“Buenos Aires”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου Κίσσα

Ελληνικό. 1978. Ένα ζεστό φθινόπωρο.

«Αναχώρηση Ολυμπιακής Αεροπορίας, πτήση 747, με προορισμό το Buenos Aires. Επιβίβαση έξοδος πέντε».

«Πφ!», ξεφύσηξε την μπούκλα που επέμενε να πέφτει στο μέτωπό της, με μια έκφραση εκνευρισμού να ζωγραφίζεται στα μάτια της. Μόλις είχε τελειώσει τον καφέ της στο goodbye του αεροδρομίου. Κατά έναν περίεργο λόγο, αυτό το μαύρο ξέπλυμα που σερβίρανε για καφέ στα αεροδρόμια, της είχε γίνει σχεδόν εμμονή. Κυριολεκτικά τον λάτρευε αυτόν τον καφέ, δεν ένιωθε πως ταξιδεύει αν δεν έπινε τουλάχιστον δύο – έναν στη διάρκεια της αναμονής κι έναν οπωσδήποτε κατά την πτήση.

Σηκώθηκε με σταθερές, μετρημένες κινήσεις. Ίσιωσε τη φούστα του κρεμ ταγέρ της, πήρε ανά χείρας την καφέ δερμάτινη επαγγελματική της τσάντα κι ένα ασορτί μικρό νεσεσέρ καλλυντικών, που δεν αποχωριζόταν ποτέ, το παλτό της και μια εφημερίδα. Έλεγξε με δυο γρήγορες αλλά σχολαστικές ματιές ότι δεν είχε ξεχάσει τίποτε πίσω και ξεκίνησε περπατώντας, αρκούντως θηλυκά, πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της από πανάκριβο δέρμα κροκόδειλου, στο χρώμα της τσάντας κι αυτές, για την έξοδο επιβίβασης.

Buenos Aires αυτή τη φορά, λοιπόν. Θα έλεγε κανείς πως μετά από τόσα ταξίδια, η διαδικασία θα της ήταν έως και βαρετή. Κι όμως όχι. Τα ταξίδια ήταν η ζωή της. Μία από τις βασικές χαρές, που της πρόσφερε η δουλειά της. Δούλευε ως έμπορος τέχνης, εδώ και έξι χρόνια πια, σε μία από τις παλαιότερες γκαλερί των Αθηνών. Με το πέρας των σπουδών της –Iστορία της Tέχνης στο Πανεπιστήμιο του Cambridge–  και τις ανάλογες συστάσεις, ξεκίνησε κατευθείαν να εργάζεται. Προερχόταν από μια μεσοαστική αλλά αρκετά εύπορη οικογένεια. Μοναχοπαίδι, είχε κατ’ οίκον εκπαίδευση μέχρι και για τον τρόπο που θα έπρεπε να ντύνεται. Μιλούσε απταίστως την αγγλική και τη γαλλική, όπως ήταν εξάλλου πρέπον για μια νεαρή κυρία «της τάξεώς τους», όπως συνήθιζε να λέει η μακαρίτισσα η γιαγιά της. Από εκείνη είχε πάρει την κομψότητα, το όνομα και τα πυρόξανθα μαλλιά της. Από τη μητέρα της όλα τα άλλα, με εξαίρεση το φλογερό ταμπεραμέντο και τη σχεδόν στρατιωτική πειθαρχία – χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πατέρα της.

Αχ!… Τα ταξίδια!… Η έξοδος διαφυγής της από τον πουριτανισμό της οικογενείας της και του περίγυρού της. Η απόλυτη αίσθηση ελευθερίας! Να γνωρίζει νέους τόπους, να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα, να έρχεται σε επαφή με τόσους θησαυρούς λόγω της δουλειάς της. Κάθε φορά, σε κάθε ταξίδι, ειδικά όταν επρόκειτο να επισκεφθεί ένα μέρος για πρώτη φορά, τα καστανά της μάτια λάμπανε με τη χαρά μικρού κοριτσιού, παρά τα είκοσι οκτώ της, πλέον, χρόνια.

Έτσι ονειροπολώντας κόντευε να φθάσει στην Έξοδο για την πτήση της. Σκέφτηκε τους γονείς της, που καμάρωναν τη μοναχοκόρη τους και δεν έπαυαν να μιλούν γι’ αυτήν όπου κι αν βρίσκονταν, ανοίγοντας πόρτες για καλές γνωριμίες, για κάποιο προξενιό επάξιό της. Έτσι έβλεπαν τον γάμο εκείνοι. Σαν ένα καλό συμβόλαιο, μια καλή συμφωνία. Κι αυτός ήταν ο μόνος τους καημός και παράπονο από εκείνη, ότι στα είκοσι οκτώ της δεν είχε ακόμα δημιουργήσει οικογένεια με κάποιον από τους πολύφερνους γαμπρούς, που φρόντιζαν να της γνωρίζουν κατά καιρούς.

Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια της και αναστέναξε βαθιά, σαν να ‘θελε να φύγει το βάρος αυτής της σκέψης από μέσα της. Εκείνη δεν ήθελε να παντρευτεί. Ίσως και να ήθελε, αλλά μόνο αν γνώριζε τον άντρα που θα τη σημάδευε, θα την ξεμυάλιζε, θα την κατακτούσε! Ήθελε πρώτα να ερωτευτεί παράφορα, να ερωτευτεί! Κι όπως τα σκεφτόταν αυτά, την ώρα που ξανάνοιγε τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια, έπεσε με όλη της τη φόρα πάνω σε κάτι!

Φύγανε απ’ τα χέρια της τα πράγματά της και κείνη βρέθηκε αιχμάλωτη μέσα σε μια μέγγενη, που της έσφιγγε τη μέση ενώ προσπαθούσε να ισορροπήσει και πάλι στα τακούνια της. Στηρίχτηκε στο μπράτσο της μέγγενης. Ωραίο μπράτσο. Ντυμένο με φίνο μάλλινο μανίκι, χρώματος μπλε σκούρου, με τρεις άσπρες κεντημένες γραμμές στο τελείωμα και τρία γυαλιστερά ασημένια μανικετόκουμπα, που έφεραν το σήμα της… Ολυμπιακής; Τι στο καλό;…

Όπως σήκωνε αργά το κεφάλι της για να αντικρίσει το πρόσωπο στο οποίο ανήκε το μπράτσο, ζαλισμένη ακόμα από το τράκο, οι ζεστές, γήινες νότες μιας πικάντικης κολόνιας αναδύθηκαν μαζί με μια αίσθηση καθαριότητας από το αντρικό σώμα με το ατσαλάκωτο κοστούμι και της χάιδεψαν ευχάριστα τα ρουθούνια. Μαγική μυρωδιά! Αντρική υπόθεση…

«Givenchy Gentleman!» [1], αναφώνησε με άψογη γαλλική προφορά λες και είχε ανακαλύψει τον τροχό! Την ίδια στιγμή αντίκρισε για πρώτη φορά τα μάτια τού… διασώστη της. Κι εκεί σταμάτησε ο χρόνος. Βαθύ μπλε. Βαθύ. Μπλε. Σκούρο σαν το κοστούμι του. Σαν αγριεμένη θάλασσα.

«Εxactement… Vous êtes bien;» [2] της απάντησε εκείνος κάπως διστακτικά και με μια υποψία ανησυχίας στη βαθιά φωνή του.

«Καλά, ευχαριστώ… Με συγχωρείτε… Βιαζόμουν να προλάβω την πτήση μου…», ψέλλισε στα ελληνικά σχεδόν ξέπνοα εκείνη, τώρα που απομακρύνθηκε δυο βήματα και τον έβλεπε επιτέλους… ολόκληρο. Ψηλός. Μελαχρινός. Γύρω στα σαράντα μάλλον. Πρόσωπο με γωνίες. Σχεδόν άσχημος! Μα ακαταμάχητα γοητευτικός… Είχε χάσει προς στιγμήν την αυτοκυριαρχία της, πράγμα εντελώς εκτός του χαρακτήρα της.

«Είστε Ελληνίδα; Τι ευχάριστη έκπληξη!», ήταν η σειρά του να σαστίσει. Ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του, κοίταξε κλεφτά το Boucheron Constantine ρολόι του κι έπειτα της είπε με ένα κατάλευκο χαμόγελο: «Για πού πετάτε;»

«Για Buenos Aires, αν δεν χάσω τελικά την πτήση μου…», του χαμογέλασε εκείνη αγχωμένα.

«Buenos Aires; Λοιπόν, αποκλείεται να χάσετε την πτήση σας, γιατί έχετε τον πιλότο μπροστά σας! Πιο πιθανό είναι να χάσω εγώ τη δουλειά μου αν καθυστερήσουμε κι άλλο», της είπε γελώντας και -χωρίς να τη ρωτήσει- πέρασε το χέρι της στο βραχίονά του κι έτσι αγκαζέ την οδήγησε στην έξοδο για το αεροπλάνο, για να περάσουν τον τυπικό έλεγχο επιβίβασης. Μόλις ανέβηκαν τη σκάλα και μπήκαν μέσα, έδωσε δυο γρήγορες και κοφτές οδηγίες στην αεροσυνοδό, που περίμενε στην πόρτα, κοιτάζοντάς την κλεφτά και χαμογελώντας της καθησυχαστικά. Έπειτα, της έκλεισε το μάτι και τη χαιρέτησε ακουμπώντας τα ακροδάκτυλά του στο γείσο του πηλήκιού του.

«Σας αφήνω σε ικανά χέρια. Καλό μας ταξίδι!», της είπε και έφυγε για το πιλοτήριο με σταθερό βήμα. Κι εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει, όπως θα κοίταζε μια έφηβη τον γόη των ονείρων της να πρωταγωνιστεί στην πρώτη της ταινία στο σινεμά… Μέχρι που την επανάφερε η αεροσυνοδός στην πραγματικότητα, προτείνοντάς της ευγενικά να την ακολουθήσει στη θέση της, η οποία κατ’ εντολήν του πιλότου είχε αναβαθμιστεί σε Α’ Class κι όλα δείχνανε πως θα απολάμβανε μία άνετη πτήση…

Βολεύτηκε στη δερμάτινη πολυθρόνα της και παρήγγειλε ένα ποτήρι δροσερή σαμπάνια, που, αν και αρκετά νωρίς ακόμα, ένιωθε πως το χρειαζόταν μετά τη μοιραία γνωριμία της με τον πιλότο. Λοιπόν, ναι. Μοιραία. Αυτή η λέξη ταίριαζε σ’ αυτήν τη συνάντηση. Ο τρόπος που έγινε, η στιγμή που έγινε… Κυρίως, όμως, τα συναισθήματα που ένιωσε στην όψη, τη φωνή και το άγγιγμα αυτού του άντρα.

– Ο πιλότος Άγγελος Δανέζης και το πλήρωμα, σας καλωσορίζουν στην πτήση 747 της Ολυμπιακής Αεροπορίας με προορισμό το Μπουένος Άιρες. Ο καιρός είναι αίθριος και αναμένεται να φτάσουμε στον προορισμό μας σε περίπου δεκαεπτά ώρες. Ενδιάμεσος σταθμός μας η Μαδρίτη και…

Συνέχισε να ακούει αφηρημένα την αναγγελία καθώς το μυαλό της ήδη ταξίδευε… Ώστε τον έλεγαν Άγγελο. Άγγελο Δανέζη. Άγγελο. Στριφογύριζε συνέχεια το όνομά του σιωπηλά μέσα στο στόμα της κι ένιωθε τη γλύκα εκείνη που αφήνουν οι καραμέλες κανέλας. Αρωματικές μαζί και πικάντικες. Έκλεισε τα μάτια της κι έγειρε το κεφάλι της πίσω χαμογελώντας. Αφουγκράστηκε την καρδιά της που κλώτσαγε άτακτα μέσα στο στήθος της στο άκουσμα του ονόματός του και σιγουρεύτηκε. Είχε ερωτευθεί. Coup de foudre! [3]

Κι ενώ θα έλεγε κανείς πως στην ηλικία της θα είχε ήδη αποκομίσει κάποιες ερωτικές εμπειρίες -ήταν τόσο εύκολο εξάλλου στην εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης που διένυαν- εκείνη δεν είχε ποτέ ενδώσει σε κανέναν, όσο επίμονα κι αν την κορτάριζε. Είχε βγει ατελείωτα δείπνα, ναι, είχε πάει στο θέατρο, στο σινεμά, σε κοινωνικές εκδηλώσεις, ακόμα και σε εκδρομές, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει τίποτε το ιδιαίτερο για κάποιον, επομένως το μόνο που είχε επιτρέψει να προσεγγίσουν οι συνοδοί  της ήταν το χέρι της σε ένα αβρό χειροφίλημα.

Σίγουρα στον κύκλο της θα είχε βγάλει το όνομα της παγοκολόνας, της σνομπ, της περίεργης. Μα δεν την ενδιέφερε. Εξάλλου δεν ήταν αλήθεια, απλά δεν της άρεσε να εκβιάζει τα συναισθήματά της. Ορίστε τώρα! Τώρα που ήρθε αυτός στη ζωή της, ένιωθε το αίμα της να της ροδίζει τα μάγουλα από την έξαψη. Τον φανταζόταν ήδη καβαλιέρο της σε ένα αργό, παθιασμένο, αργεντίνικο τανγκό! Οι νότες του λατρεμένου της Duo de Amore [4] ζωντάνεψαν στη σκέψη της και γέμισαν το είναι της.

Άνοιξε τα μάτια της και διέκοψε την ονειροπόλησή της απρόθυμα. Το μόνο που θα μπορούσε να ελπίζει προς το παρόν, ήταν να τον ξαναδεί έστω μια φορά ακόμα στη διάρκεια της μακράς τους πτήσης. Για τα υπόλοιπα ήταν σίγουρη πως θα συνέχιζε τη φροντίδα της η προξενήτρα μοίρα…

 


Τίτλος “Buenos Aires”: Το Μπουένος Άιρες είναι η πρωτεύουσα της Αργεντινής και η μεγαλύτερη πόλη και λιμάνι στη χώρα.

[1] Givenchy Gentleman: Εμβληματικό ανδρικό άρωμα του οίκου Givenchy, κατασκευάστηκε το 1975 από τον Hubert de Givenchy.

[2] «Εxactement… Vous êtes bien;»: στα γαλλικά, σημαίνει «Ακριβώς… Είστε καλά;»

[3] Coup de foudre: στα γαλλικά, σημαίνει κεραυνοβόλος έρωτας.

[4] Duo de Amore: τάνγκο του αργεντίνου Astor Piazzolla, ο οποίος θεωρείται ο πιο σημαντικός συνθέτης του τάνγκο κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Στην Αργεντινή ο Άστορ Πιατσόλα είναι γνωστός ως “El Gran Astor” – ο Μέγας Άστορ.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη