Η κυρία Μιγιούκι Ικάγουα επιβιβάστηκε στο Σινκανσέν, το Τρένο Σφαίρα, στον κεντρικό σταθμό του Τόκιο, κρατώντας ένα ελάχιστο βαλιτσάκι. Δεν θα πηγαίνει μακριά, υπολόγισε ο συνεπιβάτης που βρισκόταν ήδη στο κουπέ. Ο Καζούο Ισάκα, ζωγράφος στο επάγγελμα, εντυπωσιάστηκε από το ζωηρό κόκκινο χρώμα αυτής της μικρής αποσκευής. Ζωηρό κόκκινο χρώμα είχαν και τα χείλη της κυρίας. Ο συνδυασμός ήταν γοητευτικός, καθώς είχε πολύ λευκό δέρμα και κατάμαυρα στιλπνά μαλλιά. Το παρουσιαστικό της του θύμισε τη
Κατηγορία: Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια
Ο Jean-Pierre κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, κοιτώντας δεξιά και αριστερά με ανησυχία. Μα, μόλις πάτησε το πόδι του στην αποβάθρα και είδε τους ελεγκτές να στέκουν έξω από το shinkansen [1], το τρένο σφαίρα, πάγωσε. Έκλεισε τα μάτια του. «Ηρέμησε, δεν σε ξέρει κανείς, δεν σε ψάχνει κανείς… Πάρε ανάσα, μην τραβάς την προσοχή… Λίγο έμεινε….» είπε στον εαυτό του και προχώρησε προς το μέρος τους με το εισιτήριο στο χέρι. Πέρασε απευθείας τον έλεγχο και επιβιβάστηκε. Βρήκε σχετικά γρήγορα τη θέση
Ήταν σίγουρα παρέα φίλων. Νέοι όλοι τους, τέσσερις κοπέλες και τρεις άντρες, κοντά στην ηλικία του θα έλεγε, στα τριάντα έξι. Από την ώρα που μπήκαν στο τρένο δεν είχαν κλείσει το στόμα τους. Μιλούσαν ακατάπαυστα. Το μόνο που διέκοπτε το ρυθμό της συζήτησής τους ήταν τα χαρούμενα χαχανητά τους – που κάποιες φορές ξέσπαγαν σε τρανταχτά γέλια. Ναι, το είχε ξανασυναντήσει στο παρελθόν αυτό το φαινόμενο, τόσο διαφορετικό από τη δική του κουλτούρα, αλλά κάθε φορά τον ξάφνιαζε το ίδιο. Βασικά, όλοι οι
Ο Χριστόφορος, ένας νεαρός γύρω στα εικοσιπέντε, με αθλητικό σώμα, μαύρα μάτια και ίσια κατάμαυρα μαλλιά, Έλληνας στην καταγωγή, ταξίδεψε από την Αθήνα αεροπορικώς για την Γιοκοχάμα. Η μεγάλη ανεργία που υπάρχει στην χώρα του, τον ανάγκασε να μεταναστεύσει σε μια άλλη ήπειρο. Γι’ αυτόν βέβαια, το ταξίδι αυτό αποτελεί μια επένδυση, να ζήσει μοναδικές εμπειρίες και να κερδίσει μαθήματα ζωής. Μόλις είχε φτάσει στην Γιοκοχάμα. Θα έπαιρνε το τρένο για το Κιότο. Θα ταξίδευε πρώτη θέση, γιατί η
Από το αεροδρόμιο της Αθήνας και ως το Τόκιο δεκαεφτά ώρες και κάτι. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που αποτολμούσα ένα τόσο μακρινό και κουραστικό ταξίδι, πετώντας πάνω από ολόκληρη την ασιατική ήπειρο. Είναι γεγονός βέβαια πως από καιρό το σχεδίαζα στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, αλλά λόγοι ανωτέρας βίας δεν μου επέτρεπαν να το πραγματοποιήσω. Όμως έπρεπε να το κάνω κάποια στιγμή για να γνωρίσω καλύτερα τη χώρα, αλλά κυρίως να γνωρίσω από κοντά την οικογένεια της Κίκου. Ό,τι ήξερα μέχρι τότε
Υπέροχο τοπίο, πεντακάθαρα πάρκα με κερασιές και τεχνητές λιμνούλες, χόρταιναν το μάτι του. Πόσο διαφορετικά του φαίνονταν όλα μακριά από την πατρίδα του! Πόσο διαφορετικός λαός, κλειστός, συγκρατημένος συναισθηματικά, καθόλου ομιλητικός, που περιορίζεται στα απολύτως τυπικά και απαραίτητα. Μπορεί να έκανε λάθος, αλλά όλα αυτά του ταίριαζαν. Ένιωθε οικεία, ο Μάρκος. Δεν ήταν καθόλου εξωστρεφής, δεν έπιανε εύκολα φιλίες, ούτε άνοιγε συζητήσεις. Μόνο παρατηρούσε τα πάντα γύρω του και
Περπατούσε χαρούμενη, με βήμα ανάλαφρο, σαν πεταλούδα, στην ανοιξιάτικη πόλη της, στο Κιότο. Ο ουρανός καταγάλανος, σε καλούσε να πετάξεις σαν πουλί αποδημητικό, που ψάχνει από σκεπή σε σκεπή, να βρει τη φωλιά, που έχτισε την περασμένη άνοιξη. Ο ήλιος χρυσαφένιος, έστελνε το χάδι του το απαλό, στις ανθισμένες αμυγδαλιές, στις ντάλιες και τις αζαλέες, που με τα πολύχρωμα κεφαλάκια τους χαιρετούσαν τους βιαστικούς περαστικούς του δρόμου. Εκείνη χωρίς κανένα ενδοιασμό, κάθισε στο πρώτο παγκάκι,
Τον φάκελο τον είδε μετά που σήκωσε το τραπέζι και πάστρεψε την κουζίνα! Ο γιος της είχε ήδη φύγει για κάποια επαγγελματική συνάντηση. Αυτός πρέπει να της είχε αφήσει τον φάκελο. Το όνομά της γραμμένο με το γραφικό του χαρακτήρα. Η περιέργεια, η έκπληξη, η ανυπομονησία αναμείχθηκαν με το αίμα και κύλησαν στις φλέβες της, όπως άνοιγε τον φάκελο. Κι όταν έβγαλε από μέσα το αεροπορικό εισιτήριο, τα μάτια της λάμψανε στη συγκίνηση που έγινε έκφραση απίστευτου! Θα την έπαιρνε μαζί του, στο
Πρόσφατα σχόλια