Κατηγορία: Πρόσωπα στον καθρέφτη

“Ροζαλία”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Πέρασε η Ροζαλία τη ματιά της από πάνω μου κι ύστερα μου είπε, ανάβοντας ταυτόχρονα το τελευταίο τσιγάρο από το πακέτο της: «Μια φορά θέλω να μου πεις κάτι που να μη γυρνάει στη χειμωνιά». Δεν χρειαζόταν πάνω από μια ματιά. Καμιά φορά, ούτε κι αυτή. Βλέπεις, ίδιες πατρίδες… Και μια  λέξη, ένας ήχος, η πρωινή μυρωδιά υγρασίας επάνω στα σκεπάσματα, ήταν ικανά, όλα, φαινομενικά ασήμαντα, ένα προς ένα, ν’ αναμοχλεύσουν  τα υλικά στο καζάνι του παρελθόντος, ξύλινη κουτάλα, με μεγάλο κοντάρι

Συνεχίστε...

“Πετούνια και Αριστέα”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Αχ, μανίτσα μου! Περάσανε τα χρόνια κι εσύ ακόμα στέκεις εδώ, χωρίς να ‘χεις ξεχωρίσει το στάρι από τ’ άγανα! Και μου φαίνεται πως τώρα έχεις αρχίσει να μιλάς. Φόρτωσε η καρδιά σου νερό από τα βουβαμένα λόγια τόσα χρόνια και τώρα ξεβράζει σωρό μαζί μπερδεμένα τα πάντα - ξύλα βρεγμένα όλες οι υποσχέσεις, οι αγάπες, οι προσμονές, οι στιγμές κι απ’ έξω χειμώνας. Θα φταίει η μοναξιά που την μπούκωνες μια ζωή περιμένοντας κάποιος να τη δει και να την ελαφρύνει. Σωρός τα «πρέπει» που σου φόρτωσαν

Συνεχίστε...

“Μίρκα”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Στο σπίτι έμπαινε  ένα μουντό φως απ’ τον τζαμένιο φεγγίτη, σχεδόν κίτρινο, αναποφάσιστο. Οι καμπάνες χτυπούσαν την παραμονής μιας γιορτής κι από πιο μακριά, η γλώσσα των πουλιών, σημάδι πως χάρισε ο Θεός για άλλη μια μέρα ετούτη τη γη στους ανθρώπους. Τα πράγματα σχεδόν ακίνητα κι όμως από χτες θα ‘χαν ζήσει κι αυτά τη δική τους ανεπαίσθητη αλλαγή μέσα απ’ τα χέρια των ανθρώπων. Είχε κοιμηθεί απ’ το προηγούμενο βράδυ μ’ έναν κόμπο στον λαιμό, της είχαν «καθίσει» τα άπλυτα πιάτα που

Συνεχίστε...

“Σέβη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Έχει πίκρα η αποδοχή; Ποσά ανάλογα; Όσο πλαταίνει η αποδοχή, τόσο βαθαίνει η πίκρα; Και τα αντίο, έχουνε τα αντίο γυρισμούς;  Τα «καλώς ήρθες» ανταμώματα; Πώς μπορούσε ένας μικρός άνθρωπος, όλος κι όλος ένα κι εξήντα, να γυρίζει μια γύρα τον κόσμο, καμιά φορά και πάνω-κάτω, ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω. Σηκωνόταν τις πιο πολλές φορές αξημέρωτα, πάντως πρώτα απ’ όλους μέσα στο σπίτι. Αν καμιά φορά  τύχαινε κι έμενε περισσότερο στο κρεβάτι, ξέραμε όλοι μας πως κάτι έτρεχε. Κάτι από μέση ή από

Συνεχίστε...

“Αγνή”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Τι κι αν φοβάμαι τις δυνατές βροχές, αυτές που απλώνονται νερένια κουρτίνα μπροστά απ’ τον κόσμο και νομίζεις πως με μίσος χτυπούν ανερώτητα, πλαγιάζουν τα φύλλα, σωπαίνουν τα κελαηδίσματα, μουλιάζουν τα φτερά... Κι η γη δεν προλαβαίνει να δεχτεί το νερό, λάκκοι, λασπωμένες στρογγυλές λέξεις, χαλάζι. Μικρή αν ήμουν, με  μια σχεδόν  ανεπαίσθητη  κίνηση, θα κινιόμουν μια θέση πιο δίπλα στη σιγουριά, με δυο κοτσίδια να προσπαθούν να τιθασέψουν το ατιθάσευτο, φορώντας την πλεκτή ζακέτα της γιαγιάς

Συνεχίστε...

“Ευτέρπιος”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Μια σπιθαμή άντρας ήταν. Με μάτια κοφτά και μικρά, πόσο φως να χωρέσουν;  Παπούτσια πρωτευουσιάνικα σ’ ένα ντύσιμο αχταρμά κι η φουσκωμένη ευχαρίστηση μπάκα του να τεντώνει τα κουμπιά του πουκαμίσου. Αλλόκοτη περπατησιά. Σαν άνθρωπος που ξέμαθε, θαρρείς, από την ώρα την πολλή που ήταν καθισμένος στην παλιά καρέκλα του καφενείου  με το δεξί πόδι στηριγμένο πάνω της. -«Αίγλη! Αίγλη!», φώναξε επιτακτικά τη γυναίκα από το βάθος του μαγαζιού, χτυπώντας καθώς περνούσε δίπλα  απ’ το μεγάλο ψυγείο το

Συνεχίστε...

“Αστρούλα”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Ε, ναι, λοιπόν! Απουσίασα για λίγο. Σεργιάνιζα σε δρόμους ανοικτούς, ανάμεσα σε δέντρα που έφταναν, νόμιζες, ως τον ουρανό. Κι όμως, το φως σε έφτανε από παντού. Παχύ στρώμα από φύλλα βελανιδιάς, μπορντό- καφέ πια, τόσο απαλό κι απάτητο που θα ‘λεγες πως ήτανε μπαμπάκι. Και το νερό δροσερό στη βρύση του Θεού… Αν δεν τους ξέρεις τους τόπους, μπορείς να χαθείς. Οι δρόμοι όλοι μοιάζουνε ίδιοι. Πού βγάζουν, δεν ξέρεις… Έφτιαξε ο θεός εμάς τους ανθρώπους και μας χάρισε τη ζωή. Με τον βηματισμό του

Συνεχίστε...

“Αλκυόνη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Στον αέρα αιωρούνταν, ακόμα κι αν δεν ήθελες να εστιάσεις τη ματιά, μικρά σωματίδια σκόνης, καθώς ο ήλιος ζέσταινε την αφημένη πάνω από τη βοηθητική είσοδο, Χριστουγεννιάτικη γιρλάντα. Ένας κότσυφας τσιμπολογούσε τη ζωή στην αντικρινή ελιά, θορυβώντας με τα φτερά του ανάμεσα στα φύλλα. Από μακριά, κομμένες κουβέντες από αέναες συζητήσεις πάνω στα ίδια θέματα, ενώ η λύση στεκόταν άπιαστη, ζώντας κι εκείνη τη ζωή της με υπομονή  περιμένοντας, ν’ αναλογίζεται, «μα πώς  δεν με βλέπουν; Αρέσει στους

Συνεχίστε...

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη