“Raymond Carver”, γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Ποιοι «κρύβονται» πίσω από τα βιβλία που αγαπάμε; Σε αυτό το ερώτημα έρχεται να απαντήσει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος, σκιαγραφώντας τη ζωή και το έργο αγαπημένων συγγραφέων του παγκόσμιου λογοτεχνικού στερεώματος.

Ο Τόλης Αναγνωστόπουλος, συγγραφέας ο ίδιος αλλά και αγαπημένος φίλος, εμβαθύνει σε αθέατες πλευρές αξιόλογων λογοτεχνών, δίνοντάς μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε τους συγγραφείς πίσω από τα βιβλία.

Μία φορά το μήνα, κάθε 19, στις 9 το βράδυ, ραντεβού εδώ, με τον Τόλη και τους «Συγγραφείς σε πρώτο πλάνο».

Καλωσορίζουμε στη Λόγω Γραφής τη νέα μας στήλη «Συγγραφείς σε πρώτο πλάνο» και τον φίλο συγγραφέα Τόλη Αναγνωστόπουλο, ευχόμενοι καλές αναγνώσεις και μακρά συνεργασία.

 

Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα, συγγραφέας

Διευθύντρια της Λογοτεχνικής Ιστοσελίδας «Λόγω Γραφής»

 

 

 


 

Ρέιμοντ Κάρβερ / Μικρό Βιογραφικό

Ο Ρέιμοντ Κάρβερ γεννήθηκε στο Όρεγκον, το 1938 και πέθανε τον Αύγουστο του 1988 στην Ουάσινγκτον. Μεγαλωμένος σε μια προβληματική οικογένεια με πατέρα βίαιο και αλκοολικό και μητέρα παραιτημένη από τη ζωή, έζησε τη φτώχεια, την ανεργία και τους καυγάδες. Παντρεύτηκε στην  ηλικία των δέκα εννέα  ετών την κατά τρία χρόνια μικρότερή του Μαίρη-Ανν και έκαναν γρήγορα δύο παιδιά. Για να επιβιώσουν αλλάζουν συχνά σπίτια και  δουλειές. Και κάπου εκεί το συγγραφικό δαιμόνιο τον επισκέπτεται. Αντλεί θεματολογία από την ίδια του τη ζωή και τους ανθρώπους που συναναστρέφεται.  Η οικονομική ανέχεια τον αναγκάζει να κυνηγάει τα προς το ζην μη έχοντας χρόνο για τη μεγάλη του αγάπη, το γράψιμο. Όποτε βρίσκει ελάχιστο χρόνο αλλά και χώρο γράφει.  Το 1976 εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων Λοιπόν, θα πάψεις σε παρακαλώ;, με την οποία θέτει υποψηφιότητα για το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 κατορθώνει να κερδίσει χορηγία του Ιδρύματος Γκουγκενχάιμ και υποτροφία από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων και  έτσι βρίσκει τους πόρους για να ασχοληθεί μόνο με τη συγγραφή. Με τη  συλλογή διηγημάτων «Καθεδρικός ναός»  το 1983 είναι υποψήφιος για βραβείο Πούλιτζερ.

Αναλύοντας τον Κάρβερ

Ο Ρέιμοντ Κάρβερ είναι ο βασικός εκπρόσωπος του αμερικανικού λογοτεχνικού μινιμαλισμού. Σε μια εποχή που όλοι κυνηγούσαν το αμερικάνικο όνειρο και ο υλισμός και καταναλωτισμός ήταν σε έξαρση, αγνόησε επιδεικτικά την περιρρέουσα ευδαιμονία. Με ρεαλισμό, στρωτή γλώσσα και στεγνές περιγραφές ανέδειξε καθημερινούς ανθρώπους της βιοπάλης , με προβλήματα που προσπαθούν να λύσουν, αλλά μοιάζουν να μην τα καταφέρνουν. Και αυτό γιατί ένα άλλο χαρακτηριστικό του είναι το απότομο κλείσιμο των διηγημάτων του που μοιάζει άκομψο πολλές φορές. Σα να κόβει το αφηγηματικό του νήμα απότομα. Είναι  όμως ένα μέρος της δαιμόνιας τεχνικής του να μη βάζει την τελευταία πινελιά αφήνοντας τους ήρωες στη μοίρα τους και τον αναγνώστη στο τιμόνι, να σκεφτεί, να βάλει τα δικά του φίλτρα και να αποφασίσει αυτός κατά μια έννοια για την τύχη τους. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως αρκετές φορές δεν υπάρχει και αρχή στις ιστορίες. Εισερχόμαστε απότομα σε ένα δωμάτιο, σε ένα αυτοκίνητο σε ένα αεροδρόμιο και παρακολουθούμε απλές κινήσεις και ομιλίες αληθινών ανθρώπων. Φθηνά ξενοδοχεία, ανεργία, αλκοόλ, αποτελούν το background των περισσότερων διηγημάτων του. Αν και η πλειοψηφία αυτών  είναι «ηττημένοι», κλεισμένοι σε μια καθημερινότητα και ρουτίνα που είτε προσπαθούν κάτι να αλλάξουν είτε παραιτούνται και είναι δέσμιοι εξαρτήσεων όπως για παράδειγμα το ποτό. Σε κανένα ίσως κείμενο του συγγραφέα δεν καταφέρνει κάποιος από τους πρωταγωνιστές την πολυπόθητη υπέρβαση. Παρά τα θέματά τους, ο Carver δεν μπαίνει ποτέ στην εύκολη λύση να προσθέσει μελοδραματισμό ούτε χρησιμοποιεί λογοτεχνικά «καρικεύματα».

Επιλέγει να αναπτύξει το ψυχολογικό προφίλ  ανθρώπων που  είχαν  στόχους και όνειρα αλλά δεν κατάφεραν να τα πραγματοποιήσουν για διαφορετικούς λόγους. Αυτοί οι ήρωες έχουν πολλά να σου πουν μπορείς να τους χτίσεις πιο εύκολα  και να τους καταλάβεις. Είναι απίστευτο το γεγονός πως διαβάζοντας Κάρβερ καταλαβαίνεις και εσύ αλλά και οι ίδιοι οι ήρωές του πως δύσκολα θα βρεθεί φως στη ζωή τους. Φαίνονται εγκλωβισμένοι στις άχαρες ζωές τους και το βλέμμα τους είναι σχεδόν πάντα μελαγχολικό. Σε όλα τα διηγήματα υπάρχουν  οι παύσεις, οι σιωπές αλλά και  διασκορπισμένα τραύματα. Άλλα μπορούν να επουλωθούν άλλα όχι. Ο Carver είναι έντιμος και ειλικρινής καθώς προβάλλει  την πραγματικότητα ως έχει, την αλήθεια αφτιασίδωτη. Αν και αυτή πολλές φορές είναι ανεπιθύμητη. Τα κείμενά του είναι μικρά αλλά πολύ περιεκτικά. Στην ουσία μιλάμε για στιγμιότυπα της ζωής των ηρώων. Τους χτίζει αριστοτεχνικά με «λίγες γραμμές». Δεν περισσεύει τίποτα, ούτε τελεία.

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

Με μια φράση: «Γράφω, γράφω τον καημό μου»

Στα είκοσι δύο διηγήματα της συλλογής «Λοιπόν, θα πάψεις σε παρακαλώ» ασχολείται κυρίως με την κρίση στο θεσμό της οικογένειας, το τέλμα στην ερωτική ζωή των ζευγαριών. Χαρακτηριστικά  παραδείγματα οι «Γείτονες» και η  «Ιδέα», όπου  τα ζευγάρια φαντάζονται πολλές φορές να ζουν τη ζωή των άλλων επιχειρώντας να υποδυθούν τους δικούς τους ρόλους καταλύοντας κάθε έννοια ιδιωτικότητας. Σα να κοιτάνε μονίμως από μια κλειδαρότρυπα.

Όπως και στους «Αρχάριους», όπου τα ζευγάρια αναπολούν παλιές καλές στιγμές που δεν μπορούν με τίποτα να βρουν στο παρόν. Αυτό βλέπουμε στο «Κιόσκι» αλλά και στο «Θέλεις να δεις κάτι;», που η γυναίκα «ελευθερώνεται» κάνοντας εξομολόγηση και απολογισμό μπροστά στον σύζυγο της, έστω και αν αυτός κοιμάται.

Στον «Καθεδρικό Ναό» έχουμε πάλι μικρά ψυχολογικά δράματα αλλά οι πρωταγωνιστές μοιάζουν πιο ζωντανοί.

Στήνει ιστορία ακόμα και από ένα αντικείμενο, όπως στο «Χαλινάρι». Ένας άνεργος με τη νέα του σύζυγο και τα δύο του παιδιά από τον πρώτο  γάμο,  προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του μετά την οικονομική καταστροφή που υπέστη, αγοράζοντας και ποντάροντας όλα τα λεφτά του σε ένα άλογο κούρσας.

Στο ομώνυμο διήγημα (Καθεδρικός Ναός) ο ήρωας αρχικά φαίνεται αρνητικά προδιατεθειμένος απέναντι στον τυφλό επισκέπτη, φίλο της γυναίκας του. Σιγά-σιγά όμως μέσα από τα μάτια του θα δει αλλιώς τον κόσμο και την ουσία της ζωής. Σχεδιάζουν από κοινού έναν καθεδρικό ναό, ο ήρωας «μπαίνει στα παπούτσια» του τυφλού αλλάζοντας  τρόπο σκέψης και θεώρησης των πραγμάτων. Μετράει ο άνθρωπος πάνω από όλα, όπως γράφει ο  Κάρβερ: «Βάλε τώρα και μερικούς ανθρώπους. Γίνεται καθεδρικός ναός χωρίς κόσμο;»

Στη «Συντήρηση» έχουμε την  περίπτωση ενός άνδρα άνεργου, looser, χωρίς τη δύναμη να σηκωθεί  από τον καναπέ ο οποίος τρομοκρατείται όταν το ψυγείο χαλάει και άρα πρέπει να δράσει.

Και στο κορυφαίο «Μια μικρή παρηγοριά ο Κάρβερ επιλέγει να δώσει μια πιο ευχάριστη πινελιά στο  τέλος του (κάτι που δε συνηθίζει) ίσως γιατί αυτό είναι το σκληρότερο διήγημά του αφού πραγματεύεται το θάνατο ενός παιδιού μετά από ατύχημα την ημέρα των γενεθλίων του. Τις μέρες που οι γονείς ζουν τον εφιάλτη τους καθώς το σπλάχνο τους μένει σε κώμα, το τηλέφωνο του σπιτιού χτυπάει συνέχεια. Ο ζαχαροπλάστης που έχουν παραγγείλει την τούρτα γενεθλίων του παιδιού, τους ενοχλεί. Όταν όλα έχουν τελειώσει για το παιδί, πάνε από το μαγαζί με σκοπό να του επιτεθούν. Αυτός απολογείται ζητώντας τους να μαλακώσουν. Τους προφέρει ζεστά κουλουράκια κανέλας και συζητάνε μέχρι το πρωί, χωρίς να έχουν διάθεση να φύγουν.

Συγγραφικό Ισοζύγιο

Ο Carver δεν έχει σφιχτή πλοκή στα διηγήματά του, δεν φιλοδοξεί να εντυπωσιάσει και να ξαφνιάσει αλλά να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών. Τα κείμενά του μικρά -όχι κουραστικά- εξαιρετικά συμπυκνωμένα, πρέπει να διδάσκονται σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής.

Γράφει με τέτοια αφοπλιστική ειλικρίνεια και απλουστευτική γλώσσα που κάποιοι μπορεί να πουν πως δεν έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Αυτός όμως χωρίς φιλολογικούς καλλωπισμούς απλά αφηγείται, διηγείται ιστορίες ανθρώπων όπως είναι. Μας δίνει στιγμιότυπα, εικόνες, αλλά δεν παίρνει τους ήρωες από το χέρι για να δώσει λύση. Δεν είναι δουλειά του. Για αυτό και αποφεύγει να χρησιμοποιεί συμπερασματικούς συνδέσμους (άρα, επομένως, γιατί). Έχω την αίσθηση ότι θα απαντούσε για τον ωμό ρεαλισμό του ως εξής: «Ό,τι καταλάβατε, καταλάβατε κυρίες και κύριοι. This is dirty realism».

Εξάλλου ο ρεαλισμός στην εποχή αυτή δεν μπορεί να μην είναι ωμός και σκληρός. Δεν χρειάζεται να το κάνει εικόνα ο Carver. Αρκεί απλά να το δούμε.

Μόνο θετικό μπορεί να είναι το πρόσημο για έναν τόσο σπουδαίο συγγραφέα που αποτελεί για πολλούς τον αναμορφωτή της μικροαφήγησης με την μικρή πλοκή, την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και το άψογο σμίλεμα του ψυχολογικού προφίλ των ηρώων του

Και για το τέλος:

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

«Η λογοτεχνία που με ενδιαφέρει κυρίως έχει αναφορές στον πραγματικό κόσμο. Καμιά από τις ιστορίες μου δεν συνέβη στην πραγματικότητα, φυσικά. Όμως πάντα υπάρχει κάτι, ένα στοιχείο, μια κουβέντα που κάποιος μου είπε ή που άκουσα στην πραγματικότητα από τα οποία ξεκινώ».

 


[Πηγή φωτογραφίας Raymond Carver: www.irishtimes.com/culture/books/what-we-talk-about-when-we-talk-about-love-by-raymond-carver-1981-in-praise-of-older-books-1.3505575 ]

 


ΤΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε  Διοίκηση Νοσοκομείων. Γράφει ασταμάτητα, όχι πολύ αισιόδοξα, αλλά με δόσεις χιούμορ. Δε θέλει να μοιάσει σε κανένα συγγραφέα, όπως και δε θέλει κανένας να του μοιάσει – για το καλό του. Αγαπά το βιβλίο και μάχεται για αυτό, αλλά και για αξίες όπως η φιλία και ο σεβασμός. Ακούει περίεργη μουσική, προτιμά το βουνό από τη θάλασσα, το ποδήλατο από το αυτοκίνητο. Είναι μονίμως οργισμένος και συνήθως απαισιόδοξος αλλά στο τέλος πάντα βρίσκει τρόπο να ελπίζει και να γελά. Η οικογένεια και οι φίλοι του απλά τον ανέχονται.

Έχει εκδώσει  δύο μυθιστορήματα, το «Ένας ή Κανένας» (Εκδόσεις: Το Ανώνυμο Βιβλίο, Μάρτιος 2016) και το «Βαθύ Ρήγμα» (Εκδόσεις Πνοή , Μάρτιος 2018). Πλήθος διηγημάτων του έχει  δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Αρθρογραφεί στο κοινωνικό δίκτυο για το βιβλίο «Bookia».

E-MAIL: tolisanagnos@gmail.com

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη