Κατηγορία: Οι Τσαπερδόνες

«Φρύνη η τσαπερδόνα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Έφτιαξε η Φρύνη προσεκτικά το σάλι που της είχαν δώσει να φορέσει στην πλάτη, θα μπορούσε κανείς να πει πως είχε καρφιτσώσει στη μνήμη της τα σημεία που ακουμπούσε στην πλάτη και στους ώμους της, καθώς και τον κόμπο που το κρατούσε στη θέση του, χαμηλά κάτω από το στήθος, και κάθισε στο σκαμπό πάνω στην ελάχιστα υπερυψωμένη εξέδρα για να μπορούν όλοι οι φοιτητές να την βλέπουν. Ύστερα, στύλωσε το βλέμμα της στη βίδα του αντικρινού της καβαλέτου, εκεί ακριβώς κοιτούσε, πριν από το μισάωρο

Συνεχίστε...

«Μιχαήλ ο τσαπερδόνος», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Ο Μιχαήλ δεν ήθελε και πολύ για να αρχίσει το ασπραποβρόντι! Άνοιγε το στοματάκι του και ξεχυνόταν σε κύματα όλη η δυσοσμία  του κόσμου. Στη σειρά κατέβαιναν όλοι ανεξαιρέτως οι Άγιοι κι οι Απόστολοι, κι όταν τελείωνε με αυτούς, έπιανε και τα πιο ιερά! Στόχος ήταν η επικράτηση; Και βέβαια! Έπρεπε να καταλάβει επιτέλους η γυναίκα ποιος έχει το πάνω χέρι! Ποιος μπορεί να εξωτερικεύει την πακτωμένη του πίεση! -Μα τι ώρα είναι αυτή που μαζεύτηκες πάλι, Μιχαλάκη μου; Αυτό είχε πει όλο κι όλο η

Συνεχίστε...

«Τασία η τσαπερδόνα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

-Λοιπόν, Γιωργάκη μου, πού θα πάμε φέτος διακοπές; Ο Γιωργάκης την κοίταξε στα μάτια βαθιά, όπως πάντα, σαν από πάντα, αιώνια και σχεδόν απελπισμένα ερωτευμένος με το πρασινογάλαζο που άλλαζε ανάλογα με τις εποχές και τα χρώματα τού ντυσίματός της, όταν φορούσε το γαλάζιο της φουστάνι, το χρώμα των ματιών της έπαιρνε κάτι απ’ του ουρανού στο μέσο του καλοκαιριού. -Όπου θες εσύ, καρδιά μου! Η απάντησή του δεν ήταν απ’ τις αναμενόμενες αν ως ψύχραιμοι παρατηρητές της ζωής συνεκτιμήσουμε τις

Συνεχίστε...

«Σούλα η τσαπερδόνα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Το πρόβλιημα είνι μεγάλο! Είνι κηρός τώρα που ήθελα να σας το συζητήσω. Γράφει κι τούτο το διαόλι, τι να σας λέω! Το θέμα απιτεί περίσσια προσσοοχή. Γιατί, άνθρωπος είμ’  βρε αδελφέ, μη κοιτάς που είμι γυναίκα! Άνθρωπος είμι, λιυγάω κι γω, πώς αλλιώς. Να σου πει στα καλά του καθουμένου, ο κατά τα όλα τ’ άλλα του κιύριος, να σου πει μια μέρα, τριάντα του Ιούνιη ας πούμε, εκιεί κατά τις δέκα και μισή, «Δεν σι θέλω πια, να φύγιεις.» Έτσι το λένε, κιύριε Νασούλη μου το δεν σε θέλω; Κατραπακιά και

Συνεχίστε...

«Μυρσίνη η τσαπερδόνα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

(Σανίδωσέ το Du- κάτι σου το κέρατό μου! Βάλε ρε λίγο ψυχή! Μίλα, ρε! Τι σου ζητάνε; Ξεπέρασε τη σιωπή σου.  Βάλε  λίγο συναίσθημα. Οι λέξεις  είναι καράβια. Ταξιδεύεις ρε μαζί τους μια ζωή! ) -«Λοιπόν, πώς σου άρεσε το φαγητό σήμερα;» Γελάκι υπόκωφο η πρώτη σιωπηλή απάντηση. Τρία λεπτά ανάμεσα σε μακροβούτια στο σύνολο των λέξεων και τελική επιλογή το «ζόνγκ» όπερ και σήμαινε, «συγγνώμη,  χάσατε». -«Σου είπα, δεν σου είπα; Τα γεμιστά καλά.» -«Κι οι μελιτζάνες παπουτσάκια;» -«Τόσο καλές που

Συνεχίστε...

«Ριτάκι η τσαπερδόνα» γράφει η Μαριάννα Γληνού

Πώς τα είχε καταφέρει το Ριτάκι! Τινάζοντας τη ξανθιά της χαίτη  πέρα-δώθε! Μπλεχτήκαν στα μαλλιά της σειρά οι γαμπροί. Ποιον να πρωτο-διαλέξει! Τον όμορφο ροκά και πολλά υποσχόμενο για  καλά κρυμμένες χάρες,  Λευτεράκη, αδελφό της γυναίκας του πρώτου της ξαδέλφου; Τεφαρίκι πράγμα λέμε! Ένα αγόρι με πυκνές βλεφαρίδες και μάτια λίγο θλιμμένα, που ήξερε να λικνίζεται  στους ξέφρενους ρυθμούς του ροκ-εντ-ρολ και να στριφογυρίζει τα κορίτσια πάνω, πιάνοντας τα από τη μέση, από τα χέρια ύστερα,

Συνεχίστε...

«Βασούλα η τσαπερδόνα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Έσιαξε  η Βασούλα στα βιαστικά το καυτό της σορτσάκι  ισιώνοντάς το,  κοιτάζοντας πότε κατά τον έναν και πότε προς  τον άλλον άντρα μέσα στη βάρκα. Και τα δύο αρσενικά ήταν απασχολημένα με τα του ψαρέματος, ήταν του ψαρέματος άλλωστε, αμφιβολία δεν υπήρχε!  Ψαροντούφεκα, τρίαινες, ζώνη  με βαρίδια για να τους βοηθάει στη βουτιά να πηγαίνουν πιο γρήγορα κάτω, και ειδικές λαστιχένιες στολές που θα τους προφύλασσαν από το κρύο του βυθού. Της είχαν προτείνει να πάει μαζί τους κι εκείνη με χαρά είχε

Συνεχίστε...

«Κατινάκι η τσαπερδόνα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Με δυο κοτσίδες είχε ξεκινήσει από το νησί. Ένα λιγνό κορίτσι με παχουλές μαύρες κοτσίδες, μακριά σκουρόχρωμη φούστα που ‘φτανε ως τον αστράγαλο και ένα άσπρο στην άκρη του δαντελωτό πουκάμισο. Την έστελναν οι δικοί της σαν παρακόρη σ’ ένα σπίτι στην Αθήνα. Να μάθει τις δουλειές του σπιτιού, να τριφτεί να μεγαλώσει, να κάνει και την τύχη της, αν της το ‘χε φυλαγμένο. Το ταξίδι ήταν κουραστικό και ο καιρός δεν βοηθούσε, νοτιάς και το κουνούσε σαν καρυδότσουφλο. Στο λιμάνι, λέει, θα την περίμεναν.

Συνεχίστε...

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη