Τα ξέρω αυτά τα βήματα είναιοι σκέψεις σου που βαριεστημένασέρνονται, υποβασταζόμενεςαπό την βακτηρία μιας υπομονής…Κάνουν αργά, βασανιστικά βήματα μέχρινα φθάσουν σε ένα ποίημα καιάνετα να καθίσουνστην πολυθρόνατων ομοιοκαταλήξεών του…Τότε η έμπνευσηνυσταγμένη, βουτηγμένησε ρυτίδες μελανιούσαν χτυπημένηστο πρόσωποκαρκίνου ράπισμακάνει το κεφάλι τηςμαξιλάρι, μετάπαγκάκι να μηνφάει η ορθοστασίατους λυρικούς
Κατηγορία: Λόγοι των Φίλων: Κείμενα
Όλες οι περιπέτειεςέχουν τα όριά τους.Πρέπει να μάθεις να τα υπακούς.Και για εκείνη της ζωής,δεν είναι στο χέρι σουούτε καν η υπακοή.Νερό που τρέχει κατά τη θάλασσα και καταλήγει αστέρι.
Η θλίψη, ο πόνος, οι χαρέςστα μεσοδιαστήματα,όλα για σένα.Ενέχυροι θησαυροί, σύντροφοι.Όλοι, δικοί σου.
[Μαριάννα Γληνού – Ας γνωριστούμε]
Ποιος μπορείνα βάλει φρένο στην αγάπηποιος μπορείνα σταματήσει τον έρωταείναι ανέφικτοαυτές οι πανίσχυρες δυνάμειςδεν περιορίζονταιαπ΄ τη λογικήούτε γεννιούνταικατόπιν ωρίμου σκέψεωςέρχονται έτσιστα ξαφνικάαναστατώνουν το είναιγεμίζουν συναίσθηματην ύπαρξησε πεθαίνουνσ΄ ανασταίνουνκαι δίνουνστη ζωή σου νόημα.
Θα είναι πρώτο της μέλημα η δουλειά που ανέλαβε να κάνει και που θα πληρώνεται για αυτή. Δεύτερο ζητούμενο να ζει καλά. Και τρίτη βασική της υποχρέωση να στηρίζει τα αγαπημένα της πρόσωπα. Θα σκουπίζει, θα περιποιείται τον κήπο, θα φρεσκάρει τους χώρους, δίνοντας πάντα χρώμα σε κάθε της κίνηση. Όταν πρέπει θα υποδέχεται τους ξένους με το αγνό της χαμόγελο. Στις σχόλες θα βάφει τα μαλλιά της, η προδότρα ρίζα ποτέ να μην φαίνεται άσπρη, και θα βγαίνει στολισμένη όμορφη για βόλτα. Τα δουλεμένα
Δες το φωτεινό μονοπάτι των άστρων
Ρίξε το βλέμμα σου στο παρελθόν.Δες το φωτεινό μονοπάτι των άστρων.
Μπορούμε ακόμανα βρούμε τα χαμένα παιδικά μάτια μαςτην αθωότητα εκείνηπου αρκείται στο ελάχιστοτην αφέλειαπου πολλές φορές είναι αρκετήγια να ερμηνεύσει τον κόσμο.
Η εξίσωση της ανάβασης
Είμαι ένας άνθρωποςκλεισμένος στις ίδιες πάντα εικόνεςπου θα πει
Στην αυταπάτη που ξυπνά στη χέρσα γη,τυφλοί προφήτες στην ομίχλη προχωράνεκι έχουν στα στήθια τους μι’ αλύτρωτη πληγήκι οι άδειες ώρες στον καημό τους δε χωράνε…
Κι εκεί που ο χρόνος την οδύνη συναντάκι απλώνει ο πόνος το βαρύθυμο το χέρι,τη γη ξεχνάω κι η ηχώ σου μου απαντά,τη γη θυμάμαι και μου γνέφει ένα αστέρι.
Νύχτα Σαββάτου ξημερώνει Κυριακήκι όλα συγκλίνουν στην αγέλαστη την πόλη,μα εγώ συντρόφισσα κι απόψε θα ’μαι
Υψηλός επισκέπτης Ήρθε με βήματα βαριά μύρισε θάλασσα η αίσθησή του στάθηκε δίπλα μου ζεστός ηφαιστειακός ο λόγος του πύρωσε το δωμάτιο. Στο ένα χέρι μού ακούμπησε ένα-δύο μαθηματικά μία φωτεινότητα που πλήγωσε το κοίταγμά μου μέσα απ΄ τα δάκρυα την αναγνώρισα η ρίζα του τρία, η ρίζα μου… Στο άλλο χέρι μού έσφιξε ένα πούπουλο «πυξίδα» μου ψιθύρισε «στις συμπληγάδες ενοχές…»
Ξετύλιξε απ΄ το στήθος του μια ολόγιομη σιωπή σημειωμένες μέσα της φωσφόριζαν όλες οι
Κατηγορώ, τη ζεστασιά τις κρύες νύχτες, καθώς η θαλπωρή της μ’ έκανε να ξεχνώ τα παγωμένα σου χέρια, ξένε. Κατηγορώ, τις θάλασσες και τις καυτές αμμουδιές τους, γιατί το σώμα τυλιγμένο την αύρα σου και τη θέρμη τους, δινόταν πιο απλόχερα στο φιλί, ενώ δίπλα έστεκαν προδότες τ’ αντίο. Κατηγορώ, τα όνειρα και το συννεφένιο τους τύλιγμα, τις μαγικές μουσικές, τις υποσχέσεις, καθώς οι ανοιχτοί δρόμοι έκρυβαν ανήλιαγες κι απότομες γωνιές -ανήξερη η νεότητα. Κατηγορώ, την ανάγκη, τη δίψα, τις
Πρόσφατα σχόλια