Έφτασε σήμερα το γράμμα σουκοντά μου.Όχι, έφτασε το ηλεκτρονικό σουγράμμα.Μα εγώ το τύπωσα, καλέ μου,το δίπλωσα και το σφράγισασ’ έναν φάκελοέτσι για να νιώσω κάπωςτην παρουσία σου,το άγγιγμά σου μέσα απ’ το κλείσιμό του,την αφή σου στο κάθε γράμμα,τη μυρωδιά σου.
Πόσο σε πεθύμησα, να ‘ξερες…Μου γράφεις πόσο μεγάλωσε η ίριςπου ‘χαμε φυτέψει μαζί,θυμάσαι;Και πόσο άσχημος μοιάζεις τώραμε τα ανάκατα μαλλιά σουτα
Κατηγορία: Μένουμε σπίτι
Την προσωπική μας άνοιξηαπροκάλυπτα περιφέραμε,την κατάτρυχε η λάβα του χρόνου,εικονική πραγματικότητα άφηνεστο πολυτάλαντο τραπέζι της γνώσης.
Ήρεμες αποχρώσεις θώπευανελκυστικά τα μάτια,τις πράξεις μας θωρούσανσαν άψυχα ελατήριακρεμασμένα στα σύννεφα.
Κάποιο τόλμησεήχο ξεχασμένης θαλπωρής ν’ αφήσει,μια λυγερόκορμη αντιλόπηνερό δεν πρόλαβενα πιει στο ποτάμι.Λευκοί ερωδιοί πέταξαντην ήττα στο αυτονόητο
Εκόντες άκοντες, μένουμε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τυγχάνει δε, οκτώ στις δέκα φορές, ο οίκος αυτός να είναι ένα ‘’κουτί’’ ολίγων τετραγωνικών το οποίο μέχρι πρότινος συνηθίζαμε να λέμε ότι χρησιμεύει ΜΟΝΟΝ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΥΠΝΟ. Δοξάζαμε Θεούς, παλιούς και νέους, που υπήρχε έστω και αυτό το κεραμίδι άνωθεν της κεφαλής μας και όχι ένας έναστρος ουρανός να μετράμε τα άστρα του για να μας πάρει γλυκά ο ύπνος. Με τον αναγκαστικό εγκλεισμό μας σ’ αυτό το ανήλιαγο κουτί, που το μισό βρίσκεται υπό της γης
Μας είπαν να ξεχάσουμε την Άνοιξη, αν θέλαμε να ζήσουμε και εμείς υπακούσαμε και κλείσαμε τα παράθυρα, για να προστατευτούμε από αόρατους εχθρούς. Μας προειδοποίησαν για αυτούς τους εχθρούς, που καραδοκούσαν για την εισβολή τους και σημάδευαν τις καρδιές μας. Τις καρδιές μας, που εμείς είχαμε προετοιμάσει να υποδεχθούν το φως και τη λαμπράδα της Άνοιξης. Κλείσαμε τα μάτια μας για να μην βλέπουν την ερήμωση στους άδειους δρόμους και ας τα είχαμε ανοίξει πρότινος διάπλατα να φωτισθούν από
τίς γῆ; τί γένος; τίνα φῶ λεύσσειν τόνδε χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν χειμαζόμενον;Πρωμηθέας τίνος ἀμπλακίας ποινὰς ὀλέκῃ; [1] Αισχύλος α Έγιναν οι οι εκκλησίες των λαών. σύμβολα ενός επιλόχειου πυρετού, εκεί και οι προσευχές και εικασίες Σε ράφια με πολύχρωμα καλούδια γιορτινές ζελατίνες, ηχούν τις ψαλμωδίες των πιστών β Σιγή σε δρόμους και διαδρόμους η απουσία θριαμβεύει και το Πάσχα της περισυλλογής, ταυτίστηκε με την Ανάσταση με ένα βηματισμό να χωρίζει,
Έχω χάσει τις μέρες και τις ώρες. Κάθε φορά που μιλάω με την κόρη μου στο τηλέφωνο τη ρωτάω τι μέρα είναι για να βεβαιωθώ πως δεν κάνω λάθος. Σηκώνομαι με θολωμένο το μυαλό. Φτιάχνω μηχανικά τον πρώτο μου καφέ και μέχρι να φουσκώσει προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη. Όταν ο καιρός είναι άσχημος δεν έχω όρεξη για τίποτα. "Χάσαμε τον καλύτερο μήνα" σκέφτομαι καθώς πίνω την πρώτη μου γουλιά. Χάσαμε τις μυρωδιές της άνοιξης. Οι πασχαλιές έχουν φουντώσει εκεί έξω και μοσχοβολάνε τα
Μια αγκαλιά λέξεις, χίλιες συλλαβές στο στόμα, αμέτρητες προτάσεις στο μυαλό, σχέδια στην καρδιά που φέρνουν χαμόγελα, έτοιμο το σενάριο. Μοιράστηκαν οι ρόλοι. Αυτός έκανε το ποτάμι. Εκείνος τη λίμνη, ο άλλος τη θάλασσα, το παιδί με τα σγουρά μαλλιά το βουνό. Ο τελευταίος έκανε Τον Θεό. Ο Θεός πήρε τη θέση Του στον θρόνο, με τα αγγελάκια γύρω Του να χαίρονται για την ομορφιά. Και κει, μεσ’ στην απόλυτη τάξη και ηρεμία, ξεπρόβαλε ο ανθρωπάκος, μικρός, γκρινιάρης, μίζερος. Άρχισε να τρέχει
Γιαγιά που είσαι;Πόσο πεθύμησα τα παιδικά μου χρόνια, τότε που όλα ήταν αλλιώτικα.Τότε που μου έλεγες παραμύθια κάτω από τη συκαμινιά.Τότε που μου έφτιαχνες κούκλες από σιταροπούλες.Τότε που έφτιαχνες τηγανίτες και ήθελα να φάω τις περισσότερες.Τότε που υπήρχαν κοτούλες και αρνάκια στη γραφική γειτονιά του χωριού μας.Τότε που μου ζωγράφιζες τον Χριστό και την Παναγία, τα δέντρα, τα λουλούδια, τα ζωάκια και μου έδινες ελπίδα και ας μην ήξερες πολλά γράμματα.Ζωγράφισες
Πρόσφατα σχόλια