Οι καθρέφτες που κοιτάζεσαι, Κυρά μου, δεν ήτανε ποτέ! Κομμάτια άλλοι γίνηκαν και θάφτηκαν στο χώμα, άλλοι, που πρόσμενες πολλά, άρχισαν επανάσταση και στάζουν μόνο πίκρα!
Δεν φταίγαν οι καθρέφτες! Τα μάτια που δεν έβλεπαν! Τώρα, χωρίς πανιά, παλιό σκαρί κι άγκυρα σκουριασμένη, σαν τι ταξίδι καρτεράς; Για ποιαν Ιθάκη;
Δεν είναι ούτε ο χρόνος. Το άδειο της προσπάθειας. Το τίποτα μέσα στις τόσες λέξεις. Η ομορφιά σου που δεν παινεύτηκε ποτέ στα αλήθεια. Με τους Διόσκουρους αδελφούς, τον Δία για πατέρα, έρμαιη κι εσύ, λιγάκι από λήθη.
Τη θεϊκή σου ομορφιά, την έπαιξαν στα ζάρια προύχοντες θνητοί. Κανείς για να σε σώσει. Κανείς για να σωθεί. Δεν πόθησαν τα λόγια σου. Δεν ήταν από αγάπη. Κομμάτι γης, ήσουν, ποθητό, που κοίταζε στη θάλασσα, κάτι από κληρονομιά, από έχεια, μόνο μια εικόνα. Κι ας πέθαναν για την τιμή σου, καθώς είπαν, τόσοι ανδρείοι μαχητές!
Για τον χρυσό που ζήλεψαν, χωμένο στα χώματα της Τροίας, όλος αυτός ο αγώνας! Τόσα άψυχα κορμιά για την τιμή μιας ψεύτικης Ελένης!
Ποιος νοιάστηκε ν’ ακούσει τον καημό σου; Ν’ αφουγκραστεί το κλάμα σου, πνιχτό τα βράδια που τις Άνοιξες πάλευες να νικήσεις ή όταν σιωπηλά, ανερώτητα, δεχόσουν την κρίση των Θεών;
Ποιος Θησέας; Ποιος Πάρις; Ποιος Μενέλαος; Ποια πολύφερνη κόρη; Ποια Τροία;
«Μονάχα με το δίκιο η σωτηρία».
Στα πλούσια, κυματένια σου μαλλιά και στα γαλάζια μάτια, μια μοναξιά, μαζί σου ν’ ανασαίνει…
Αφήστε το σχόλιο σας