«Herman Melville», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Χέρμαν Μέλβιλ / Βιογραφία ενός θρύλου 

Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας που καταγόταν από τους πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας του ήταν  έμπορος που όμως δεν φημιζόταν για τις επιχειρηματικές του επιτυχίες. Σαν φυσικό επακόλουθο χρεοκοπεί και πλέον η οικογένεια υποστηρίζεται οικονομικά από συγγενείς και φίλους. Το 1832 ο πατέρας του πεθαίνει και ο μικρός  Χέρμαν εγκαταλείπει το σχολείο και μπαρκάρει σ’ ένα εμπορικό καράβι, που κάνει τη διαδρομή μεταξύ Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ δουλεύοντας ως καμαρότος. Αυτή του η ενασχόληση και η επαφή του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός  Ρέντμπερν το 1849.

Το 1835 γράφεται στη Σχολή Κλασσικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 δουλεύει ως  δάσκαλος. Οι ιστορίες της Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε αποτέλεσαν τη βάση της μόρφωσής του, που συμπληρώθηκε από τη μελέτη του για τον Σαίξπηρ. Όντας πνεύμα ανήσυχο και διψώντας για περιπέτεια, αφήνει τη σταθερή δουλειά του και μπαρκάρει εκ νέου ως  ναύτης στο φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Δεν αντέχει τη σκληρή εργασία στο φαλαινοθηρικό και  το 1842  όταν το πλοίο του αγκυροβολεί  στα νησιά Μαρκέζας το εγκαταλείπει και ζει για κάποιο διάστημα  μαζί με τους κανίβαλους ιθαγενείς του νησιού.

Το 1843,  πηγαίνει  στη Χαβάη, και πιάνει δουλειά σε  ένα βιβλιοπωλείο και ένα χρόνο μετά στη Βοστόνη όπου ξεκινά την ενεργή  ενασχόληση του  με το γράψιμο έχοντας τη φήμη « του ανθρώπου που γλύτωσε από τους ανθρωποφάγους». Τα επόμενα έργα του ήταν τα “Μαρντί”, “Κόκκινη Φλόγα” και “Το Άσπρο Σακάκι”. Το 1847 παντρεύεται στο Πίτσφιλντ την Ελίζαμπεθ Σω, και αποκτά μαζί της  4 παιδιά. Εκεί γνωρίζει  τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν στον οποίο αφιερώνει το “Μόμπι Ντικ”, το οποίο εκδίδεται το 1851.

Τα βιβλία του δεν τυγχάνουν θετικής ανταπόκρισης και έτσι αναγκάζεται  να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη για να ζήσει.

Ο Χέρμαν Μέλβιλ πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1891 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή προσβολή, χωρίς μέχρι τότε να έχει αναγνωριστεί το έργο του. Μόνο αργότερα, το 1920 όταν εκδόθηκαν η βιογραφία του από τον Ρέιμοντ Γουίβερ  και το μυθιστόρημά του Μπίλι Μπαν ξεκινά το έντονο ενδιαφέρον κριτικών και αναγνωστών. Σήμερα αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Αμερικανικής Λογοτεχνίας και το βιβλίο του “Μόμπι Ντικ” θεωρείται αριστούργημα στο είδος του.

Βιβλία του Χέρμαν Μέλβιλ στα Ελληνικά:

Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων (Ζαχαρόπουλος)

Τρεις απόκληροι: Μπάρτλμπυ, ο γραφιάς – Ο βιολιστής – Τζίμυ Ρόουζ (Καστανιώτης)

Μόμπι Ντικ (Gutenberg)

Γουάιτ-τζάκετ (Gutenberg)

Η ιστορία του Τάουν-Χο (Gutenberg)

Μπίλλυ Μπαντ και άλλες ιστορίες (Εστία)

Μπενίτο Σερένο (Άγρα)

Το Καμπαναριό (Κέδρος)

Αναλύοντας τον Μέλβιλ

Για να αναλύσουμε τον Μέλβιλ πρέπει να τον δούμε σε σχέση με τη θάλασσα η οποία του έδωσε τα ερεθίσματα και το υλικό για να γράψει τα έργα του. Νερό και εσωτερική αναζήτηση όπως λέει και ο ναύτης  Ισμαήλ στο «Μόμπυ Ντικ» είναι ενωμένα.  Ανήσυχος, τυχοδιώκτης και κυνηγός της περιπέτειας δεν επαναπαύτηκε στις πρώτες του επαγγελματικές επιτυχίες στη στεριά. Έτσι ξεκίνησε μια διαρκή αναζήτηση του κόσμου αλλά και του ίδιου του εαυτού του είτε μπαρκάροντας διαρκώς σε καράβια, είτε μένοντας σε νησιά με κατοίκους-ιθαγενείς, πολλές φορές μη εξημερωμένους. Έχοντας παραστάσεις στα πλοία από το μονότονο ωκεανό  και τρομακτικές σφαγές φαλαινών αρχίζει να αλλάζει την κοσμοθεωρία του αφήνοντας πίσω του τη δυτική σκέψη. Αμφισβητεί τις κατεστημένες κοινωνίες, τον τρόπο σκέψης των πνευματικών ανθρώπων ακόμα και τον ίδιο το Δημιουργό.

Δεν γράφει απλά θαλασσινές ιστορίες και περιπέτειες. Αντίθετα κρύβει επιμελώς μέσα σε αυτές ηθικές και φιλοσοφικές θεωρίες για το καλό και το κακό, για τον αγώνα του ανθρώπου απέναντι στη φύση, απέναντι στην ανώτερη δύναμη.

Χρησιμοποιεί συχνά βιβλικές παραβολές, συμβολισμούς και μεταφορές στα πονήματά του. Οι ήρωες του είναι losers και  αυτοκαταστροφικοί που πάντα μάχονται για το αδύνατο απέναντι στη φύση αλλά και την κοινωνία. Μην ξεχνάμε ότι ο Μέλβιλ γράφει σε μια Αμερική που από μια συνομοσπονδία αποικιών επιθυμεί να επεκταθεί και που μαστίζεται από κοινωνικές και φυλετικές ανισότητες. Η αφήγηση του Μέλβιλ είναι τόσο περιεκτική και λεπτομερής που πετυχαίνει να αποδώσει άριστα τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων του. Η γραφή του σπιρτόζα, καθαρή και πολλές φορές ειρωνική. Το ύφος του άλλοτε γκροτέσκο και άλλοτε σκοτεινό. Διαλέγει σαν μεγάλος συγγραφέας το μεγάλο θέμα το οποίο αρχικά φαίνεται να το αγγίζει επιδερμικά. Στην πορεία όμως το χρωματίζει και το αναδεικνύει δίνοντας του βαθύτερες προεκτάσεις.

 Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

 Επιλέγω δύο βιβλία –έπη που πρέπει να διδάσκονται σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής:

 1) ΜΟΜΠΥ ΝΤΙΚ

Με αφηγητή τον ναύτη Ισμαήλ, παρακολουθούμε το ταξίδι ενός ψυχικά διαταραγμένου καπετάνιου του Αχαάβ, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να σκοτώσει μια θεόρατη λευκή φάλαινα με το όνομα Μόμπι Ντικ, παίρνοντας εκδίκηση από αυτήν καθώς  σε μια προηγούμενη μονομαχία τους στη θάλασσα, έχασε το πόδι του (αντικαθιστώντας το με ένα φιλντισένιο).

Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Ισμαήλ μαζί με το πλήρωμα αντιμετωπίζει τεράστιες   δυσκολίες όπως το μπουρίνι και τα μπαταρίσματα του πλοίου. Συνεχή σημάδια όπως όταν ο υποπλοίαρχος Στάρμπακ τον προειδοποιεί πως τα βαρέλια στο αμπάρι παρουσιάζουν διαρροή ή τα ναυάγια άλλων μισοβυθισμένων πλοίων που υπέστησαν καταστροφή από το «Θηρίο» που όμως δεν πτοούν τον  καπετάνιο. Αντίθετα φαίνεται να παραλογίζεται και να κυνηγά με περισσότερο μένος τη φάλαινα. Ο Αχαάβ τη βλέπει  ως μία ενσάρκωση της θεϊκής δύναμης που θέλει να δοκιμάσει τις ανθρώπινες αντοχές και  τα όρια του.

 Ένα–ένα τα μέλη του πληρώματος πεθαίνουν. Ο Ισμαήλ σχεδόν καταρρέει όταν χάνεται ο κολλητός του φίλος Κουίκουεγκ και κατασκευάζει το φέρετρό του. Εκεί που όλοι όμως σταματούν ο Αχαάβ συνεχίζει για το ακατόρθωτο. Με μια ιερόσυλη στάση, στο όριο της ανυπακοής με το Θείο οδηγεί το πλοίο και το πλήρωμά του σε μια μάχη-αυτοκτονία κατά την οποία μόνο ένα μέλος επιβιώνει, ο Ισμαήλ.

Για τον Αχαάβ όμως δεν έχει σημασία η έκβαση αλλά η μάχη και ας είναι άνιση. Η μάχη του ανθρώπου με τη Φύση, της λογικής με το παράλογο.

Αφορμή για να γραφτεί αυτό το έπος από τον Μέλβιλ ήταν η συνάντησή του το 1839 με τον Ουίλιαμ Τσέις, γιο του πλοιάρχου Όουεν Τσέις, του φαλαινοθηρικού Έσσεξ, το οποίο είχε εμβολιστεί και βυθιστεί από έναν γιγάντιο λευκό φυσητήρα (σαν τον Μόμπι Ντικ που περιγράφει ο Μέλβιλ), το 1820. Ο Τσέις σαν από θαύμα  είχε βγει ζωντανός μαζί με άλλα οχτώ μέλη του πληρώματος και είχε κρατήσει ημερολόγιο των ημερών εκείνων, το οποίο παρέδωσε στον Μέλβιλ. Ο Μέλβιλ φαίνεται αρχικά ότι αναπτύσσει  ένα εγκυκλοπαιδικό, επιστημονικό πόνημα για τη ζωή στη θάλασσα πάνω σε ένα φαλαινοθηρικό. Μάλιστα προχωρά και σε λεπτομέρειες που μπορεί να κουράζουν. Βαθμιαία όμως ο συγγραφέας αποκαλύπτει τη βαθύτερη αιτία που τον ώθησε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Η θεόρατη φάλαινα αντιπροσωπεύει το φόβο που πάντα είναι υπαρκτός στην ιστορία του ανθρώπου.  Από τη θρησκεία με τον Άγιο Γεώργιο ή από τη μυθολογία με τον Οδυσσέα  και τον Ηρακλή, οι άνθρωποι πρέπει να φτιάξουν τους δικούς τους σούπερ ήρωες που θα τα βάλουν με «Το θηρίο» , «το Τέρας» , «Το Φίδι».

Εν προκειμένω ο Μόμπι Ντικ φαντάζει ανίκητος και κυρίαρχος στη θάλασσα. Το καράβι του Αχαάβ περνάει μέσα από τα συντρίμμια άλλων πλοίων που έχουν ηττηθεί , έχουν αποδεχτεί τη μοίρα τους. Για αυτό και ο συγγραφέας χτίζει άψογα έναν χαρακτήρα-μπετόν αρμέ όπως ο καπετάνιος του για να ανταπεξέλθει στη μάχη μέχρις εσχάτων. Όπως γράφει χαρακτηριστικά «έναν άνθρωπο που δε φοβάται Θεό, που μοιάζει με Θεό, είναι υπέροχος άνθρωπος ο Καπετάν Αχαάβ».

Προφητικό σίγουρα το έπος του Μέλβιλ για την ανάγκη αντίστασης στο κατεστημένο, σε αυτό που μας φτιάχνουν έτσι ώστε να μη διανοηθούμε να αμφισβητήσουμε. Είτε αυτό  είναι θρησκεία, είτε πολιτική είτε δομημένη κοινωνία.

2) ΜΠΑΡΤΛΜΠΥ Ο ΓΡΑΦΕΑΣ

Ο  Μπάρτλμπυ πιάνει  δουλειά σε δικηγορικό γραφείο στην Γουόλ Στριτ ως αντιγραφέας. Δεν ξέρουμε τίποτα για το παρελθόν και το χαρακτήρα του. Οι άλλοι τρεις υπάλληλοι του δικηγόρου υπακούουν στις εντολές του και φέρνουν πάντα εις πέρας τη δουλειά που τους αναθέτει. Το γραφείο δουλεύει άψογα  παρά τη ρουτίνα και τη μονοτονία. Ο  Μπάρτλμπυ αρχικά δεν δείχνει ότι θα διαταράξει αυτή την κανονικότητα και σταθερότητα. Σκύβει το κεφάλι, αντιγράφει και δε μιλάει σε κανένα. Έχει μάλιστα μια θέση εργασίας αδιανόητη. Είναι ο μόνος που δεν έχει παράθυρο, βλέπει τα τούβλα ενός τοίχου μπροστά του. Ώσπου μια μέρα το αφεντικό , του ζητά να κάνουν έλεγχο σε ένα έγγραφο. Σα να μη συμβαίνει τίποτα και με ολύμπια ψυχραιμία απαντά “θα προτιμούσα όχι”. Τα κεφάλια των άλλων συναδέλφων σηκώνονται και ο εργοδότης του επιμένει χωρίς αποτέλεσμα. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει το παράδοξο. Προσέξτε, ο Μπάρτλμπυ ποτέ δεν αρνείται, συνεχίζει το προκλητικό και «σπασονεύρικο» “θα προτιμούσα όχι”. Ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, σχεδόν χωρίς πρόσωπο ταράζει συθέμελα το μικρό οικοδόμημα του γραφείου δείχνοντας τις πραγματικές επιδιώξεις του Μέλβιλ. Να τα βάλει πάλι με την άρχουσα τάξη και με όσους επιβάλουν σε άλλους το οτιδήποτε. Αυτός ο αντιήρωας καταφέρνει να επιβληθεί. Και όλα αυτά ο Μπάρτλμπυ χωρίς να πράξει τίποτα. Μεγαλοφυές.  Αντί να τον αλλάξουν τους αλλάζει με πρώτο και καλύτερο το δικηγόρο ο οποίος παραιτημένος μετακομίζει ο ίδιος και όχι ο υπάλληλός του. Δεν ακούει τα σχόλια των άλλων υπαλλήλων του να τον διώξει, τον βρίσκει να κοιμάται στο γραφείο, να μην πηγαίνει σπίτι, να μην τρώει. Του δίνει λεφτά να φύγει δεν τα δέχεται. Όπως μάλιστα λέει χαρακτηριστικά όταν δεν βρίσκει λύση με τον υπάλληλό του  «η ψυχή του ήταν εκείνη που υπέφερε, και την ψυχή του δεν μπορούσα να την προσεγγίσω». Ο ήρωας αυτός θα συνεχίζει την ίδια στάση στη ζωή του, θα παραμείνει εντοιχισμένος μέχρι τη φυλακή του Μανχάταν( τους Τάφους όπως τους αποκαλεί ο συγγραφέας). Και εκεί θα αρνηθεί την τροφή και θα πεθάνει από ασιτία κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους αλλά συνεπής στη στάση του.

Όλη αυτή η στάση είναι ανοιχτή ερμηνειών. Η απάθεια και απραξία του ήρωα είναι μια παθητική στάση ή μια πρωτότυπη διαμαρτυρία; Βουλιάζουμε μαζί με τον Μπάρτλμπυ, προβληματιζόμαστε με την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και τους τοίχους που είναι από την αρχή μέχρι το τέλος ορθωμένοι. Δεν είναι τυχαίος ο συμβολισμός. Αφορά τους κατοίκους της Νέας Υόρκης που πρέπει να επιβιώσουν σε νέες συνθήκες με τοίχους και τσιμέντα. Ο Μέλβιλ, όπως γράφει η Αθηνά Δημητριάδου (εξαιρετική η μετάφρασή της), γεννήθηκε το 1819 σε μια Νέα Υόρκη 100.000 κατοίκων και πέθανε το 1891 σε μια Νέα Υόρκη 3.000.000. Αυτό από μόνο του εξηγεί πολλά.

Όπως παρατηρεί εύστοχα ο GILLES DELEUZE: « Ως γραφέας, ο Μπάρτλμπυ ανήκει σ έναν λογοτεχνικό αστερισμό. Ο πολικός του αστέρας είναι ο Ακάκι Ακακίεβιτς (Ντοστογιέφσκι). Το επίκεντρό του διαμορφώνεται από τους δίδυμους αστέρες Μπουβάρ και Πεκυσέ (Φλωμπέρ). Και το άλλο του άκρο φωτίζεται από τα λευκά φώτα του Ζίμον Τάννερ (Ρόμπερτ Βάλζερ) και του πρίγκιπα Μίσκιν. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται η ζώνη των αστεροειδών των δικαστικών υπαλλήλων του Κάφκα».

Συγγραφικό ισοζύγιο

 Καμία περίπτωση να μπει σε ισοζύγιο από εμένα ο κύριος Μέλβιλ. Είναι τεράστια η επίδρασή του σε βαθμό που τα έργα του διαβάζονται(διδάσκονται θα έλεγα) διαχρονικά. Πολύ μπροστά από την εποχή του δομικά και θεματικά, θα λοιδορηθεί και θα αποκομίσει κριτικές τύπου: «Γράφει παρανοϊκά, οι  φίλοι του να τον κρατήσουν μακριά από την πένα και το μελάνι».

Δεν γεννήθηκα για να μου επιβάλλουν οι άλλοι τι να κάνω. Θα αναπνέω όπως μου αρέσει», απαντούσε. Και αυτή του η στάση φαίνεται στα αντιδραστικά του βιβλία, στα λογοτεχνικά του αριστουργήματα. Ο συγγραφέας που αντιδρά στην αμερικανική κοσμοθεωρία και τις αρχές που θέλει να περάσει, φτιάχνει ήρωες απόμακρους, σαλεμένους και ανυπάκουους. Αντιστέκονται και πολεμούν against all odds, δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα. Στο Μόμπι Ντικ όπως περιγράφει:  «Το μόνο που μετράει είναι η «ταντάλεια», η μάχη με τον εχθρό. Αν και στο τέλος χάνει για μια ακόμη φορά ο καπετάνιος. Και ο Μπάρτλμπυ κάνει τη δική του «παθητική αντίσταση» πεθαίνοντας συνεπής σε μια ακατανόητη για τους πολλούς στάση.

Λογοτεχνικά, επιστημονικά, εγκυκλοπαιδικά ο Μέλβιλ είναι άρτιος όπως πολλοί άλλοι μεγάλοι Κλασσικοί. Αυτό που τον εκτινάσσει είναι τα θέματα που καταπιάνεται κόντρα σε αρχές και αξίες της εποχής του, γνωρίζοντας ότι θα επικριθεί και θα «ξεμπροστιαστεί». Υποκλίνομαι και μόνο που καταπιάνεται με φυλετικές και σεξουαλικές διακρίσεις, την εποχή που στην Αμερική ο νέγρος ήταν «πράγμα» και η ομοφυλοφιλία ποινικό αδίκημα. Στο Μόμπυ Ντικ ο Κουίκουεγκ, ένας ναύτης  μαύρος και άπιστος είναι ο κολλητός φίλος (μοιράζεται και το κρεβάτι ) με τον συμπαθή αφηγητή τον Ισμαήλ. Οι συνειρμοί προφανείς αν λάβουμε υπόψη και τις φήμες που κυκλοφορούσαν για ομοφυλοφιλική σχέση του Μέλβιλ με τον Ναθαναήλ Χόθορν στον οποίο αφιέρωσε και το βιβλίο. Στον «Μπάρτλμπυ τον γραφέα» ο ήρωας με ένα παράδοξο τρόπο σπάει τα δεσμά της εξουσίας, αντιστρέφει τους ρόλους υπαλλήλου-αφεντικού, ειρωνεύεται χαρακτήρες και θέσφατα της εποχής. Καταλήγει και ο ίδιος όμως, πεθαίνει σε αυτόν τον κόσμο που κοροϊδεύει. Προβληματίζει πάντως όλους και ιδιαίτερα τον δικηγόρο-εξουσιαστή. «Ξεκουνά» λοιπόν αντιλήψεις, βγάζει από τη ρουτίνα και την ασφάλεια τους υπόλοιπους και τελικά παραμένει για εμένα ο πιο ακατανόητος ήρωας βιβλίου συνεχίζοντας ως και σήμερα να αποτελεί «γρίφο» για τον τρόπο αντίδρασής του.

Για το τέλος άξιο αναφοράς και το εδάφιο στον Μόμπυ Ντικ που εκφράζει τον φιλελληνισμό του Μέλβιλ: «Όπως ακριβώς τα μπρίκια του τολμηρού Υδραίου του Κανάρη εξορμώντας τα μεσάνυχτα από τα  λιμάνια τους, φορτωμένα με κατράμι και θειάφι και έχοντας φλόγες πελώριες αντί για πανιά, έπεφταν πάνω σε τούρκικες φρεγάτες, τυλίγοντας εκείνα τα πλοία με καταστρεπτικές φωτιές».

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ

 * Καλύτερα να αποτύχεις πρωτοτυπώντας, παρά να πετύχεις μιμούμενος.

 * «Πόσο αληθινή αλλά και πόσο τρομερή είναι η διαπίστωση ότι η σκέψη ή το θέαμα της δυστυχίας μέχρις ενός σημείου εξασφαλίζει μεγάλη μερίδα της στοργής  μας·όμως σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, πέραν αυτού του σημείου παύει να την εξασφαλίζει. Πλανώνται όσοι υποστηρίζουν ότι αυτό πάντα οφείλεται στον έμφυτο εγωισμό της ανθρώπινης ψυχής.  Μάλλον έχει ως αφετηρία ένα είδος διάψευσης για το ότι θα μπορέσει κανείς τελικά να θεραπεύσει το υπερβολικό και το δομικό κακό. Για τον ευαίσθητο ο οίκτος είναι συχνά πόνος. Και όταν τελικά γίνεται αντιληπτό ότι ο οίκτος αυτός δεν μπορεί να οδηγήσει σε τελεσφόρο αρωγή, η λογική προστάζει την ψυχή να απαλλαγεί από αυτόν…»


[Πηγή φωτογραφίας Herman Melville: http://www.melville.org/melville.htm ]

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Βασιλική Αποστολοπούλου
    22 Δεκεμβρίου 2018 at 12:09

    «Οι ήρωες του είναι losers και αυτοκαταστροφικοί που πάντα μάχονται για το αδύνατο απέναντι στη φύση αλλά και την κοινωνία».

    «Για τον Αχαάβ όμως δεν έχει σημασία η έκβαση αλλά η μάχη και ας είναι άνιση. Η μάχη του ανθρώπου με τη Φύση, της λογικής με το παράλογο».
    «Προφητικό σίγουρα το έπος του Μέλβιλ για την ανάγκη αντίστασης στο κατεστημένο, σε αυτό που μας φτιάχνουν έτσι ώστε να μη διανοηθούμε να αμφισβητήσουμε. Είτε αυτό είναι θρησκεία, είτε πολιτική είτε δομημένη κοινωνία».
    (από τον σχολιασμό για το «Μόμπυ Ντικ»)

    «Υποκλίνομαι και μόνο που καταπιάνεται με φυλετικές και σεξουαλικές διακρίσεις, την εποχή που στην Αμερική ο νέγρος ήταν «πράγμα» και η ομοφυλοφιλία ποινικό αδίκημα».

    Ελάχιστα μόνο από τα τόσο ενδιαφέροντα σημεία αυτής της ανάλυσης/κριτικής – αν ήθελα να είμαι σωστή, θα έπρεπε να την κάνω ολόκληρη copy paste (που λέμε και στα ελληνικά!)

    Τόλης Αναγνωστόπουλος θερμά συγχαρητήρια για μια ακόμη φορά! 🙂

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη