Κοιτούσα το ρολόι,
δύο και τέταρτο… μεσάνυχτα.
Η ώρα που τα όνειρα πλαγιάζουν
κι οι φιλοδοξίες αποχαιρετούν τις συζητήσεις.
Σαν δόλωμα μια συνήθεια
ν’ ανοίγω βιβλία με τίτλους μνήμης.
Να φυλλομετρώ τους απόηχους
που κάνει μια πρωτόλεια λάμψη από χαρά
στο κιτρινισμένο βλέμμα μιας παλιάς σου λέξης,
που ξεθώριασε στο μόχθο της μελάνης.
Γυρνώ σελίδες πίσω στ’ όνειρο.
Υπνοβατώ με τα ακροδάχτυλα
στις συλλαβές των δύσβατων λημμάτων.
Σε ψάχνω…
σ’ ένα βιβλίο που μούσκεψε στους ήχους των κυμάτων.
Ω!… αλλήσμονά μου μπλε φεγγάρια
που έχω να σε δω…
Σημαδεμένη πια σιωπή,
κομματιασμένη λογική,
γόητρο μιας βαρυχειμωνιάς,
τα σχισμένα σ’ αγαπώ σου!
Αφήστε το σχόλιο σας