Χάνια Γιαναγκιχάρα / Μικρό βιογραφικό
Η Hanya Yanagihara γεννήθηκε στο Λος Άντζελες το 1974 και μεγάλωσε στη Χαβάη. Eργάστηκε ως ταξιδιωτική δημοσιογράφος και συντάκτρια περιοδικών. Το πρώτο της μυθιστόρημα “The People in the Trees” (2013, ελλ. έκδ. «Οι άνθρωποι στα δέντρα», Μεταίχμιο 2018), ήταν υποψήφιο για βραβείο Dylan Thomas και διακρίθηκε ως βιβλίο της χρονιάς. Το δεύτερο μυθιστόρημα “A Little Life” (2015, ελλ. έκδ. «Λίγη ζωή», Μεταίχμιο 2016), περιλήφθηκε στις τελικές υποψηφιότητες για τα βραβεία Man Booker Prize στη Μ. Βρετανία και National Book Award στις Η.Π.Α., κέρδισε το βραβείο Kirkus Prize for Fiction και έγινε εκδοτική επιτυχία. Ζει και εργάζεται στη Ν. Υόρκη.
Αναλύοντας την Yanagihara – Συγγραφικό ισοζύγιο
Η Yanagihara είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα. Έχει περίεργη αρχιτεκτονική αλλά και αργόσυρτη αφηγηματική τεχνική στα γραπτά της. Όσο δύσκολο είναι να προφέρεις το όνομά της άλλο τόσο είναι να την καταλάβεις και να την παρακολουθήσεις στα βιβλία της. Αλλού αναπτύσσεται αριστοτεχνικά και ζωγραφίζει ωραίες εικόνες και αλλού προχωρά σε ωμές περιγραφές και εκτραχύνει τη γλώσσα της για να περάσει τα μηνύματά της. Το μεγάλο ερώτημα είναι βέβαια εάν καταφέρνει να περνά αυτά τα μηνύματα. Κατά την προσωπική μου άποψη, δεν τα καταφέρνει.
Όχι γιατί τα βιβλία της είναι υπέρογκα, χρειάζονται συμπύκνωση, επιμέλεια και στένεμα. Ούτε γιατί από ένα σημείο και μετά καταντούν βαρετά και παρεκκλίνουν του αρχικού στόχου και σχεδιασμού. Ούτε γιατί είναι καταθλιπτικά και μέσα στην καταχνιά. Αλλά γιατί τους λείπει η συναισθηματική δύναμη. Έχοντας διαβάσει όλα της τα βιβλία (κατά μία έννοια το λες και κατόρθωμα) μπορώ να πω πως, ενώ τα θέματά της είναι πρωτότυπα και ιντριγκαδόρικα και οι ήρωές της πλασμένοι για μεγάλα πράγματα και συγκινήσεις, σε κανένα από αυτά δεν συντελείται η πολυπόθητη δέσμευση με τους ήρωες και η αναγκαία κάθαρση στο τέλος.
Κατά βάση επιλέγει άνδρες πρωταγωνιστές και συνήθως ομοφυλόφιλους. Θα μπορούσαμε να πούμε πως επιθυμεί να τους ψυχογραφήσει, να τους αβαντάρει και να τους τοποθετήσει ισότιμα στη δική της κοινωνία, σε αντίθεση δυστυχώς με την έως σήμερα επικρατούσα αντίληψη. Και όμως. Τους κακομεταχειρίζεται, τους κάνει να υποφέρουν, σε καμία ιστορία της δεν τους αφήνει να ορθοποδήσουν και να χαρούν.
Δεν μπορείς να την κατηγορήσεις ότι δεν τους δουλεύει. Γενικώς δουλεύει σαν είλωτας το γραπτό της, σκύβει πάνω στους ήρωές της, προσπαθεί να είναι μοναδική και πρωτότυπη αλλά όλο αυτό στο τέλος δεν την αποζημιώνει. Οι αρχικά καλές της προθέσεις δεν ευδοκιμούν, η γραφή της μοιάζει επιτηδευμένη και οι ήρωές της κενές καρικατούρες. Η απουσία στιβαρών γυναικείων χαρακτήρων κτυπάει επίσης άσχημα. Υπάρχουν σαν φαντάσματα, σαν αχνές φιγούρες χωρίς κανένα ενεργό ρόλο στα βιβλία της, απλά για να υπάρχουν. Δεν ωθούν την πλοκή, δεν βγάζουν συναίσθημα, δεν μαθαίνουμε τίποτα βαθύτερο γι’ αυτές.
Το παραδέχεται αυτό σε συνέντευξή της η Χαβανέζα με Κορεατική καταγωγή συγγραφέας, εξηγώντας ότι γράφει για τους άνδρες περισσότερο γιατί θεωρεί ότι δεν είναι τόσο καλοί στην έκφραση των συναισθημάτων τους όσο οι γυναίκες. Και είναι κάτι που την εξιτάρει, έχει ζουμί η αλίευση και η εξαγωγή από αυτήν των συναισθημάτων των ανδρών.
Προσέξτε τη λέξη εξιτάρει, λέει πολλά για τη συγγραφέα. Θα στρωθεί στη δουλειά, θα βρει το πιο απίθανο σενάριο, θα το υπεραναπτύξει, θα βρει ήρωες κακοποιημένους ψυχικά ή σωματικά που θα το βγάλουν εις πέρας. Είναι καλή η συνταγή ειδικά για μία συγγραφέα με προοπτική, ταλέντο και δικές της συμβάσεις.
Αλλά πάντα θα υπάρχει ένα «αλλά» με την Yanagihara. Γιατί άλλο το περιγράφω και άλλο το βιώνω πραγματικά κάτι. Θεωρώ λοιπόν πως η συγγραφέας δεν συμπάσχει, δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τους ήρωές της. Δεν ξέρει πώς είναι να είσαι σεξουαλικά κακοποιημένο παιδί (Λίγη Ζωή), ομοφυλόφιλος στην Αμερική του 1893 (Προς τον Παράδεισο), επιστήμων παιδεραστής ή άγριος ιθαγενής (Άνθρωποι στα δέντρα), αλλά δεν σε κάνει και να το καταλάβεις. Αυτή είναι η ικανότητα του συγγραφέα εξάλλου. Να μπορεί να σε κάνει συμμέτοχο στην ιστορία του και προσκολλημένο συναισθηματικά με τους ήρωές του.
Και να ξεπηδάει από κάπου, από μία χαραμάδα, στα καταθλιπτικά γραπτά της η ελπίδα, ρε αδερφέ. Στο Λίγη ζωή, για παράδειγμα, να μπει σε πρώτο πλάνο η φιλία και σε δεύτερο το μαρτύριο του ενός πρωταγωνιστή. Πώς στο διάτανο εξυμνεί τη φιλία ενώ κανένας από τους φίλους του δεν απλώνει χείρα βοηθείας; Στο Προς τον Παράδεισο, ενώ κάνει συγγραφική ακροβασία γράφοντας τρία βιβλία σε ένα -τρεις ιστορίες πρωταγωνιστών με τα ίδια ονόματα σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους στην Αμερική- δεν οδηγεί κανέναν από αυτούς τους πρωταγωνιστές προς τον δικό τους παράδεισο, ούτε μας δείχνει πώς πρέπει να είναι και στους Ανθρώπους στα δέντρα οι άνθρωποι παραμένουν κρεμασμένοι στα δέντρα μέχρι το τέλος και η ηθική της επιστήμης παραμένει ανήθικη.
Έχει φινέτσα, ωραία διακόσμηση, αστείρευτο οπλοστάσιο ιδεών και διάσπαρτες εκλάμψεις λαμπρότητας στα κείμενά της η Yanagihara. Έχει ταλέντο και όρεξη για δουλειά πολλή. Εκτός, όμως, από την πένα κάποιος από την ομάδα υποστήριξης του εκδοτικού πρέπει να της προτείνει και το ψαλίδι. Μία συμπύκνωση, μία καλύτερη επιμέλεια και επιλογή μεταφραστών και μία εξίσου καλή «βουτιά» μέσα στις ψυχές των ηρώων της, ίσως να δώσει Λίγη ζωή παραπάνω στα έργα της και να την οδηγήσει προς τον δικό της λογοτεχνικό Παράδεισο.
Μέχρι να επιτευχθεί αυτό, ελαφρώς αρνητικό το ισοζύγιο της Yanagihara από εμένα.
Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια
ΛΙΓΗ ΖΩΗ
Τέσσερις φίλοι και συμφοιτητές μετακομίζουν, μετά την αποφοίτησή τους, στη Νέα Υόρκη για να φτιάξουν τη ζωή τους – άφραγκοι, χαμένοι, με μόνο τους στήριγμα τη φιλία τους και τις φιλοδοξίες τους: Ο ευγενής, ωραίος Γουίλεμ, επίδοξος ηθοποιός, ο Τζέι Μπι, ζωγράφος από το Μπρούκλιν, που προσπαθεί να κατακτήσει τον καλλιτεχνικό κόσμο, ο Μάλκομ, αρχιτέκτονας σε μια σημαντική εταιρεία και ο Τζουντ, ο ιδιοφυής, αινιγματικός Τζουντ. Όπως περνούν οι δεκαετίες, οι σχέσεις τους βαθαίνουν, αλλά και σκοτεινιάζουν, καθώς τις χρωματίζουν ο εθισμός, η επιτυχία, η περηφάνια. Ωστόσο η σπουδαιότερη πρόκληση, συνειδητοποιούν όλοι, είναι ο ίδιος ο Τζουντ, πλέον ένας απίστευτα χαρισματικός δικηγόρος μα και ένας άνθρωπος ολοένα και πιο διαλυμένος, με το σώμα του και τον νου του σημαδεμένα από τους ανείπωτους τρόμους της παιδικής του ηλικίας – κυνηγημένος από τραύματα που φοβάται ότι όχι μόνο δεν θα ξεπεράσει ποτέ, αλλά και θα τον ορίζουν για πάντα.
Με πρόζα πλούσια και λαμπρή, η Γιαναγκιχάρα γράφει έναν τραγικό, υπερβατικό ύμνο στην αγάπη, μια αριστοτεχνική απεικόνιση του σπαραγμού, της τυραννίας, της μνήμης και των ορίων της ανθρώπινης αντοχής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΑ ΔΕΝΤΡΑ
Το 1950, ο Νόρτον Περίνα, ένας νεαρός γιατρός, συμφωνεί να συνοδεύσει τον ανθρωπολόγο Πολ Τάλεντ σε μια αποστολή στο απομακρυσμένο νησί Ίβου’ίβου της Μικρονησίας, σε αναζήτηση μιας φημολογούμενης χαμένης φυλής. Επιτυγχάνουν: Δεν βρίσκουν μονάχα τη φυλή αλλά και μια ομάδα δασόβιων που τους βαφτίζουν «ονειροβάτες» και οι οποίοι αποδεικνύεται πως είναι εξαιρετικά μακρόβιοι μα και ανοϊκοί. Ο Περίνα υποψιάζεται πως η πηγή της μακροζωίας τους είναι μια δυσεύρετη χελώνα. Μην μπορώντας να αντισταθεί στην πιθανότητα της αιώνιας ζωής, σκοτώνει μια χελώνα και περνάει λαθραία το κρέας της στις ΗΠΑ. Αποδεικνύει την υπόθεσή του επιστημονικά, κερδίζοντας παγκόσμια φήμη και το βραβείο Νόμπελ, σύντομα όμως ανακαλύπτει ότι αυτή η θαυματουργή ιδιότητα έχει ένα φρικτό τίμημα… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Σε μια εναλλακτική εκδοχή της Αμερικής του 1893, η Νέα Υόρκη είναι τμήμα των Ελεύθερων Πολιτειών, όπου οι άνθρωποι μπορούν να ζουν και να αγαπούν όπως θέλουν – ή έτσι φαίνεται. Ο εύθραυστος νεαρός γόνος μιας επιφανούς οικογένειας αντιστέκεται στον αρραβώνα του με έναν άξιο μνηστήρα, καθώς ελκύεται από έναν γοητευτικό δάσκαλο χωρίς περιουσία. Το 1993, σ’ ένα Μανχάταν πολιορκημένο από την επιδημία του AIDS, ένας νεαρός Χαβανέζος ζει με τον πολύ μεγαλύτερο και πλουσιότερο σύντροφό του, αποκρύπτοντας την ταραγμένη παιδική του ηλικία και τη μοίρα του πατέρα του. Και το 2093, σε έναν κόσμο που μαστίζεται από τις πανδημίες και κυβερνάται απολυταρχικά, η κατεστραμμένη εγγονή ενός ισχυρού επιστήμονα προσπαθεί να τα βγάλει πέρα χωρίς αυτόν – και να λύσει το μυστήριο των απουσιών του συζύγου της.
Αυτά τα τρία μέρη ενώνονται σε μια συναρπαστική και μεγαλοφυή συμφωνία, καθώς επαναλαμβανόμενες νότες και θέματα βαθαίνουν και εμπλουτίζουν το ένα το άλλο: ένα σπίτι στο πάρκο της πλατείας Ουάσινγκτον του Γκρίνουιτς Βίλατζ· η αρρώστια και οι θεραπείες που έχουν φρικτό τίμημα· ο πλούτος και η εξαθλίωση· οι αδύναμοι και οι δυνατοί· η φυλή· ο ορισμός της οικογένειας και της εθνικής ανεξαρτησίας· η επικίνδυνη ηθικολογία των ισχυρών και των επαναστατών· η λαχτάρα για μια θέση σε έναν επίγειο παράδεισο και η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι αυτός δεν γίνεται να υπάρξει. Αυτό που ενώνει όχι μόνο τους χαρακτήρες αλλά και αυτές τις Αμερικές είναι η αναμέτρησή τους με τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν ανθρώπους: τον φόβο. Την αγάπη. Την ντροπή. Την ανάγκη. Τη μοναξιά.
Το Προς τον Παράδεισο είναι ένα θαύμα λογοτεχνικής τεχνικής, πάνω απ’ όλα όμως είναι ένα έργο συναισθηματικής ιδιοφυΐας. Η μεγάλη δύναμη αυτού του ξεχωριστού μυθιστορήματος βρίσκεται στην κατανόηση της Yanagihara για τη βαθιά επιθυμία μας να προστατεύσουμε όσους αγαπάμε -τους συντρόφους μας, τους εραστές μας, τα παιδιά μας, τους φίλους μας, την οικογένειά μας, ακόμα και τους συμπολίτες μας- και τον πόνο που νιώθουμε όταν δεν τα καταφέρνουμε. (Από τον εκδότη)
ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ
“Νομίζω πως κάθε βιβλίο θα έπρεπε να παίρνει μεγάλα ρίσκα, και να είναι πειραματικό σε ένα ως ένα συγκεκριμένο σημείο. Πέραν αυτού τι μπορείς να κάνεις; Δεν μπορείς να ελέγξεις πώς θα αντιδράσει ο αναγνώστης. Δεν είναι δουλειά μου να μαντεύω τι αναστατώνει τον αναγνώστη”.
Το πιο ανησυχητικό και τρομακτικό πράγμα αναφορικά με τις εκλογές δεν είναι τόσο η ύπαρξη του Τραμπ –η περιστασιακή εμφάνιση ενός αυταρχικού ηγέτη είναι, δυστυχώς, αναπόφευκτη σε κάθε μορφή διακυβέρνησης– όσο η συνειδητοποίηση ότι 60 εκατομμύρια συμπολίτες σου ψήφισαν έναν άνθρωπο που είναι έτοιμος να αρνηθεί σε ομοφυλόφιλους, γυναίκες, τρανσέξουαλ, μαύρους, μουσουλμάνους, Μεξικανούς και μετανάστες το δικαίωμά τους στην αξιοπρέπεια, το δικαίωμά τους να είναι πλήρως αναγνωρισμένοι Αμερικανοί πολίτες.
Με την παρατήρηση κατάλαβα ότι οι γυναίκες μπορούμε πιο εύκολα να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας, σε σχέση με τους άνδρες. Υπάρχουν πολύ υψηλές απαιτήσεις σοβαροφάνειας από τους άνδρες. Με άλλα λόγια, σήμερα υπάρχουν πολλοί περισσότεροι τρόποι να είσαι γυναίκα, από το να είσαι άνδρας. Αυτό, επειδή το μοντέλο του “τι είναι άνδρας” είναι αυστηρότερα καθορισμένο, πρέπει να συμπεριφέρεσαι με πολύ συγκεκριμένους τρόπους και να μην εκφράζεις τα συναισθήματά σου.
[Πηγή φωτογραφίας: newyorker.com]
Αφήστε το σχόλιο σας