«Βούλα Αντωνίου», παρουσιάζει ο Κυριάκος Στυλιανού

Καλό μήνα και από την Κύπρο, φίλοι αναγνώστες (και συνεργάτες) της Λόγω Γραφής!

 

Ακολούθως θα διαβάσετε μία κριτική της Ζωής Δικταίου για το έργο της Βούλας Αντωνίου, καθώς και τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα της ποιήτριας, σε πρώτη δημοσίευση.

Επίσης, παρουσιάζονται σε πρώτη δημοσίευση τα ποιήματά της «Μοναξιά» και «Έλα», από την υπό έκδοση ποιητική της συλλογή «Παυσίλυπον το νηπενθές».

 


Μία κριτική της Ζωής Δικταίου για το έργο της Βούλας Αντωνίου

Η Βούλα Αντωνίου είναι μια ενδιαφέρουσα ποιη­τική φωνή τής κυπριακής λογοτεχνίας. Στο έργο που καταθέτει, η ευαισθησία, η αναπόληση, η σκέψη, η νοσταλγία, η εξομολογητική έκφραση και ο ποιη­τικός λόγος σμίγουν και συνυπάρχουν με απόλυτη αρμονία και επιτυχία, για να επαναπροσδιορίσουν θαρρείς τη σχέση ανθρώπου -κόσμου. Η σύμπτυξη των εικόνων, το ξάφνιασμα τού απρόοπτου, η δια­φαινόμενη μελαγχολία, η καθημερινότητα, οι ίδιες οι λέξεις, φανερώνουν την αρετή και τα άνωθεν χα­ρίσματά της.

Η ποιήτρια καταθέτει ένα πολύ προσωπικό ύφος γραφής με άριστη γλωσσική καλλιέργεια και πειθαρ­χία.

Αντλεί ερεθίσματα από μια ισχυρή αυτοσυνειδη­σία καθώς και από την οδύνη τής θύμησης, τις δι­αδρομές στη ρηχή εποχή μας, την αγάπη, τα ανα­πάντητα γιατί και πολλά από αυτά τα σημάδια του χρόνου που αφορούν στο μυθικό νησί τής Κύπρου. Αισθάνεται ζεστό ακόμη το αίμα τής παλιάς πληγής να τρέχει. Διατηρεί αυθεντική την θέαση όσων χάθη­καν και προφανώς γράφει με το μελάνι τής ψυχής και συνήγορο τον αυθορμητισμό τής ειλικρίνειας. Σκιαγραφεί την απώλεια, την απουσία, τον άνθρω­πο, τον έρωτα, την αγάπη, την αγωνία, τον κοινωνικό προβληματισμό.

Στρέφεται με εκφραστική ευλυγισία προς τον βι­ωμένο χρόνο και την απτή πραγματικότητα, αυτή

που μετρά με την καρδιά της και διατρανώνει με την παλλόμενη φωνή τής γυναίκας που μάχεται με πεί­σμα κόντρα στη λήθη, ανάμεσα σε όλες τις δυνάμεις τής ζωής.

Προσφέρει στο έργο της η Βούλα Αντωνίου την αι­σθητοποίηση όχι μόνο τής απώλειας, αλλά της ίδιας τής θλίψης. Φαίνεται στα παρακάτω δικά της λόγια: [..] Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Το όνειρο τόσων ανθρώπων. Που αυτή και η οικογένεια της το είχε και το έχασε. Βίαια.[..]

Η ποίησή της διακρίνεται από αμεσότητα, απρο­σποίητο λυρισμό, οικειότητα, αλλά και ενεργή, ζώσα ιστορική συνείδηση. Γράφει με πόνο: […] Ίσως, κά­ποτε, όταν πια δεν θα ζει σε αυτή τη γη, όταν θα μείνει μόνο ψυχή να διαλέξει να τριγυρνά για πάντα εδώ, σε αυτό το μέρος. Τότε, δεν θα υπάρχει δικό σου και δικό μου. […]

Ο αναγνώστης καλείται να αφουγκραστεί τα νο­ήματα, να κατανοήσει και να βιώσει κάθε λέξη, ει­κόνα, σκέψη ή φαντασία, αφήνοντας τα συναισθή­ματά του να ξεδιπλώνονται απλά και ξεκάθαρα. Ο αναγνώστης διαβάζοντας, συμπάσχει.

Ο ποιητικός λόγος τής Βούλας Αντωνίου είναι αυ­τοβιογραφικού χαρακτήρα. Ο εφιάλτης, ο φόβος, η ανάγκη γίνονται ατομικά βιώματα. Μας καλεί να αγγίξουμε αυτά που πονούν, αυτά τα ξεχασμένα που όσο κι αν σωπαίνουν βρίσκουν τον τρόπο να ξα­νάρχονται στο φως. Η βαθύτερη ουσία τής ζωής δεν αποκρύπτεται, δεν παρουσιάζεται μυστική, αντιθέ­τως περνά με τον παλμό τού λόγου κατευθείαν στο νου και καταγράφεται ως εμπειρία. Επιζητεί η ίδια μέσα από τη συναισθηματική προσέγγιση, την έκ­δηλη αναστάτωση τής μνήμης ή και την απελπισία τής λήθης, την πραγμάτωση τού πνευματικού και ηθικού καθαρμού με γνώμονα την Αγάπη όπως δια­βάζουμε: […]Ξέχασες. Πού και πού θυμάσαι. Είσαι άνθρωπος αυτό σημαίνει, Αγάπη. Μίλησε κανείς γι αυτή;[…]

Ευχόμαστε οι λέξεις της Βούλας Αντωνίου να βρουν να χτίσουν καινούριο ποιητικό ουρανό πάνω τους, χωρίς ποτέ το βλέμμα της να αποστραφεί τα έγκατα της ψυχής, για να μπορεί πάντα να ανυψώ­νεται στ’ άστρα.

Ζωή Δικταίου

Κέρκυρα 8 Οκτωβρίου 2018

 


Τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα 

Σαράντα πέντε χρόνια σκόνη

Κοίταζε τα σκονισμένα σκεύη.
Κοίταζε τα σκονισμένα σκεύη και σκεφτόταν πόσο είχε σκονίσει η ζωή τους όλα αυτά τα 45 χρόνια μακριά.
Ναι, έτσι σκονισμένη έγινε η ζωή τους.
Την σκέπασε η σκόνη του πολέμου και έκτοτε δεν καθάρισε ποτέ.
Η ζωή της χωρίς την Αμμόχωστο…
Χωρίς την πόλη την χωμένη στην άμμο, την όμορφη που χάνεται στη σκόνη.
Σαν την ζωή τους.
Σκόνη στον άνεμο η ζωή τους.
Σκόνη στα σκεύη τα κουζινικά.
Σκόνη στις θύμισες.
Εκείνες να καθαρίσουμε βιαστικά!…
Μην χαθούν στην σκόνη οι θύμισες, οι μνήμες, μην γίνουν ένα με αυτή!
Εκείνες… οι μνήμες να  μην σβήσουν για πάντα.
Μαζί τους θα χανόταν` το ένοιωθε.
Χωρίς ελπίδα, χωρίς μνήμες, χωρίς θύμισες, χωρίς παρελθόν, υπάρχει ο άνθρωπος;
Δεν υπάρχει.
Αγώνας με την σκόνη.
Να ξεσκονίσει την κουζίνα του άγνωστου σπιτιού, να ξεσκονίσει την φωτογραφία του άγνωστου στρατιώτη, να ξεσκονίσει κι άλλο τις θύμισες…
Να ξαναλάμψεις Αμμόχωστος.
Σε σπίτια άγνωστα και γνωστά, στα σπίτια μας.
Σε δρόμους γνώριμους στις παιδικές και εφηβικές μνήμες.
Στα χρόνια της αθωότητας.
Στα χρόνια “πριν του πολέμου”.
Ξεσκόνισε τις μνήμες.
Ξεσκόνισε τις φωτογραφίες.
Ξεσκονίζω την ψυχή μου να αναπνεύσω ξανά.
Αμμόχωστος.

 

Χορτάριασε ο δρόμος μας

Δες!…
Κανείς δεν περπατά πια εδώ παρά μόνον κανένας τούρκος στρατιώτης.
Που δεν ξέρει καλά-καλά γιατί τον έφεραν εδώ, τι κάνει σε αυτή την πόλη φάντασμα!…
Χορτάριασε ο δρόμος μας.
Διψά για τα χαρούμενα βήματα των ανθρώπων του.
Ο δρόμος μας διψά για τα γέλια των ανθρώπων του, διψά για τα βλέμματα των ανθρώπων.
Ο δρόμος μας διψά για τα  πνιχτά γέλια των κοριτσιών στα βλέμματα των αγοριών…
Πόσο όμορφα ηχούσαν θυμάσαι;
Τώρα ερημιά
45 χρόνια ερημιά
Πολλά  τα χρόνια
Πολλά τα “γιατί”
Πολύς  ο καημός
Πολλοί αυτοί που έφυγαν
Πολλά όλα
Λίγη εσύ
Λίγοι οι πολιτικοί
Αληθινοί πωλητικοί
Αμμόχωστος.

 

Αργεί

Αργεί η μέρα που θα ‘ρθείς
Ίσως δεν έρθεις ποτέ τελικά
Μάλλον εγώ θα έρθω να σε βρω
Λένε πως έχω άνοια
Λένε πως αρρώστησα
Μου έφεραν μια δυο κοπέλες να με φροντίζουν, αυτοί έχουν δουλειές.
Έφτιαξαν οικογένειες. Μερικές φορές μοιάζουν να ξέχασαν.
Εγώ ποτέ!
Αυτοί χαμογελούν κάποτε
Εγώ ποτέ!
Εγώ το ‘κοψα το χαμόγελο από τότε
44 χρόνια χωρίς χαμόγελο
Το φαντάζεσαι;
Το φαντάζεσαι
Είσαι ο μόνος που μπορεί να το φανταστεί
Τι σου έκαναν γιέ μου;
Τι σου έκαναν βλαστάρι μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου;
Σε σκότωσαν; Σε φυλάκισαν;
Τι;
Και εγώ δεν έπρεπε να γνωρίζω;
Εγώ;
Η μάνα;
Όλοι, επίσημοι και ανεπίσημοι, τόσες φορές υποκλίθηκαν στην τραγωδία μας
Ας γελάσω.
Η πατρίδα.
Μισή
Έρχομαι, λοιπόν, ακούς;
Έρχομαι να σε βρω
Εγώ
Εγώ που σε γέννησα, εγώ που σε στερήθηκα εγώ` έρχομαι να σε βρω.
Εγώ!
Στρώσε το χαλί της αντάμωσης μας παιδί
Τοτινό παιδί που έπεσε “υπέρ πατρίδος” αλλά κανείς δεν το έμαθε και το ονόμασαν «αγνοούμενο»
Τοτινό παιδί
Τωρινός και παντοτινός πόνος
Στρώσε το χαλί της αντάμωσης
Έρχομαι
Έρχομαι!

 

Λάμψη 

Την εκθαμβωτική λάμψη της ψυχής του απίθωσε στα γαλήνια νερά της θάλασσας
Την εκθαμβωτική λάμψη της ψυχής του, που έκρυβε αιώνες, απίθωσε με σκυμμένο κεφάλι στα γαλήνια νερά της θάλασσας
Πήρε, γάντζωσε δολώματα στο καλάμι
Θα ψαρέψω και άλλα μυστικά
Και ύστερα θα φωνάξω να στα πω
Τα μυστικά του πως αντέχω να ζω αιώνες
Αιώνες φουρτουνών, γελώτων, ερώτων και μειδιαμάτων
Στην εκθαμβωτική λάμψη της θάλασσας γεννήθηκα ξανά, ακόμα μια μικρούλα δα, ταπεινή στιγμή, που το ξέρω θα κρατήσει αιώνες πάλι.


Από την υπό έκδοση ποιητική  συλλογή «Παυσίλυπον το νηπενθές»

Μοναξιά

Έναν ύμνο θα σου γράψω μοναξιά μου.
Έναν ύμνο πιο μεγάλο και απ τους ύμνους στους μεγάλους ποιητές.
Διότι εσύ μου χάρισες τα λόγια, τις σκέψεις, το βάθος, τον πόνο, την χαρά.
Εσύ μου χάρισες όλη την ζωή που πόθησα
Την ζωή  που πότισα με δάκρυ, πόνο λησμονιά.
Εσύ μου χάρισες αυτά που θυμάμαι, μα και τα άλλα που έθαψα βαθιά μέσα στη γη της ψυχής μου.
Γη έχει η ψυχή μου.
Τραχιά μα και αφράτη, νωπή και πρόσφατα οργωμένη έτοιμη να δεχτεί τον σπόρο που σαν δει ήλιο θα μεγαλώσει ένα φυτό και θα φτάσει μέχρι τα άστρα, μέχρι τα ουράνια, μέχρι το σύμπαν που λατρεύω` που λατρεύεις μοναξιά μου.

 

Έλα 

Έλα

Αργείς
Γιατί αργείς τόσο;
Οι μέρες μου λιγοστεύουν
Μεγάλη  και μαρτυρική η προσμονή μου
Έλα, σε περιμένω με όσα έχω θαμμένα και δεν έδωσα χρόνια
Ούτε στον εαυτό μου δεν έδωσα.
Γέρασα.
Έφτυσα
Απέτυχα
Ταπεινώθηκα και εξευτελίστηκα.
Μάτωσα, ματώθηκα
Έλα, σε περιμένω με κλάμα που θέλω να γίνει γέλιο
Με πόνο σε περιμένω που θέλω να γίνει χαρά
Χαρά  όχι ανείπωτη
Αλλά χαρά που θα ειπωθεί
Χαρά που θα ζήσει
Γήινη
Μια φορά
Άλλη δεν έχει
Για αυτό έλα
Έλα.
Σε περιμένω και άλλη δεν θέλω προσμονή
Έλα
Πληγές να κλείσω θέλω με την γλυκιά γεύση που θα  φέρεις.
Έλα.
Έλα σε εκλιπαρώ και σε προσμένω

 

 


Λίγα λόγια για την ποιήτρια: Η Βούλα Αντωνίου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε Κοινωνιολογία και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα ΜΜΕ .Η μεταπτυχιακή της εργασία είχε να κάνει με τα εγκλήματα και την παρουσίαση τους από τον τύπο. Εργάζεται στο κρατικό κανάλι της τηλεόρασης της Κύπρου.
Δούλεψε σε ψυχαγωγικές και ενημερωτικές εκπομπές της κυπριακής τηλεόρασης και σε κωμικές και δραματικές σειρές.
Τα τελευταία  χρόνια ασχολείται ως επί το πλείστον με παιδικά προγράμματα.
Έλαβε μέρος και διακρίθηκε στον τομέα των παιδικών ντοκιμαντέρ σε συμπαραγωγές της Ebu. “Τα παιδιά, μας μαθαίνουν πολλά και με την ενασχόληση μαζί τους επενδύουμε στο μέλλον, παραμένουμε νέοι και βελτιωνόμαστε”.

Η Βούλα Αντωνίου έχει παιδικές μνήμες από μία αλλοτινή Κύπρο.
Περιπλανιέται “από τότε που μας επιτρέπουν να περνάμε τα οδοφράγματα” σε μια Κύπρο που προσπαθεί να ενώσει.
Μνήμες, θύμισες, εμπειρίες δικές της και άλλων, όλα στο χαρτί.
Δύο κείμενα ψυχής για την Κερύνεια των παιδικών χρόνων και του σήμερα, 30 ποιήματα και ένα παραμύθι για μικρούς μα και μεγάλους, όλα για το “εσύ” και το “εγώ”. Το “δικό σου” και το “δικό μου”.

Αυτά περιλαμβάνονται στην πρώτη της ποιητική έκδοση που κυκλοφόρησε  τον Δεκέμβριο του 2018 με τίτλο «Το σπίτι δίπλα στη  θάλασσα».

Ετοιμάζει τη δεύτερη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Παυσίλυπο το Νηπενθές».

Παράλληλα συνεχίζει τη συγγραφή μίας νουβέλας για την περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων.

Ποιήματα της δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και αποτέλεσαν μέρος συλλογικών εκδόσεων και λογοτεχνικών δράσεων διαφόρων φορέων.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη