Πάντα αχώριστους σας θυμόμουνα.
Στα πανηγύρια αχώριστοι, στα λούνα παρκ αχώριστοι,στις συναυλίες, στα σινεμά,στα μιούζικαλ, στα θέατρα,παντού και πάνταμαζί και αυτοκόλλητοι.
Κομμένοι και ραμμένοι ο ένας για τον άλλο.
Γυμνάσιο, Λύκειο, Πανεπιστήμιο,ίδια σχολή, ίδιο μεταπτυχιακό.
Πιασμένοι χέρι με χέρι τα βγάλατε.Σιαμαίοι.
Όλη η παρέα σάς καμάρωνε και σας χαιρότανε.Δεν είχατε
Κατηγορία: Λόγοι των Φίλων: Κείμενα
Εκείνη τη νύχτα με την δυνατή βροχή,προτίμησα να κλείσω τα παντζούρια,στην μουσική των κεραυνών,με τα δακρυσμένα ματιά.Είδα το φεγγάρι να τρέμει,να σκίζει με κρότο τα σύννεφα.Έσκυψα το κεφάλι και αποχώρησα,σκεφτόμουν τι μπορούσα να κάνω,μπήκα σε ένα άδειο τρένο,μια σειρά από χρώματα,κρυβόταν πίσω από την καρδιά μου.Ο μηχανοδηγός μού πρόσφερε ένα αόρατο λουλούδι.Μετά με ρώτησε αν μπορούσα να τραγουδήσω.Εγώ έκατσα βουβός στη θέση μου μέχρι το
Μέσα στην ανθρωποθάλασσαμέσα στο ανώνυμο πλήθοςζεις και κινείσαιαπό νωρίς χαράματαβγαίνεις στο δρόμομέχρι αργά το απόγευμακανείς δεν νοιάζεται για σέναούτε εσύ για κανέναντο άγχος της επιβίωσηςκάνει τους ανθρώπους σκληρούςόταν σχολάσεις πας σπίτινα φας, να ξεκουραστείς λίγοκι ύστερα να βγεις στη γειτονιάνα πιείς ένα καφέμετά να επιστρέψειςστο διαμέρισμαγια να κοιμηθείς νωρίςγιατί την άλλη μέραπάλι από την αρχή.
Στον Francis Scott Fitzgerald Δύο φορές το διάβασα —ελάχιστα θυμάμαι.Μόνο θυμάμαι το άρωμα στα δάχτυλά μουαπ’ το γαλάζιο χνούδι της ματαίωσης.Όμως, θυμάμαι ότι κι εσύπολύ το αγαπούσες —το ’χες διαβάσει παλιά,προτού με γνωρίσεις.
Αυτά σκέφτομαι τώραπου βλέπω το βιβλίοστο σαλόνι του ξενοδοχείου μου.Μαύρο δέρμα, γράμματα χρυσά…Κι άξαφνο χτυπο-κάρδι ντροπαλό.
Θέλω να πάω να το πάρω,μα πελώρια φαντάζ’
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, ζούσε μια γιαγιά, που την έλεγαν Αστερινή, επειδή κάθε βράδυ καθόταν κάτω από ένα δέντρο και μιλούσε με τα αστέρια του ουρανού. Η Αστερινή ζούσε πολλά χρόνια, από μικρό παιδί μέχρι που έγινε πολύ μεγάλη, σε ένα σπιτάκι, στην κορφή ενός λόφου. Το σπίτι της μπορεί να ήταν φτωχικό, αλλά η ίδια το έβλεπε ως το πιο πλούσιο σπίτι του χωριού. Κάθε νέα ημέρα ο καλός ήλιος φρόντιζε να χαρίζει απλόχερα σε αυτήν και το σπιτικό της τη χρυσαφένια λάμψη και τη
ΚΎΡΙΕ!... Θαρρώ πως έφθασε η ικεσία μουψηλά στο θόλο ναού Βυζαντινού,κει που δεσπόζει επιβλητική η παρουσία Σουκι Εσύ την άκουσες.Ανήμερα εορτασμού της γέννησής Σουαντάμωσα την ιερή ματιά Σουκαι από μέγα σέβας την κεφαλή χαμήλωσα.Γλυκύς ο ίσκιος Σου ΚΥΡΙΕ,Σε Εσένα, που όλα τα θωρείςκαι με περίσσια κρίση τα ακούεις,την προσευχή εγώ μήτε που την ψιθύρισα,εντός μου απλώθηκε κι ευχήθηκα,να την ακούσεις, μέρα της γέννησής σου.Θαρρώ όμως να
Σε μια φτωχή σπηλιά, ο κόσμος όλος, πώς χωράει, Εσύ παιδί μου, σε μια τόσο δα μικρή αγκαλιά και πάλι!
Κάθε χειμώνα, εκεί στον ουρανό ψηλά, το ίδιο ολόφωτο αστέρι θα προβάλλει, ποιος θα γυρίσει τη ματιά του ταπεινά, θ’ αφήσει τη δουλειά που πολεμά και το «Επί γης ειρήνη» μέσα απ’ την καρδιά θα ψάλλει;
Ποιος θα κοιτάξει με δέος κι ολοκάθαρη ματιά που μία γέννηση, μία ελπίδα, το χτες και τ’ αύριο συνάμα εδώ μπροστά μας ξεπροβάλλει!
<br
Του Χριστού…
Εκεί που λάμπει ένα αστέρι,στης νύχτας το θολό ιστό,άπλωσε το σεπτό σου χέριν’ αγγίξεις το μικρό Χριστό.
Εκεί που σβήνει το φεγγάρι,ένα παιδί αιμορραγεί,Χριστέ μου, κάνε μου τη χάρη,να γιάνεις τούτη την πληγή.
Ένας τυφλός στο άδειο σκοτάδι,θα ψάλλει πάλι ωσαννά,να νιώσει τ’ ουρανού το χάδιτη γη να θυμηθεί ξανά.
Κι αυτή η κόρη που κεντάει,μπροστά στο αδύναμο
Πρόσφατα σχόλια