Δεν ζητούσε πολλά πράγματα. Ήθελε μόνο να ερωτευτεί μια τελευταία φορά πριν ο χρόνος τον φθείρει ανεπιστρεπτί. Στα εξήντα του χρόνια είχε πλέον απομυθοποιήσει τα πάντα. Τίποτα δεν είχε πια αξία για κείνον πέρα απ’ την υγεία των παιδιών του και τη δική του. Μέχρι που του ήρθε ξαφνικά αυτή η τρελή ιδέα, αυτή η αχαλίνωτη επιθυμία για έρωτα. Και δεν ήθελε έρωτα αγοραίο ή περιστασιακό, δεν ήθελε τίποτα που θα τον άφηνε να σηκωθεί κενός απ’ το κρεβάτι, μόνος δίπλα σ’ ένα ζεστό σώμα που δεν θα ‘ταν
Κατηγορία: Διηγήματα
[AC (σύντμηση των λέξεων alternative current -εναλλασσόμενο ρεύμα): ηλεκτρικό ρεύμα του οποίου η ένταση και η κατεύθυνση μεταβάλλονται περιοδικά. -πηγή: Wikipedia- ] -Τράβα τα χέρια σου από πάνω μου βρωμιάρη! ούρλιαξε. Ποιος στο διάολο νομίζεις ότι είσαι κάθαρμα; συνέχισε και μπορούσες να δεις καθαρά τη φλέβα στο λαιμό της να χτυπάει στο ρυθμό της οργής που την έπνιγε. Είχε συμφωνήσει να πάει να τον βρει, να γνωριστούνε και δια ζώσης μετά από τόσο καιρό που επικοινωνούσαν μέσω ηλεκτρονικής
Τη μάνα μου την έχασα όταν ήμουν πέντε ετών. Στα δύο μου είχε χωρίσει και τυπικά με τον πατέρα μου, γιατί ουσιαστικά είχαν χωρίσει πριν γεννηθώ, όταν δεν συμφωνούσαν στο να με κρατήσουν ή όχι. Ευτυχώς για μένα εκείνη με κράτησε. Δυστυχώς για λίγο. Μέχρι τα πέντε μου με μεγάλωνε μόνη της. Μεγάλο φορτίο για τις μικρές της πλάτες, ήταν μόλις εικοσιτεσσάρων ετών. Και κοντά στο δικό μου φόρτωμα κουβάλαγε και την κακία του κόσμου, που δεν ένιωθε ακόμα τότε από μονές μανάδες, ακόμα τότε τις χωρισμένες
Ήταν μελαγχολικό άτομο από βρέφος. Η εξήγηση που ‘δωσε η γειτονιά ήταν πως το κληρονόμησε απ ‘την κοιλιά της μάνας του, καθώς ο πατέρας του δεν τον ήθελε κι η μάνα του πέρασε ένα εννιάμηνο κλαυθμών και οδυρμών… κυριολεκτικά, μιας κι ο πατέρας του είχε μακρύ χέρι… Οι γονείς του τελικά χωρίσαν πριν καλά – καλά γεννηθεί. Η μάνα του, φτωχιά κι ορφανή κι η ίδια, δεν άντεξε τον κοινωνικό κατατρεγμό, που στιγμάτιζε τις μόνες μανάδες κείνα τα χρόνια, και πριν κλείσει εκείνος τα δώδεκα, κλείσανε εκείνη
Όλα έμοιαζαν ίδια. Κι όμως… Τα κρεβάτια είχαν στρωθεί με σεντόνια που μύριζαν φρεσκάδα, τα έπιπλα είχαν ξεσκονιστεί και περαστεί με κερί, τα μπάνια λάμπανε με κείνη τη γυαλάδα του φρεσκοπλυμένου, τα χαλιά είχαν σκουπιστεί, τα πιάτα είχαν πλυθεί και τοποθετηθεί στη θέση τους και το φαγητό ήταν έτοιμο στο φούρνο, που τον ένιωθες ακόμα ζεστό αν περνούσες από μπροστά του… Όλο το σπίτι είχε τώρα ένα ανάμεικτο άρωμα καθαριότητας και ζεστού φαγητού. Τίποτα δεν είχε αλλάξει κι όμως όλα μοιάζανε τόσο
Καθότανε τρίτος στη σειρά. Πρώτα η μάνα του. Μετά η μεγάλη η αδερφή του. Κι ύστερα εκείνος. Με το κεφάλι ίσιο και το βλέμμα κενό. Στα χέρια του, τα αφημένα πάνω στην ποδιά του, κράταγε ένα μαντήλι. Ένα λευκό μαντήλι μουσκεμένο σε βουβά δάκρυα. Κάπου κάπου γύρναγε το κεφάλι και κοιτούσε στο πλάι, σαν κάποιος να τον φώναζε, σαν να ‘νιωθε πως ήμουν εκεί και τον κοιτούσα. «Μη στενοχωριέσαι», μου ‘ρχότανε να του φωνάξω, έτσι εκεί, μέσα στην εκκλησία, μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. «Μην κλαις ψυχή μου,
Πρόσφατα σχόλια