Κατηγορία: Πρόσωπα στον καθρέφτη

“Βρασίδας”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Ποιο φωτεινό μυαλό είχε την ιδέα να τον ονομάσουν Βρασίδα δεν θα το ανακάλυπτε ποτέ. Πώς στο καλό τούς είχε έρθει  αφού μάλιστα δεν ήταν και χριστιανικό όνομα και γιόρταζε με τον σωρό, όλοι οι μη- χριστιανοί κατ’ όνομα των Αγίων Πάντων. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία όμως! Κι ίσως εκεί γύρω στα πενήντα του να ανακάλυπτε πως το όνομά του γιορταζόταν εντέλει, ας πούμε ταίρι-ταίρι με την Παγκόσμια μέρα οργασμού! Χα-χα-χα! Τι τον ένοιαζε τον Βρασίδα! Οι γονείς του είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο –ακαριαία-

Συνεχίστε...

“Κούλα”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Πλατύς πεζόδρομος. Πλακόστρωτος. --Τώρα είναι. Σήμερα. Πάρε, πάρε, πάρε. Κορίτσια, παλικάρια, σήμερα κληρώνει. Τζάκ -πότ. Δυο περιστέρια γύρω από ριγμένα ψίχουλα στη βάση ενός φανοστάτη, που θα ταίριαζε σε μια παραθαλάσσια πόλη περισσότερο απ’ ότι εδώ. Γύρω του τυλιγμένα σε σωλήνα Χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, τι να μπαίνουμε στον κόπο, βάλε, βγάλε, πλήρωσε τους ηλεκτρολόγους ξανά και ξανά για τον ίδιο σκοπό; Δεν μπορεί, κάπου πίσω από τα κτίρια και τις καφετέριες, τ’ αραδιασμένα τραπεζάκια

Συνεχίστε...

“Χρύσανθος”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Αν ήταν άνεμος, θα ήταν νοτιαδούρα. Νερά θολά, ανακατεμένη άμμος, φύκια, ψάρια ζαλισμένα να προσπαθούν να αποφύγουν εκείνα που με ευκολία ξέβραζε η θάλασσα. Ή ίσως χαμαιλέοντας, με τη δεινή του ικανότητα ν’ αλλάζει χρώμα κατά τη βόλεψή του και τα περί αυτού. Να γίνεται δηλαδή χρυσοπράσινος όταν καθόταν δίπλα στις χορταριασμένες πέτρες που τις χρύσιζε ο ήλιος ή καφετί ανοικτό όταν καθόταν ακίνητος στο χώμα. Σημαία πάντως, με τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι ο Χρύσανθος, γιατί δεν τα ‘χε καλά με τα

Συνεχίστε...

“Αγάπη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Απεχθάνομαι τις βαλτωμένες σιωπές. Τα «δεν αντέχω» που κούρνιασαν την ήττα τους. Τις αυλαίες που πέφτουν βαριές και ορίζουν  το τέλος  στις πράξεις χιλιάδων δραμάτων. Επί κι εκτός σκηνής. Κι ύστερα το κλάμα πάνω από τις τελειωμένες υποθέσεις. Αν κλαίω, καμιά φορά, είναι από λίγωση, απ’ αγάπη, γιατί φουντώνει άξαφνα μέσα μου και δεν έχει πια να την πω. Οι λέξεις δεν φτάνουν στα σύννεφα. Εδώ, φορές-φορές δεν ακουμπάνε τους ανθρώπους στη γη, θα βγάλουν φτερά να πετάξουν παράδεισο μεριά; Όταν

Συνεχίστε...

“Πίστη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Πού ‘σαι ζωή; Μου λείπει ο πατέρας μου. Τα σιωπηλά «σ’ αγαπώ» του. Οι μεγάλες του αγκαλιές... Η φωνή του να με φωνάζει «μάτια μου». Ακόμα απεχθάνομαι τις μεγάλες του απουσίες. Στα κενά της μνήμης μου, ταξιδεύω πλαστικά γιωτ και μιμούμαι το θόρυβο της μηχανής τους. Μου λείπουν τα φροντισμένα λόγια, ήσυχα όπως η σιγαλιά της νύχτας, τ’ άφρισμα στην άκρη της θάλασσας, βέβαιο όπως το ουράνιο τόξο μετά τη βροχή. Δεν τη μπορεί κανείς πια την παιδική μου αφέλεια -τη βρίσκει αταίριαστη με τα προχωρημένα

Συνεχίστε...

“Άγγελος”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

--«Καλημέρα σας! Είναι ωραία έτσι που φυσάει σήμερα! Δεν κάνει τόση πολλή  ζέστη». Κενό. «Αυτό το φανάρι αργεί πάντα». --«Ναι, είναι που δίνουν προτεραιότητα στον μεγάλο δρόμο. Αυτό γίνεται κάθε πρωί.» --«Μέρες  κάθομαι εδώ μ’ ένα πάκο διαφημιστικά φυλλάδια στο ένα χέρι, χέρια καθαρά, και συχνά ρωτάω, ύστερα απ’ την εγκάρδια  καλημέρα μου, τον κόσμο: «Θέλετε;» Δεν το πετώ το φυλλάδιο απ’ τ’ ανοικτό παράθυρο  γρήγορα-γρήγορα, να τελειώσουν τα φυλλάδια, να τελειώσουν τ’ αυτοκίνητα, να

Συνεχίστε...

“Μπουμπού”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

[Όνομα βάπτισης: Τριανταφυλλιά]

«Μπου»,  έκανε αργά μεσημέρι ένα μικρό μαυριδερό πλασματάκι στον κόσμο, παρά την ώρα των ανθρώπων, στην ώρα που ήθελε ο Θεός, εξίμησι μηνών, ένα διακόσια πενήντα, ένα πρόσωπο όλο μάτια. Στη θερμοκοιτίδα ολάνοιχτα κοίταζαν, τα χέρια σε άτακτες κινήσεις, βρεφικές, έψαχναν ν’ αγκαλιάσουν κομμάτι από έναν τέλειο κόσμο, σιγουρεμένα ακόμη  από την ασφάλεια του περιορισμένου χώρου της μήτρας. Από τότε, όλο έτρεχε να προφτάσει. Μην και προλάβει ο χρόνος,

Συνεχίστε...

“Εριφύλη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Ένας συνεχής ύπνος μπουκωμένος αποχαύνωση. Χορτασμένος το κενό της ζωής που αφήνει. Ζεις μέσα στον ύπνο; Ανασαίνεις; Καθένας στ’ όνειρό του, μονάχος του κοιμάται. Τα χέρια που άγγιξαν, που χάιδεψαν, τα χείλη που φίλησαν, τα λόγια, τα αχ.., φτερά στο κενό. Απ’ αλλού ξεκίνησα και κοίτα με εδώ, μπροστά σου, μ’ αυτό το αυθάδικο λαμπύρισμα στα μάτια, ακόμα να σου ζητώ, Ζωή, ακόμα να θέλω. Όταν πάψεις να θέλεις, παύεις να υπάρχεις; Καθισμένη σε μια καρέκλα βγαλμένη απ’ το παρελθόν, αυτές των

Συνεχίστε...

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη