“5η ιστορία – Μαριγώ”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Κάθε φορά που γινόταν γάμος, βάπτιση αλλά και κηδεία ή μνημόσυνο  –μακριά από μας– ήταν στο χωριό γιορτή. Τουλάχιστο, έτσι το βλέπανε τα παιδικά μου μάτια. Δεν μπορούσα να δικαιολογήσω αλλιώς το γεγονός ότι όλοι οι χωριανοί φορούσαν τα καλά τους και πήγαιναν άπαντες στην εκκλησία και κατόπιν στο τραπέζι. Πέρασε καιρός μέχρι να μάθω να μην μπερδεύομαι και να μην εύχομαι «και στα δικά σας» στα μνημόσυνα. Και πέρασε καιρός μέχρι να καταλάβω γιατί λέμε «δεν υπάρχει γάμος δίχως κλάματα και κηδεία δίχως γέλια».

Την πρώτη φορά που είδα τη Μαριγώ ήταν σε έναν γάμο. Πάντρευε παλιός συμμαθητής της μάνας μου τον μοναχογιό του. Έμπορος γνωστός ο πατέρας, κατά πόδι έμπορος κι ο γιος. Έξοδα δεν λυπήθηκαν. Μεγάλο γεγονός αυτός ο γάμος εκείνο το καλοκαίρι. Όλοι το συζήταγαν βδομάδες πριν. Τι θα βάλουν, τι δώρο θα πάρουν, πώς θα είναι το τραπέζι κι αν θα είναι καλά «βαλμένοι» οι των σογιών της νύφης. Όλοι συνταιριάζανε τις παρέες. Με ποιόν θα πάνε, με ποιόν θα καθίσουν. Εκτός από τη Μαριγώ. Τη Μαριγώ όλοι την αγάπαγαν κι όλοι την θέλανε. «Με μας θα καθίσεις Μαριγούλα» της λέγανε όλοι!

Είχε γονείς η Μαριγώ. Και μάνα και πατέρα. Και τέσσερα αδέρφια – όλα αγόρια. Μα ο πατέρας της ήτανε δύστροπος άνθρωπος, κακορίζικον τον φωνάζανε στο χωριό. Στο σπίτι κράταγε στρατιωτικός νόμος. Η δόλια η μάνα της το μόνο έξω που ήξευρε ήταν τα Σάββατα, που πήγαινε στο παζάρι και ψώνιζε, και τις μεγάλες τις γιορτές στην εκκλησιά κι αυτό για λίγο. Τα αγόρια από μικρά στη δουλειά, σκλαβιά σωστή. Δούλευαν στο ξυλουργείο του πατέρα τους. Το σχολειό το τέλειωσαν με τα χίλια ζόρια, αλάνα, μπάλα και κρυφτό δεν γνώρισαν. Και γίνηκαν κι αυτά σκυθρωπά και κακορίζικα σαν τον πατέρα τους…

Μα η Μαριγώ ήταν από άλλη πάστα. Είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας με τα αδέρφια της, είχε μεγάλη διαφορά με όλους τους γενικώς… Η μάνα της την είχε χαϊδεμένη, χατίρι δεν της χάλαγε. Την είχε πάντα στον κόρφο της, «μη και της το πικράνουν το κορίτσι τ’ αγρίμια», όπως έλεγε τους άντρες της οικογένειας. Κι η Μαριγώ ανθούσε και μεγάλωνε και γέλαγε. Όλο γέλαγε. «Παρηγοριά μου», την φώναζε η μάνα της και την καμάρωνε.

Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, ντυθήκαμε τα καλά μας, πήραμε και τη σακούλα με το δώρο και κινήσαμε για το γάμο. Όταν φτάσαμε στην κεντρική εκκλησία του χωριού, ο προαύλιος χώρος, αν και πολύ μεγάλος, ήταν κατάμεστος από κόσμο. Οι κυρίες ισορροπούσαν στα ψηλοτάκουνα, που δεν τα ‘χαν μαθημένα και κάνανε αέρα με πολύχρωμες βεντάλιες, διορθώνοντας η μία το μακιγιάζ της άλλης και καμιά μπούκλα άμα είχε ξεφύγει. Οι άντρες κοστουμαρισμένοι ανταλλάσανε χωρατά και καπνίζανε. Τα πιτσιρίκια τρέχανε βολίδα ανάμεσα σε όλους φωνάζοντας.

Τόσο πολύ χρώμα μαζεμένο πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα! Ή έτσι νόμιζα, ώσπου είδα τη Μαριγώ! Εκεί που στεκόμασταν οικογενειακώς και περιμέναμε και ‘μείς να ‘ρθει επιτέλους η νύφη, πριν λιγοθυμήσουμε απ’ τη ζέστη, άκουσα πίσω μου:

-Κοριτσάρα μου! Κο-ρι-τσά-ρα-μου!

Και γυρνάω να δω την «κοριτσάρα» κι είναι μια κοπελίτσα ένα είκοσι όλη μαζί, με τα χέρια στην ανάταση! Που για να την έβλεπες μία φορά, έπρεπε να την κοιτάξεις δύο!

-Μαριγούλα μου θα σε μαλώσω! Άργησες! Εδώ! Εδώ! Μαζί μας θα σταθείς. Μια πρωτοξαδέρφη της μάνας μου είχε βουτήξει την Μαριγώ απ’ τον καρπό και την τράβαγε σε μας, προσπαθώντας να μην γκρεμοτσακιστούν κι οι δυο στο χαλίκι του προαυλίου.

Κι ήρθε η Μαριγώ και στάθηκε εκεί με μας. Ήτανε ντυμένη σαν νούμερο σε παρακμιακή επιθεώρηση! Την κοίταζα και δεν την χόρταινα! Τι ροζ και τι φραμπαλάς και τι στρας μαζεμένο! Και το μαλλί χτενισμένο καούκα, ολοστρόγγυλο σαν κράνος για μοτοσικλέτα, πήχτρα στη λακ, που και επτάμισι μποφόρ αέρα να σήκωνε δεν θα κουνιόταν τρίχα!  Και τα πέδιλά της ένα έντονο πορτοκαλί, πιο πορτοκαλί δεν υπήρχε! Και βάσταγε μια τσάντα φάκελο, στο φουλ της παγιέτας, ασημί και πορτοκαλί και ροζ. Απόρησα που στην ευχή τα είχε βρει όλα αυτά και τα είχε συνταιριάξει έτσι! Το μυστήριο λύθηκε σύντομα όταν η θεία μου τη ρώτησε πώς πάει η «άσκηση», με τη σοβαρότητα που ρωτάς έναν γιατρό όταν κάνει την ειδικότητά του.

Η Μαριγώ ήθελε να γίνει μοδίστρα. Και είχε πάει βοηθός και μάθαινε κοντά στη μία και μοναδική μοδίστρα, που είχε μέχρι εκείνη την ώρα το χωριό. «Έκανε την πρακτική της», όπως είπε με στόμφο η θεία μου, καμαρώνοντας την χειροποίητη τσάντα της Μαριγούλας. Διότι η Μαριγώ, εκτός που μάθαινε τις κλωστές και τις βελόνες, πώς να ξηλώνει και πώς να γαζώνει, τι είναι το πατρόν και τι το φιγουρίνι, ήθελε να εκφραστεί και δημιουργικά. Κι όλη τη χαρά που είχε μέσα της, την έβγαζε στα δόλια τα υφάσματα, όχι πάντα με το βέλτιστο αισθητικό αποτέλεσμα. Αλλά στο χωριό την καμάρωναν, γιατί «να δεις που θα το κάνει μόδα αυτό η Μαριγώ» έλεγαν, όταν φορούσε μία από τις ανεκδιήγητες δημιουργίες της…

Κι όταν σαν παιδάκι χόρτασα από το υπερθέαμα της αμφίεσης της Μαριγούλας, επικεντρώθηκα στις επιμέρους λεπτομέρειες… Και εκτός που μου φαίνονταν ζουμπάς η Μαριγώ, σαν να πρόσεξα πως τα χέρια της ήταν μικρά και πως τα δάχτυλά της ήταν κοντά, σαν μικρού παιδιού. Και τα δόντια της ήτανε ολόισια, περασιά θαρρείς, σαν τα πρώτα τα μωρουδιακά, που δεν ξεχωρίζουν οι κυνόδοντες απ’ τα υπόλοιπα και που τα ούλα φαίνονται πιο πολύ κι από τα δόντια… Κι όταν, καθώς την κοιτούσα, μου ανταπέδωσε το βλέμμα μαζί με ένα τεράστιο χαμόγελο κι ένα χάδι, δεν μπόρεσα παρά να αγαπήσω κι εγώ τη Μαριγώ και τη ζεστή της αύρα…

Κι αρχίσανε μετά την ψιλοκουβέντα οι μεγάλοι, τι παλληκάρι έπαιρνε η νύφη η τυχερή αλλά και τι λεβέντη κουμπάρο κάνανε, που ήταν ψηλός και ευθυτενής και όμορφος και πώς του πήγαινε η στολή! Ήτανε στρατιωτικός ο κουμπάρος, μόνιμος στο Σώμα της Αεροπορίας στη Λάρισα, φίλοι με τον γαμπρό απ’ τη θητεία του εκεί. Και πλησίασαν όλοι μαζί, σαν πηγαδάκι, να ευχηθούνε του γαμπρού και να τον πειράξουνε. Και σαν αντίκρισε η Μαριγώ τον κουμπάρο γίνηκε κόκκινη σαν το παντζάρι και μάζεψε το γέλιο της σε ντροπαλό χαμόγελο, ρίχνοντας τα μάτια της στα πορτοκαλιά της πέδιλα…

Ναι, ο κόσμος το ‘χε τούμπανο κι αυτή κρυφό καμάρι, πως αγαπούσε τον Τάσο. Μέχρι κι ο ίδιος το είχε καταλάβει και την πίκαρε, όποτε του δινόταν η ευκαιρία. Κι εκείνη καμωνότανε ότι δεν καταλάβαινε και μόνο γέλαγε. Έτσι ήτανε εκείνα τα χρόνια, όμως. Είχε άλλη γλύκα η αγάπη η ανομολόγητη, με τα κρυφοκοιτάγματα και τα χαζοπειράγματα. Και κείνη η αναμονή για την επόμενη συνάντηση, την δήθεν μου τυχαία, ήταν όλο το αλάτι και το πιπέρι της καθημερινότητάς τους. Κι οι εκμυστηρεύσεις των φιλενάδων, που μαζεύονταν στο ραφτάδικο της κυρα-Γιωργίας. Κι οι συμβουλές. Και το πλάσιμο των σεναρίων με αφορμή μια λέξη, ένα χαμόγελο.

Όταν είπα, μετά το γάμο, πως «κρίμα η Μαριγούλα μαμά, γιατί δεν έβρισκε να αγαπήσει έναν στα μέτρα της», η μάνα μου μ’ απάντησε με τρυφερότητα πως μπορεί η Μαριγώ να ήταν διαφορετική εκ γενετής, μα ήτανε χρυσή καρδιά και πως κανένας δεν μπορούσε να ξέρει που είναι το τυχερό του κι ούτε να ορίσει πού θα αγαπήσει η καρδιά του. Κι εγώ στάθηκα στο «εκ γενετής». Κι έτσι μου εξήγησε η μάνα μου τις ιδιαιτερότητές της, που καθόλου -μα καθόλου όμως- δεν αποτυπωνόταν στην γελαστή ψυχή της και δεν σκιάζανε ποτέ τα γελαστά της μάτια.

Ήτανε από άλλη πάστα η Μαριγώ. Ατίθαση, δημιουργική, μέσα στην ενέργεια, τίποτε δεν πήρε από τους δικούς της. Κόντρα σε κάθε θέλημα του πατέρα της, έπαιζε στις αλάνες παιδί, ήτανε η καλύτερη μαθήτρια, έκανε φίλους της με την καλοσύνη και την αγάπη της όλο το χωριό. Δεν τιθασεύονταν, δεν καλουπώνονταν, δεν συμβιβάζονταν. Δίπλα στη μάνα της πάντα, έγινε νοικοκυρά δακτυλοδεικτούμενη. Κάποτε άκουσε πως ο έρωτας περνά απ’ το στομάχι και σαν να ‘θελε να έχει έναν άσσο παραπάνω στο μανίκι της, μαγείρευε με πάθος μέχρι που έφτασε να αριστεύσει και σ’ αυτό.  Όλοι είχανε να λένε για τα γλυκά και τις πίτες της Μαριγούλας. Μ’ ότι και αν καταπιανότανε μάλαμα γίνονταν. Κι όποια πέτρα και να σήκωνες τη Μαριγώ θα να ‘βρισκες από κάτω. Σε γιορτή, σε λύπη, πρώτη και καλύτερη να σταθεί στη γειτονιά της, στο χωριό της όλο. Μοναχά σ’ ένα μέρος δεν πάτησε ποτέ το πόδι της κι αυτό ήτανε το ξυλουργείο του πατέρα της…

Τα νέα που της φέρανε τ’ αδέρφια της ένα απόγευμα εκεί κοντά στο φθινόπωρο δεν τα πίστευε με τίποτα, ούτε η Μαριγώ, ούτε η μάνα της.

-Έλα μικρό, που να μην σώσω, την αλήθεια σου λέμε! Της ορκιζότανε ο μεγάλος της ο αδερφός και ήτανε από τις σπάνιες φορές που τον έβλεπε η αδερφή του να χαμογελάει τόσο πλατιά. Είχε χαρεί, όμως, μέχρι το βάθος της ψυχής του γι’ αυτά τα νέα.

-Και δηλαδή, πώς; Ήρθε έτσι στα καλά καθούμενα και μίλησε στον πατέρα; Δεν σε πιστεύω! Είπε η Μαριγώ ρίχνοντας ένα βλέμμα γεμάτο δυσπιστία στον αδερφό της.

-Ώχου! Εγώ φταίω που στο πρόφτασα! Σου λέω έτσι, ναι! Στα καλά καθούμενα. Εκεί που δουλεύαμε για την παραγγελιά του Αργύρη για κείνο κει το σύνθετο, ξέρεις, μπαίνει μέσα ο ψηλός, κόβει ένα γύρω με το μάτι, και σαν είδε τον πιο μεγάλο από μας, δηλαδή τον πατέρα, βουρ κατά πάνω, ίσα σου λέω! «Κάτι θα θέλει να φτιάξει», σκεφτήκαμε.

-Πάψε! Θα σταματήσει η καρδιά μου, καρτέρα να καθίσω! Έκοψε την περιγραφή η μάνα τους.

-…Ναι… Που είχα μείνει…. Α! Ναι! Και που λες, πάει καρφί στον πατέρα, τον χαιρετάει λες και βάραγε προσοχή σε καραβανά και του λέει «κύριε Αφεντούλη θέλω να μιλήσουμε για ένα θέμα σοβαρό».

-Και; Και; Τι είπε ο μπαμπάς;

-Να σου πω, στην αρχή του ξίνισε σαν να του ζήτησε λεφτά και δεν τα ΄χε να τα δώσει! Χα! Χα! Χα!… Ναι… Αλλά μετά κάτι του ψιθύρισε ο ψηλός, άλλαξε χρώμα ο πατέρας, «πέρνα στο γραφείο να τα πούμε αυτά» του είπε μετά και κλειστήκανε και οι δύο μέσα στο γραφείο.

-Μετά; Τι έγινε μετά;

– Ε, του είπε «κύριε Αφεντούλη, το και το. Εγώ ήρθα εδώ να σας μιλήσω γιατί σκέφτομαι σοβαρά για τη Μαριγώ και θέλω να κανονίσουμε να έρθω και επισήμως να ζητήσω το χέρι της».

-Παναγία μου! Παναγία μου! Είπε έτσι αλήθεια; Είπε έτσι ο Τάσος; Ρώτησε η Μαριγώ που δεν πίστευε στα αυτιά της τέτοια νέα.

-Ε, τώρα! Που να μη σώσω σου λέω!

-Και τι του απάντησε ο πατέρας;

-Χμ… Ναι… Κοίτα… Όσο γι’ αυτό, καλύτερα να σου μιλήσει ο ίδιος… Δεν ξέρω αν… Ίσως να θέλει…

Κι εκεί έκοψε την κουβέντα με μισόλογα ο αδερφός της. Και η Μαριγώ μαζί με τη μάνα της στήθηκαν πίσω από την πόρτα περιμένοντας με αγωνία να γυρίσει ο πατέρας σπίτι, να μάθουν τι έγινε επιτέλους! Κοιτιόντουσαν μεταξύ τους και χαχανίζανε, σφίγγανε η μία τα χέρια της άλλης και παίρνανε ανάσες βαθιές. Κι η μάνα της κάθε τρεις και λίγο της ίσιωνε τα μαλλιά και της ίσιωνε τη φούστα και της ίσιωνε το γιακά στην μπλούζα, λες και θα ‘ρχοταν τώρα ο γαμπρός κι έπρεπε να τα βρει όλα στην εντέλεια. Χαίρονταν η έρμη πως έλαχε ένα τέτοιο απίστευτο τυχερό στο κορίτσι της. Κι ήξερε κιόλας, το ‘χε από καιρό καταλάβει, πως και της Μαριγούλας τής πόναγε το δοντάκι της γι’ αυτόν τον Τάσο…

Κάποια στιγμή, είχε βραδιάσει για τα καλά πια, γύρισε ο πατέρας σπίτι.

-Έδωσε ο Θεός πια! Λίγο ακόμα και θα μας έβρισκες και τις δυό σκασμένες! Του είπε εύθυμα η γυναίκα του.

-Τι καημό είχαταν και με περιμένατε; Δεν μοιράζω λεφτά!

-Ε, ξέρεις, για το κορίτσι, να μας πεις τι έγινε πια!

-Το ‘θκό μας το κορίτσι; Ε, τι να έγινε δηλαδή;

Για μια στιγμή η Μαριγώ κι η μάνα της παγώσανε και κοίταξαν η μία την άλλη. Κι έπειτα γύρισαν και κοίταξαν ταυτόχρονα τον μεγάλο τον γιο. Εκείνος αμήχανα χαζογέλασε και κοιτώντας τον πατέρα τους σαν δαρμένο κουτάβι, είπε μέσα απ’ τα δόντια του κάτι που έμοιαζε με «τους τα ‘πα» ή κάτι τέτοιο.

-Α, αυτό… Είπε τότε ο πατέρας. Τους τα πρόφτασις κιόλα, μη χάσεις, ε;

-Εγώ πατέρα είπα ότι μιας και… Ξεκίνησε να δικαιολογείται ο γιος.

-Εσύ να βγάν’ς άλλη φορά τον σκασμό και να μη φυτρώνεις αυτού απ’ δεν σε σπέρνουν! Του γάβγισε ο πατέρας τους.

-Πατέρα, μπήκε στη μέση η Μαριγώ ήρεμα, ήρθε ο Τάσος στο εργαστήρι και με ζήτησε σε γάμο;

Ο πατέρας τους σταμάτησε, μισόκλεισε τα μάτια και την κοίταξε, σαν να ήθελε να λογαριάσει πόσα κιλά να ήταν περίπου άραγε η Μαριγώ…

-Και πες πως ήρθε… Και τι έγινε; Της απάντησε με τη φωνή του να σφυρίζει σαν φίδι μέσα από τα σφιγμένα του δόντια.

-Πες, ήρθε;

-Ήρθε.

-Και;

-Και τίποτα. Πες πως δεν ήρθε ποτές.

Η Μαριγώ  πισωπάτησε δυο βήματα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και τεντώνοντας το χέρι της προς τα πίσω, έψαχνε στα τυφλά να βρει στήριγμα στο χέρι της μάνας της.

Ο πατέρας της τότε γύρισε και κοίταξε την μάνα της και της είπε:

-Μην τολμήσεις και βγάλεις άχνα εσύ!

-Μα τι είναι αυτά που λες; Εδώ μιλάμε για τύχη! Το κορίτσι… Τόλμησε να αντισταθεί η δόλια η μάνα μα δεν πρόκανε να αποσώσει την κουβέντα της.

-Το κορίτσι; Το κορίτσι; Κορίτσι το λες εσύ αυτήν την μισοριξιά; Δεν το βλέπ’ς πώς το ‘νε; Στραβή είσαι;

-Πατέρα! Διαμαρτυρήθηκε τώρα έντονα η Μαριγώ.

Το είχε καταλάβει από χρόνια πως δεν την λογάριαζε για παιδί του ο πατέρας της, εξαιτίας του παρουσιαστικού της, μα τουλάχιστον μέχρι τώρα δεν το είχε εκδηλώσει ποτέ φωναχτά. Και μάλιστα έτσι!

-Τι πατέρα; Τι; Μπα και νομίζεις εσύ ότι στραβώθηκε από έρωτα ο λεβέντης με το που σε είδε κι είπε να ‘ρθει να σε καπαρώσει μη και χάσει το  κελεπούρι;… Τελοσπάντων, τέλος η κουβέντα, βάλτε με να φάω.

-Πες μου τι έγινε πια! Φώναξε η Μαριγώ.

-Α… για κοίτα συμμαζέψου γιατί αυτήν την φορά δεν θα σε γλιτώσει η μάνα σου, θα το φας το βρωμόξυλο! Που μου θες και παντρειές, ακόμα δεν βγήκες απ’ τ’ αυγό! Ποιος να σε πάρει βρε κακόμοιρο εσένα έτσι που είσαι; Ποιός;

-Μα ο Τάσος ήρθε και με ζήτησε!

-«Μα ο Τάσος ήρθε και με ζήτησε!» κορόιδεψε ο πατέρας της κάνοντας τη φωνή του λεπτή και κλαψιάρικη.

-Πατέρα!

-Έλα να τελειώνουμε με το θέμα! Ήρθε ναι, αλλά μπα και νόμιζε ο λεβέντης ότι τρώω εγώ κουτόχορτο; Για την προίκα σου σε ήθελε, που ξέρει το βιος μας και θα ‘πε με το νου του πως για να σε ξεφορτωθούμε θα τον χρυσώναμε! Αλλά έπεσε έξω! Από μένα δεν θα πάρει φράγκο! Του ‘πα να πάει από κει που ‘ρθε! Εγώ σε καραβανά δεν σε δίνω. Να σε πάρει εκεί που τραβιέται με το στράτευμα, να σε γκαστρώσει κιόλα και μετά να σε γυρίσει πακέτο εδώ αφού θα στα έχει φάει όλα! Και τι να σε κάνω εδώ εγώ χαλασμένη και μ’ ένα μούλικο, ε; Το σκέφτηκες αυτό; Του ‘πα όχι κι έληξε εκεί το θέμα. Του είπα πως έχω εγώ παιδί καλό να σε δώσω, εδώ, να δουλεύει και μαζί μου, να αυγατίσουμε ότι έχουμε.

-Τι πήγες κι έκανες! Τι πήγες κι έκανες! Ούρλιαξε η Μαριγώ και αναλύθηκε σε κλάματα. Εγώ τον Τάσο τον αγαπάω και θα τον πάρω, τ’ ακούς; Θα τον πάρω! Αφού ήρθε και με ζήτησε, μ’ αγαπάει κι αυτός! Και γύρισε την πλάτη της στον πατέρα της κι έκανε να φύγει, να τρέξει, να πάει να βρει την αγάπη της, να προλάβει, να διορθώσει τα πράγματα.

-Μην τολμήσεις και κάνεις να βγεις όξω απ’ το σπίτι σε λιάνισα! Της είπε ο πατέρας της.

Η Μαριγώ κοντοστάθηκε, κοίταξε την μάνα της η οποία έκλαιγε βουβά σε μια γωνία, κοίταξε τον αδερφό της τον μεγάλο, ο οποίος κατέβασε τα μάτια και γύρισε απ’ την άλλη το κεφάλι του…

-Εγώ τον Τάσο τον αγαπάω και θα τον πάρω. Ήρθε και με ζήτησε… Μονολόγησε σχεδόν η Μαριγώ, κοιτάζοντας όλο παράπονο με τα δακρυσμένα μάτια της τον πατέρα της. Κι έκανε μεταβολή για την πόρτα.

Εκείνος λύσσαξε που δεν τον άκουσε. Έβγαλε ένα μουγκρητό σαν άγριο θηρίο. Βούτηξε απ’ το τραπέζι ένα βαρύ κρυστάλλινο τασάκι και το εκσφενδόνισε στο κορίτσι. Την πέτυχε στο κεφάλι. Η Μαριγώ ταλαντεύτηκε για δευτερόλεπτα κι έπειτα σωριάστηκε κάτω μ΄ έναν μουντό γδούπο.

Το πρώτο διάστημα, σχεδόν τους δύο από τους τέσσερις μήνες που έμεινε σε κόμμα η Μαριγώ, ο Τάσος πήγαινε και την επισκεπτόταν στην εντατική κάθε μέρα. Ο πατέρας της τον κοίταγε άγρια, λες κι ήρθε ξένος κόκορας να του βατέψει τις κότες. Δεν τόλμαγε όμως να του πει τίποτα. Στους δύο μήνες οι γιατροί σταμάτησαν να τους δίνουν ελπίδες κι εκείνος δέχτηκε την μετάθεση κι έφυγε γι’ Αλεξανδρούπολη. Εκείνη τη μέρα η μάνα της Μαριγώς έκλαψε με μαύρο δάκρυ και για πρώτη φορά στη ζωή της πήγε έτσι, αναπάντεχα, κι άστραψε ένα ηχηρό χαστούκι στον άντρα της. Κι εκείνος δεν είπε τίποτα, μόνο έσκυψε το κεφάλι.

Όλοι στο χωριό μάθαμε τι έγινε. Όλοι πήγαμε να δούμε τη Μαριγώ. Και πηγαίναμε μέχρι που ξύπνησε. Κάθε μέρα και κάποιος θα ήταν για εκείνην στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας. Μέχρι που ξύπνησε… Και δεν θυμόταν… Κανέναν δεν θυμόταν η Μαριγώ…

Όταν επέστρεψε στο χωριό δεν ήταν εκείνη πια. Τριγυρνούσε συνεχώς στους δρόμους, ατημέλητη, συχνά άπλυτη. Το βλέμμα της πάντα άδειο, σε κοιτούσε σαν κάτι να έψαχνε, σαν να περίμενε να της πεις κάτι και συ το ‘κρυβες. Έτσι σε κοίταγε.

Ποτέ δεν ξαναγέλασε, ποτέ. Εκτός ίσως από μια φορά, μια τελευταία. Κι ήταν στην κηδεία του πατέρα της, που αντήχησε ολόκληρο το νεκροταφείο απ’ τα υστερικά γέλια που την είχαν πιάσει… Ποιος ξέρει γιατί…

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Λένα Μαυρουδή Μούλιου
    29 Μαΐου 2016 at 22:23

    Αχ βρε Κατρίνα μου πόσο με έπιασε η ψυχή μου με όλα όσα έγιναν στο σπιτικό της κοπελίτσας Αυτή η δικτατορία αυτή η Χούντα της πατριαρχίας, του δεσποτισμού, πόσο τη ζωντάνεψες με το πανέμορφο διήγημά σου .Πατέρας αφέντης που τη γυναίκα την ήθελε μόνο για να του γεννοβολά σαν κουνέλα και τα παιδιά του στρατιωτάκια τα αρσενικά και ”ανύπαρκτα” τα θηλυκά. Εσύ που γνωρίζεις τόσο καλά να σκιαγραφείς τους χαρακτήρες του Ελληνικού χωριού πες μου υπάρχουν ακόμη κατάλοιπα τέτοιας νοοτροπίας εγκληματικής;;; Έξοχο διήγημα με την υπογραφή και τη σφραγίδα σου. Δεν ξέρω ποια Κατρίνα προτιμώ του χιούμορ ή τούτη; Μάλλον και τις δυο.

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      30 Μαΐου 2016 at 11:32

      Λένα μου δυστυχώς υπάρχουν ακόμα τέτοια δείγματα. Ευτυχώς όμως είναι δείγματα πια και όχι ο κανόνας. Χαίρομαι που σου άρεσε και η ιστορία της Μαριγώς. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη