“Der Astronaut – Ο αστροναύτης”, ένα διήγημα του Mike Loewenrosen

Για χρόνια δεν επιθυμούσα τις καλοκαιρινές διακοπές, επειδή, αυτή ήταν η περίοδος που οι φίλοι μου στο σχολείο εξαφανίζονταν. Η παρήγορη σκέψη ότι θα τους ξανάβλεπα το φθινόπωρο, δεν μου ήταν αρκετή. Η απώλεια των ωραίων στιγμών μαζί τους με κατέτρωγε.

Η καλύτερη περίοδος του έτους, την οποία περνάει κάποιος χωρίς τον καλύτερό του φίλο, είναι απλώς άδειος χρόνος. Η ευκολία με την οποία υπερέβαιναν αυτό το πρόβλημα, μ’ έκανε να αμφιβάλλω για τους γονείς μου. Το πρόβλημα έγινε λιγότερο σοβαρό και ξεθώριασε αφ’ ότου το συλλογίστηκα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Τώρα δεν αμφέβαλα πλέον για τους γονείς μου. Αμφέβαλλα για όλο τον κόσμο και αυτό ήταν καλό, καθώς μπορούσα να πιστέψω ξανά στους γονείς μου. Για τον κόσμο -όμως- δεν έπρεπε να έχω τέτοια συναισθήματα.

Αυτή η σκέψη μου αντιστράφηκε όταν ένας ενήλικας πλησίασε στη ζωή μου. Στην πραγματικότητα, τον γνώριζα για χρόνια, καθώς -άγνωστο πώς- με τους τρόπους του ήταν δεμένος μαζί μας. Εκείνο τον καιρό δεν ξέρω ποια σχέση είχε με την οικογένεια μου, αλλά τέτοιες ερωτήσεις μου ήταν αδιάφορες. Μονάχα δύο σπίτια και μια λοφοπλαγιά μας χώριζαν. Πίσω από τα σπίτια, κάθε χρόνο ένα ατέλειωτο χωράφι από καλαμπόκι, επεκτεινόταν αργά, ολοένα και πιο κοντά μας. Μπροστά από τα σπίτια περνούσε ένας δρόμος που οι κάτοικοι τον θεωρούσαν υψηλού κατασκευαστικού στυλ. Ο επαρχιακός πληθυσμός, είχε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη από τη δικιά μου που ζούσα στην πόλη. Κάθε λίγο και λιγάκι περνούσε ένα παλιό τρακτέρ. Πάντοτε με εξέπληττε που όλα αυτά τα χρόνια δεν είδα ποτέ μου ένα καινούργιο τρακτέρ. Ήταν όλα πεπαλαιωμένα και θορυβώδη. Επιπλέον, τα περισσότερα από αυτά ήτανε πράσινα. Ίσως ήταν έτσι για να καμουφλάρονται στα λειβάδια και στα χωράφια και να καθησυχάζουν αρχικά τα φυτά πριν τα τρομάξουν.

Μια από τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού, συνάντησα αυτόν τον ενήλικα τυχαία. Καθόμουν στη λοφοπλαγιά του λειβαδιού και κρατούσα στα χέρια μου ένα σκαθάρι με ωραία φτερά και κίτρινες βούλες. Απλώς το παρατηρούσα. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου ένα τέτοιο σκαθάρι και σκέφτηκα πως πιθανώς να ήταν άρρωστο και πως θα έπρεπε να το λιώσω, για να το απαλλάξω από την αρρώστια του. Κράτησα το εύρημα μου μπροστά στο πρόσωπο του και τον ρώτησα αν έχει ξαναδεί κάτι παρόμοιο πιο πριν. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του καθώς καθόταν δίπλα μου. Μου είπε πως αυτά τα σκαθάρια θα πρέπει να υπάρχουν σε πολλά διαφορετικά χρώματα, όπως ροζ, κόκκινο, πορτοκαλί και καφέ ακόμη. Μου αποκάλυψε επίσης πως τα αγαπημένα του ήταν τα κόκκινα, επειδή μοιάζανε με μικρές ιπτάμενες κόκκινες ντομάτες. Πήρε το κίτρινο σκαθάρι στο χέρι του, το έφερε κοντά στο πρόσωπο του κι ύστερα το άφησε να πετάξει. Έπειτα από λίγη ώρα μού είπε: «Στην πραγματικότητα, τα κίτρινα σκαθάρια, θα έπρεπε να είναι τα αγαπημένα μου» μού είπε. «Είναι επειδή μοιάζουνε σαν κι εμένα. Σαν να είναι άρρωστα».

Τον κοίταξα πιο προσεκτικά. Είχε δίκιο. Εκείνο το απόγευμα μου μίλησε σχετικά με τις απίστευτες ιδιότητες του χορταριού κι ακόμα, για ολόκληρο το σύμπαν. Ειδικότερα όμως για τον πλανήτη Ευρώπη και το λεπτό στρώμα πάγου που τον κάλυπτε. Αναρωτιόταν για το αν θα μπορούσαν να υπάρχουν κάτω από τη γη οργανισμοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να τον γοητεύσουν και να τον κρατήσουν απασχολημένο. Ήτανε ξεκάθαρος με όλα. Και με όσα βρισκόντουσαν από πάνω και με όσα βρισκόντουσαν από κάτω. Μόνο με όσα υπήρχαν ενδιαμέσως προβληματιζόταν κι αυτό μπορούσε κι ο ίδιος να το καταλάβει.

Αν και σπανίως καταλάβαινα όσα μου έλεγε, τον άκουγα με προσοχή, καθώς ο τόνος της φωνής του ήταν μ’ έναν παράξενο τρόπο καθησυχαστικός. Του είπα πως ήθελα να γίνω πιλότος, αστυνομικός, χορευτής ή ερευνητής, όταν με ρώτησε. Δεν χαμογέλασε. Μου έκανε μόνο ένα νεύμα.

Έτσι, αποκτήσαμε τη συνήθεια να συναντιόμαστε. Ήταν πάντοτε η σύμπτωση που οδηγούσε τον ένα στον άλλο. Ποτέ δεν είχαμε προγραμματίσει οτιδήποτε για την επόμενη μέρα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωθα ένα είδος απεριόριστης ελευθερίας. Η διαφορά στην ηλικία μας, φαινόταν να έχει εξαφανισθεί. Αυτό με οδήγησε σε μια κατάσταση ζωντάνιας, όπως δεν την είχα γνωρίσει ποτέ στο παρελθόν. Άρχισα επίσης να παρατηρώ λίγο πιο προσεχτικά τη φύση τριγύρω μου. Μου είπε πράγματα όπως το ότι ποτέ δεν είχε καταφέρει να βρει ένα επάγγελμα που να τον έκανε παρατηρήσιμο στους άλλους ανθρώπους και -ως εκ τούτου-ένιωθε κάπως αποκλεισμένος. Ή ακόμη μου έλεγε: «Ότι τα πάντα γύρω του ήταν αόρατα με ένα μαγικό τρόπο, επειδή, οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί κάτω από τη Γη ή στο σύμπαν εμείς δεν θα μπορούσαμε να το δούμε».

Κατά καιρούς, άνοιγε με τα δάχτυλα του μια λακκούβα στο έδαφος, μόνο και μόνο για να μου αποδεικνύει πάντοτε τη διαφορετική υγρασία  του χώματος. «Αν την εξοικονομήσεις σωστά, τότε, ίσως να μη ξεραθεί τόσο γρήγορα» μου έλεγε στη συνέχεια. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα, ο οποίος ήταν κάπως διαφορετικός από τους άλλους. Μερικές φορές -καθώς βράδιαζε- τον σκεφτόμουνα ακόμα. Παρατήρησα ότι ήταν βαθιά ανθρώπινος κι αυτή ήταν η διαφορά του από τους άλλους. Ως εκ τούτου, γι’ αυτό δεν τον παίρνανε στα σοβαρά υπόψη. Άραγε, γιατί και με ποιο τρόπο είχε εξελιχτεί έτσι; Θα μπορούσε να ήταν πραγματικά δυνατό, ο εχθρός ενός ανθρώπου να ήταν η ίδια η ανθρωπότητα; Δεν είχα καμμιά απάντηση γι’ αυτό. Το μόνο που γνώριζα ήταν το πόσο υγιώς έριχνε λίπασμα στο χώμα μου για να μην ξεραίνεται. Μ’ έκανε πιο γόνιμο.

Σε εκείνες τις διακοπές έμαθα πολλά πράγματα ακόμη. Μου είπε για την τεράστια επίδραση που είχε το Big Bang, το οποίο διαπιστώναμε ως «θόρυβο», καθώς κάναμε μια δοκιμή εικόνας στην τηλεόραση. Ή ακόμη, πόσο απαραίτητος ήταν ο θάνατος πολλών άστρων, ώστε εμείς να εφοδιαζόμαστε εδώ στον πλανήτη μας με οξυγόνο και άζωτο.

Πάντως η γνώση του δεν με κατέπληττε, επειδή, εκείνο τον καιρό, δεν γνώριζα ακόμη, ότι όλα όσα έλεγε ήταν πραγματικά αλήθεια. Χρόνια αργότερα, συνειδητοποίησα, ότι τίποτα σ’ αυτόν δεν ήταν ψεύτικο. Κατά τη διάρκεια του επόμενου σχολικού έτους, σπάνια τον σκεφτόμουν. Όταν κλωτσούσα σβώλους από χώμα με τα ποδοσφαιρικά μου παπούτσια ή όταν φούρνιζα με τη μητέρα μου χριστουγεννιάτικα κέικ κόβοντας τη ζύμη με φορμάκια στο σχήμα των άστρων, τότε τον θυμόμουν.

Επιπλέον, περίπου τρεις βδομάδες πριν από την έναρξη των διακοπών, αυξανόταν η επιθυμία μου να τον δω. Έτσι πέρασαν ακόμα δύο όμορφες καλοκαιρινές διακοπές. Μια μέρα o πατέρας μου μού ανακοίνωσε ότι ο άνθρωπος αυτός είχε πεθάνει. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Οι αστροναύτες, ασφαλώς, δεν πεθαίνουν! «Ήταν πολύ βαρύς αλκοολικός και ίσως -ακόμα και τώρα- να είναι καλύτερα γι ‘αυτόν, όπου κι αν βρίσκεται» με παρηγόρησε ο πατέρας μου, όταν αντιλήφθηκε την έκπληξη στο πρόσωπό μου. Δεν είχα ποτέ μου ακούσει οτιδήποτε γι’ αυτό. Θα μπορούσε ενδεχομένως ο πατέρας μου να κάνει λάθος; Χρειάστηκε αρκετή ώρα, πριν συνειδητοποιήσω, ότι αυτή η ερώτηση δεν είχε σημασία. Το μόνο που μετρούσε ήταν ό,τι αυτός ο άνθρωπος σήμαινε για μένα. Το μυστικό της καρδιάς. Οι γαλαξίες και οι μαργαρίτες.

 


[Κεφάλαιο 2 από το βιβλίο του Mike Loewenrosen “Der Junge, der die Welt sah” (Ο νέος που είδε τον κόσμο).

Μετάφραση από τα γερμανικά: Γιώργος Αγροφύλακας.

Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για τη διάθεση τού κειμένου σε πρώτη δημοσίευση στα Ελληνικά.]

 

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη