιος έλαμπε, η ατμόσφαιρα ζεστή. Το μεσημέρι γυρνούσαμε από το σχολείο και επιστρέφαμε για τα απογευματινά μαθήματα.
Ξάπλωσα για λίγο στο δωμάτιό μου και είδα ένα όνειρο.
Ότι κολυμπούσα σε μια θάλασσα ασπριδερή.
Όταν ξύπνησα κατάλαβα πως τον ύπνο αυτό δεν θα τον ξεχνούσα ποτέ.
Ήταν όπως έπρεπε να είναι ο ύπνος, βαθύς σε όλο του το βάθος, γλυκός τόσο που όλα τα μέλη του σώματος να αφήνονται χωρίς κανένα επιπλέον χαρακτηριστικό και το όνειρο μια μικρή λεπτομέρεια.
Όταν ξύπνησα ήταν λεμόνια και πορτοκάλια στο πανέρι, ακριβώς απέναντι από το μονόκλινο κρεβάτι μου τοποθετημένα από τους γονείς μου. Μου άρεσε να γλύφω το εσωτερικό των πορτοκαλιών και των λεμονιών και μετά να τα τρώω.
Ήμουν μικρή αλλά μεγάλη μέσα μου.
Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ζούσαν τότε, δεν ήξερα πως θα φύγουν μια μέρα και εγώ θα γίνω μια μοναχική ενήλικη ανάμεσα σε τόσο κόσμο.
Από την μέρα εκείνη, έχει μείνει το μπλε τσόχινο κασκέτο μου, που φορούσα στο σχολείο και η αίσθηση αυτού του ύπνου, σαν ένα στοιχείο που πρέπει να αποκρυπτογραφήσω, μια μόνιμη υπενθύμιση, ότι κάποτε ζούσα απόλυτα την κάθε στιγμή, χωρίς να το συνειδητοποιώ, το κάθε τι, για το κάθε τι χωρίς τίποτα επιπρόσθετο.
Βλέποντας μια φωτογραφία, το κάστρο της Αμμόχωστου, αν και προτιμώ την λιγότερη επίσημη ονομασία του Κάστρου, ‘τον Πύργο του Οθέλου’ από ένα άλμπουμ των γονιών μου, που τώρα μου ανήκει.
Αθήνα, 2002
Επεξηγήσεις σε ενεργά links:
[1] Siesta
[2] Αμμόχωστος
Αφήστε το σχόλιο σας