“4η Ιστορία – Νίκη”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Το σπίτι της ήταν κίτρινο. Κι όχι κάνα κίτρινο απαλό, όπως ας πούμε της ώχρας, αλλά το κίτρινο του κρόκου, που δυο  τόνους  πιο σκούρο να ‘τανε το ‘λεγες και πορτοκαλί. Το είχε βάψει μόνη της. Όλο. Απλά το ισόγειο το είχε κάνει τέλειο και τον πρώτο όροφο όπου έφτανε – όπου δεν έφτανε πετούσε απλωτά το χρώμα με τη βούρτσα, κρεμασμένη απ’ τις βεράντες και τα παραθύρια, με αποτέλεσμα ακανόνιστο και πιτσιλωτό, φυσικά, μα πέρα για πέρα καλλιτεχνικό. Αυτό δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς.

Η Νίκη ήτανε ζωγράφος. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα, με πτυχίο από την Καλών Τεχνών του Παρισιού, στραβώθηκε κι αγάπησε τον Ανέστη και τον ακολούθησε στο χωριό του. Εκείνος αστυνομικός, μετά τον γάμο τους κατάφερε την πολυπόθητη μετάθεση και γύρισε στα πάτρια εδάφη του. Μείνανε μαζί με τα πεθερικά της. Απλοί άνθρωποι, αγράμματοι, ούτε καλοί, ούτε κακοί. Δεν ανακατεύονταν στα πόδια τους, θαρρείς και τον φοβόνταν τον Ανέστη κι ας τον είχαν και μοναχοπαίδι. Το έβλεπε η Νίκη στα μάτια τους αλλά δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει στην αρχή. Ώσπου ήρθε η ώρα της και κατάλαβε…

Στην αρχή όλα ήταν καλά. Η εξοχή, οι μυρωδιές του χωριού, η καθημερινή επαφή με τη φύση, την είχαν ξετρελλάνει. Ακόμα και το ακατάπαυστο κουτσομπολιό των συγχωριανών το έβρισκε γραφικό και ανεπιτήδευτο. Γελούσε, καλημέριζε, τίποτε δεν έπαιρνε μέσα της στα σοβαρά. Κι ας την έλεγαν ξεβράκωτη, γιατί το μόνο που είχε φέρει μαζί της ήταν δυο βαλίτσες ρούχα. Πιότερο χώρο έπιαναν τα «βαφτικά» της, όπως το λέγανε όλοι. Πίνακες ζωγραφισμένοι, μουσαμάδες άσπροι, άλλοι σε τελάρα κι άλλοι σε ρολό, δυο καβαλέτα κι ένα παλιακό μπαούλο γιομάτο μπογιές, πινέλα και λοιπά σύνεργα για τη ζωγραφική της.

Εκείνη την ήξερε την προίκα της. Ένα δίπατο στη Φιλοθέη, τέσσερα στρέμματα στο Ζούμπερι κολλητά στη θάλασσα και το μικρό της διαμέρισμα των φοιτητικών της χρόνων, μια καταπληκτική σοφιτούλα ακριβώς επάνω στην Rive Gauche στο Παρίσι. Μα ο Ανέστης ούτε να ακούσει δεν ήθελε για προίκα. Την ήθελε μόνο με τα ρούχα της, άντε και τα «μπλιμπλίκια της, για να ‘χει να παίζει», όπως συνήθιζε να λέει όταν αναφερόταν στα εργαλεία της δουλειάς της. Κι αυτό η Νίκη το είχε πάρει για πολύ καλό! Ότι, δηλαδή, ο άντρας της ήθελε να στηρίζεται μόνο στις δικές του δυνάμεις για να τους ζει…

Έτσι, λοιπόν, τυφλωμένη απ’ τον έρωτα ωραιοποιούσε τα πάντα. Και στην αρχή δεν είχε λόγο να τα δει κι άσχημα, εδώ που τα λέμε. Όταν έβαψε το σπίτι κίτρινο κι ενώ είχε βουίξει όλο το χωριό με το γεγονός ότι μια γυναίκα έβαφε μόνη της το σπίτι της και μάλιστα τέτοιο χρώμα που να βγάζει μάτι, ο Ανέστης ναι μεν ξίνισε λίγο αλλά το έριξε στο χωρατό.

Έπειτα η Νίκη έπιασε και γύριζε από ταβέρνα σε μπακάλικο κι από μπακάλικο σε ψιλικατζίδικο, ζητώντας να αγοράζει γυάλινα μπουκάλια, από αναψυκτικά, από μπύρες, ακόμα κι αυτά που είχαν για το νερό. «Τι θα τα κάνει άραγες η τρελλοπαλαβιάρα…» αναρωτιόντουσαν οι συγχωριανοί, ενόσω φυσικά φρόντισαν να ενημερώσουν τάχιστα τον «κυρ-Αστυνόμο».

Κι όταν γύρισε ο Ανέστης σπίτι βρήκε τους κορμούς απ’ όλα τα δέντρα που υπήρχαν στην αυλή ντυμένους με πολύχρωμα κομμάτια γυαλιών. Κι ο αρμός ανάμεσά τους χρώματος φούξια. Εκείνη τον υποδέχτηκε ολόχαρη, με ένα πλατύ χαμόγελο, ικανοποιημένη για το έργο της. Τον τράβηξε από το χέρι ανυπόμονα, σαν μικρό παιδί, να βγουν στην αυλή να του δείξει τι έκανε!

-Ε; του είπε κι έλαμπε από χαρά ολόκληρη μέχρι τις άκρες των πυρόξανθων μαλλιών της.

-Τι «ε»; της απάντησε κοροϊδευτικά εκείνος.

-Μα κοίτα! Δεν είναι υπέροχα; Στον ήλιο λάμπουν σαν πετράδια σου λέω!

-Γιατί; Για να φαίνεται από μακριά το χάλι μας; Που μου ‘κανες τα δέντρα σαν γύφτικο πανηγύρι; Της αντιγύρισε εκείνος φωνάζοντας τόσο πολύ που κοκκίνισε μεμιάς η μούρη του.

Η Νίκη έμεινε να τον κοιτάζει εμβρόντητη, μέχρι που εκείνος χώθηκε στο σπίτι περπατώντας νευριασμένος. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ουσιαστικά η Νίκη ήρθε αντιμέτωπη με κάποιον που δεν γνώριζε…

Πέρασαν λίγες μέρες ψύχρας κι έπειτα, όπως τα περισσότερα φρέσκα ζευγάρια, τα βρήκανε πάνω σ’ ένα στρώμα, αφήνοντας στα σεντόνια τους το κακό συμβάν να εξατμιστεί μαζί με τον ιδρώτα τους…

Μέχρι που ήρθε η 25η Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Και τότε η Νίκη κάλεσε όσους την χαιρέτησαν στην εκκλησία να περάσουν το βραδάκι για ένα ποτηράκι κρασί κι ένα μεζέ, έτσι, για να της ευχηθούν για την γιορτή της. Κι ήταν η σειρά του Ανέστη να την κοιτάξει εμβρόντητος.

-Τι είναι αυτά που λες; της ψιθύρισε αγχωμένος τραβώντας την απ’ τον αγκώνα παράμερα, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα των συγχωριανών τους.

-Συγνώμη αγάπη μου, έχεις δίκιο! Έπρεπε να συνεννοηθούμε πρώτα, ε; Αλλά μη σε νοιάζει, θα τα προλάβω όλα! Του απάντησε εκείνη απολογητικά, δίνοντάς του ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο. Κι έκανε ένα βήμα να προχωρήσει. Μα η λαβή του Ανέστη έσφιξε πιο πολύ.

-Να συνεννοηθούμε για ποιο πράγμα; Από πού κι ως πού γιορτάζεις εσύ σήμερα; Νίκη σε λένε γαμώ τον Αντίχριστό μου, όχι Ευαγγελία!

Η Νίκη γούρλωσε τα μάτια της και κράτησε σοκαρισμένη την ανάσα της.

-Πώς μιλάς έτσι; Σεβάσου τουλάχιστον τον χώρο που βρισκόμαστε, αφού δεν σέβεσαι εμένα!

-Είσαι τελείως τρελλή; Της ψιθύρισε απειλητικά. Τι θα πω εγώ σ’ αυτούς που θα ‘ρθούνε το βράδυ; Ότι το Νίκη είναι παρατσούκλι για το Ευαγγελία εκεί στην πρωτεύουσα που σε βρήκα και σε μάζεψα;

-Με μάζεψες;… ΜΕ ΜΑΖΕΨΕΣ; Ήταν η σειρά της Νίκης να ξεφύγει. Ε, λοιπόν! Να τους πεις ότι η γυναίκα σου γιορτάζει σήμερα γιατί σήμερα είναι μέρα νίκης για τον ελληνισμό και την ορθοδοξία! ΝΙΚΗΣ! Κατάλαβες; Αυτό να τους πεις! Κι έπειτα τίναξε το χέρι του κι έφυγε πεισμωμένη με ψηλά το κεφάλι, αγνοώντας τους επικριτικούς ψιθύρους όλων γύρω τους.

Έφτασε σπίτι. Ήταν τόσο θυμωμένη που δεν ήθελε επ’ ουδενί να κλάψει. Καμώθηκε λοιπόν πως ζωγράφιζε με κάρβουνο σε ένα μπλοκ, καθισμένη στο περβάζι απ’ το παράθυρο της κρεβατοκάμαρής τους. Μετά από λίγο μπήκε σαν σίφουνας ο Ανέστης. Την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και της είπε φτύνοντας μία-μία τις λέξεις απ’ την οργή του:

-Εμένα-δεν-θα-τολμήσεις-να-μου-ξαναγυρίσεις-την-πλάτη-μπροστά-στον-κόσμο. Εγώ-εδώ-έχω-ένα-όνομα. Το-κα-τά-λα-βες;

Εκείνο το βράδυ κανείς δεν ήρθε σπίτι τους. Δηλαδή σχεδόν κανείς. Γιατί δίπλα τους έμενε ο Τάσος. Εργένης αν και μεγαλούτσικος στα χρόνια, έμενε με την μάνα του, την κυρά-Θέκλα. Την οποία και είχε μαζί του, παρέα με μια μεγάλη γλάστρα με κόκκινες αζαλέες και μια σακούλα γεμάτη κηπευτικά! Ναι, μάλιστα. Όλα απ’ τα χωράφια τους, αγρότης ο Τάσος γαρ.

 -Να ζήσιεις κουρίτσι μ’! Της ευχήθηκε η κυρά-Θέκλα και της έδωσε δυο ηχηρά φιλιά, ένα σε κάθε μάγουλο. Αυτά είνι απού τα μπουστάνια μας, απ’ διαφιντεύει ου Τάσους μ’. Και της πρόταξε όλο περηφάνια τη σακούλα με τα κηπευτικά.

Η Νίκη τα έχασε. Δεν περίμενε καλή κουβέντα από κανέναν, πόσο μάλλον ευχές για τη γιορτή της. Κι η αλήθεια είναι πως την κοιτούσε την κυρά-Θέκλα λίγο επιφυλακτικά, ψιθυρίζοντας μ’ ένα αχνό χαμόγελο «σας ευχαριστώ».

-Χρόνια πολλά βρε Νίκη! Τι καλά το σκέφτηκαν οι δικοί σου να σε γιορτάζουν σήμερα! Πολύ πρωτότυπο! Τη χαιρέτησε ο Τάσος προτείνοντάς της το χέρι του. Κι όταν η Νίκη το έσφιξε και τον κοίταξε στα μάτια, κατάλαβε πως δεν την κορόιδευε και χάρηκε ως τα βάθη της καρδιάς της.

-Να σου ζήσει μωρέ Ανέστη, να την χαίρεσαι τέτοια κοπελάρα! Είπε μετά στον Ανέστη κι ως δια μαγείας λύθηκε η παρεξήγηση κι ο πρωινός ο τσακωμός του με την Νίκη κι έπιασε την γυναίκα του απ’ την μέση και τη φίλησε. «Χρόνια σου πολλά» της είπε κι εκείνη βούρκωσε.

Κύλησε κάμποσος καιρός. Δεν υπήρχαν καυγάδες σ’ αυτό το διάστημα. Μα δεν ήταν πια τα ίδια τα πράγματα στο ζευγάρι. Η Νίκη ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε περισσότερο απ’ ότι συνήθως. Σαν να εξαρτιότανε απ’ αυτό η ίδια της η ζωή, ζωγράφιζε μανιωδώς, όλο το χωριό είχε γεμίσει με πίνακές της. Τους χάριζε! Με πολύ αγάπη, με πολύ χαρά, τους χάριζε όλους! Η μόνη της, η μεγαλύτερή της ανταμοιβή, ήτανε να της λένε τι καλά που τα καταφέρνει με τα πινέλα, τι ωραίες που ήτανε οι ζωγραφιές της. Έτσι προσπαθούσε να «εξαγοράσει» την συμπάθεια των συγχωριανών. Προσπαθούσε να την δεχτούνε σαν δική τους…

Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, το τηλέφωνο στο Αστυνομικό Τμήμα χτύπαγε επίμονα. Ζήτησαν τον κυρ-Αστυνόμο. Ήθελαν να του πουν να τρέξει σπίτι του, να προλάβει πριν γίνει κανένα κακό. Ο Ανέστης έφυγε αλαφιασμένος, δεν μπορούσε καν να υποθέσει τι συνέβαινε. Όταν έφτασε με το υπηρεσιακό αμάξι και τις σειρήνες αναμμένες να ουρλιάζουν, είδε την γυναίκα του σκαρφαλωμένη επάνω στη σκεπή!

-Νίκη! Της φώναξε.

-Ου ουουου! Του απάντησε εκείνη με ένα πλατύ χαμόγελο. Viens là! Του ξαναείπε όλο χαρά και του κούνησε ζωηρά το χέρι.

-Τι… Τι στο διάολο λες; Και τι στο διάολο κάνεις επάνω στη σκεπή! Της φώναξε σε πλήρη σύγχυση ο Ανέστης.

-Έλα εδώ λέω! Έλα να δεις τι φτιάχνω!

-Νίκη. Νίκη! Το καλό που σου θέλω, κατέβα κάτω αμέσως! Κατέβα, γιατί μα την Παναγία, άμα ανέβω εγώ δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα!

Εντωμεταξύ, κόσμος είχε μαζευτεί ένα γύρο εκεί, έξω από την αυλή. Όλοι κοιτούσαν επάνω. Άλλοι γέλαγαν αποδοκιμαστικά, άλλοι λέγανε «πολύ ωραίο» κι άλλοι λέγανε «σαν κάνει κι πέσ’ απ’ αυτού παν’, ικεί να ιδείς ομουρφιά απ’ θα γιουμίσ’ ου τόπους κουψίδια…». Ο Ανέστης τ’ άκουσε και γύρισε να τους κοιτάξει. Και μετά ξανακοίταξε επάνω στη σκεπή να δει τι στην κατάρα έκανε η γυναίκα του πάλι!

Η Νίκη έβαφε τα κεραμίδια. Ένα κίτρινο, ένα άφηνε, ένα πράσινο. Ένα κίτρινο, ένα άφηνε, ένα πράσινο. Είχε βάψει σχεδόν όλη την μπροστινή πλευρά και τώρα πάλευε να φτάσει τις δύο τελευταίες σειρές χωρίς να πέσει και να σκοτωθεί.

Μονομιάς ο Ανέστης έγινε κόκκινος. Πιο κόκκινος κι απ’ τα κεραμίδια.

-Κατέβα! Ούρλιαξε.

-Κι εσείς τραβάτε σπίτια σας, τέλειωσε το θέαμα! Φώναξε στους γειτόνους που είχαν μαζευτεί εκεί.

Η Νίκη φοβήθηκε. Άφησε τα τενεκέδια με το χρώμα όπως ήταν  και κρατώντας το πινέλο της χώθηκε στην καταπακτή για να κατέβει. Η πρώτη σφαλιάρα την βρήκε στη σκάλα. Το πινέλο της έφυγε απ’ τα χέρια και του έβαψε τη στολή. Τότε την βούτηξε από τα μαλλιά και την έσυρε ρίχνοντάς της γροθιές με το ελεύθερο χέρι του, μέχρι που την πήγε στην κρεβατοκάμαρή τους. Εκεί έβγαλε τη ζωστήρα του και τύλιγοντάς την μία φορά γύρω από τη γροθιά του, την χτύπησε ακατάπαυστα ώσπου η Νίκη έχασε τις αισθήσεις της…

Όταν συνήλθε ήταν πια βράδυ. Ο Ανέστης καθότανε εκεί, μέσα στο σκοτάδι, στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Η Νίκη δυσκολεύτηκε να θυμηθεί τι είχε γίνει. Τον κοίταξε στην αρχή απορημένη και μετά γούρλωσε τα μάτια της όλο τρόμο.

-Δεν θα σε πειράξω… Της είπε ήρεμα αλλά εντελώς άτονα. Δεν ήθελα να σε πειράξω… Με έκανες ρεζίλι… Όλοι στο χωριό λένε πως ο καημένος ο αστυνόμος έχει παντρευτεί μια τρελλή… Τι θα κάνω με σένα; Τι;…

Έκλεισε τον μονόλογό του, σηκώθηκε όρθιος, η ζωστήρα ήταν ακόμη περασμένη στο χέρι του, εκείνη έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Τα άνοιξε όταν άκουσε την πόρτα του υπνοδωματίου να τρίζει.

Η Νίκη για πολλές μέρες δεν βγήκε από το σπίτι. Πονούσε. Ήταν γεμάτη μελανιές. Ντρεπότανε… Ο Ανέστης κοιμόταν στο κατώι. Δυο φορές ήρθε να την δει η κυρά-Θέκλα.

-Άμα κάν’ κι σι ξανακουμπήσ’ να ‘ρθεις τρέχουντα σι μας, άκ’σες; Αυτό της είπε τη δεύτερη φορά. Αυτό και πως εκείνοι την αγαπούσαν. Και οι δυό τους. Τουτέστιν και ο Τάσος, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Όπως ήταν. «Γιατί, τι έχ’ς δηλαδής; Μια χαρά κουρίτσ’ ίσι απ’ να πάρ’ η ευχή!»

-Με λυπήθηκε ο Θεός και δεν μου έδωσε παιδιά, της απάντησε η Νίκη. Μόνο αυτό. Τίποτε άλλο. Ούτε έκλαψε, ούτε παραπονέθηκε.

Κάποτε ήρθε επιτέλους το φθινόπωρο. Ο Ανέστης είχε γυρίσει στη συζυγική κλίνη. Αν και η Νίκη, βρε ό,τι κι αν της έταξε, δεν τον ξαναδέχτηκε στην αγκαλιά της. Το φθινόπωρο, λοιπόν, ήταν η αγαπημένη της εποχή. Της άρεσε πάντα να παίρνει το καβαλέτο της και σύνεργά της και να πηγαίνει στην εξοχή, να αποτυπώνει τα υπέροχα χρώματα σε ωραία τοπία.

 Έτσι έκανε και εκείνο το πρωί. Πήρε τα πράγματά της, δυο μπουκιές φαϊ σ’ ένα τάπερ μαζί με λίγο ψωμί και μερικά φρούτα κι έφυγε με τα πόδια για το βουνό. Είχε καστανιές. Το θέαμα σου έκοβε την ανάσα. Τα πεθερικά της δεν είπαν τίποτε. Κι όταν γύρισε ο Ανέστης το μεσημέρι προσπάθησαν να την δικαιολογήσουν πως «να, κάπου εδώ γύρω θα πετάχτηκε, θα γυρίσει όπου να ‘ναι». Μα όταν έφτασε η ώρα να σουρουπώνει, τα πεθερικά της ζάρωσαν σε μια γωνιά μέσα στην κουζίνα κι ο Ανέστης έφερνε βόλτες μέσα στο σπίτι σαν το αγρίμι μονολογώντας «πάλι τα ίδια άρχισε…».

Όταν γύρισε η Νίκη, είχε πιάσει πια νύχτα. Άνοιξε την πόρτα. Ο Ανέστης καθότανε στην κουζίνα, μπροστά σε καμιά δεκαπενταριά καραφάκια τσίπουρο εντελώς άδεια. Τον κοίταξε λίγο απορημένη αλλά του χαμογέλασε και του έδειξε τι είχε φτιάξει. Σε έναν μεγάλο καμβά είχε ζωγραφίσει με λάδι ένα άλογο. Ένα υπέροχο άλογο, που το τρίχωμά του γυάλιζε με εκείνο το γλυκό καστανό χρώμα της μόκας. Και που η μακριά χαίτη του ανέμιζε και μπερδευότανε με τα ξερά χρυσοκίτρινα φύλλα, που σήκωνε στον αέρα καθώς κάλπαζε.

-Δεν θα το πιστέψεις, του είπε, το βρήκα επάνω στο βουνό! Δεν είναι υπέροχο; Μου πήρε πολλές ώρες να το ακολουθώ μέχρι να καταλάβει ότι δεν θα το πειράξω, αλλά χαλάλι του, έτσι αγάπη μου;

Τα μάτια της σπινθηροβολούσαν με την έξαψη μικρού παιδιού. Στα μακριά μαλλιά της ξερά φύλλα σαν της ζωγραφιάς, μαζί με αγριοκολιτσίδες, είχαν κολλήσει. Κι ήταν όλα το ίδιο χρώμα, πυρόξανθα. Τον κοίταζε με ανυπομονησία, περίμενε με αγωνία τη γνώμη του για τη ζωγραφιά της.

-Θα σε σκοτώσω σκρόφα… Της ψιθύρισε μόνο εκείνος.

Μεμιάς όλο το φως σβήστηκε απ’ τα μάτια της. Το χαμόγελό της έφυγε, μαζί με το χρώμα από τα μάγουλά της. «Τρέξε!» της έλεγε μια φωνή μέσα της. «ΤΡΕΞΕ!»

Βούτηξε τον πίνακά της και έφυγε τρέχοντας. Στην προσπάθειά του να την ακολουθήσει ο Ανέστης δεν τα κατάφερε, ήταν τόσο, μα τόσο μεθυσμένος που τρέκλιζε. Λίγο πριν βγει από την πόρτα η Νίκη ξυστά δίπλα στο αυτί της ένοιωσε ένα κάψιμο. Κι έπειτα κατάλαβε πως άκουσε ένα μπαμ! Ο Ανέστης είχε βγάλει το υπηρεσιακό του περίστροφο και της έριχνε. Αν ήταν ξεμέθυστος θα την είχε αφήσει στον τόπο.

Η Νίκη, με την ψυχή κυριολεκτικά στο στόμα, έτρεξε με όση δύναμη είχε και χτύπησε την πόρτα της κυρά-Θέκλας. Εκείνη άνοιξε σχεδόν αμέσως, είχε ήδη ακούσει τον πυροβολισμό και πήγαινε να δει τι συμβαίνει. Την έβαλε μέσα γρήγορα, σφάλισε την πόρτα, φώναξε τον Τάσο.

-Γρήγορα μάνα, στο κελάρι, κατεβείτε! Φώναξε ο Τάσος όταν είδε την Νίκη, καταλαβαίνοντας αμέσως τι είχε γίνει.

-Είσαι καλά κορίτσι μου; Ρώτησε μετά την Νίκη κοιτάζοντάς την με αγωνία μην έχει πουθενά αίματα. Εκείνη δεν μπορούσε να του μιλήσει. Τον κοίταξε μόνο με μάτια γεμάτα τρόμο κι έσφιγγε απάνω της τον πίνακα με το άλογο.

-Μάνα! Τραβάτε, θα πάρω εγώ την αστυνομία!

-Μοναχά μη βγεις όξω λεβέντη μ’, μη βγεις όξω! Του απάντησε η κυρα-Θέκλα και πιάνοντας αγκαλιά την Νίκη κατέβηκαν στο κελάρι και σφάλισε την πόρτα με τον σύρτη.

Τα υπόλοιπα γίνανε γρήγορα. Όπως γρήγορα γίνονται όλα σε τέτοιες περιπτώσεις στα χωριά. Το αποτέλεσμα ήταν πως ο Ανέστης καθαιρέθηκε από τον βαθμό του, του δώσανε ελαφρυντικά λόγω μέθης. Επίσης δεν αναγνώρισαν πρόθεση. Αλλά ούτε η Νίκη  τον δίωξε ποινικά. Αυταπάγγελτα δικάστηκε εκείνος, για ψιλοπράγματα, λες και το να προσπαθήσεις να σκοτώσεις άνθρωπο ήταν κάποιο μικροπταίσμα… Βλέπεις, όλο το χωριό υποστήριξε τον Ανέστη. Όλοι εξόν από  τον γείτονά του τον Τάσο και την μάνα του, την κυρα-Θέκλα.

Η Νίκη είχε υποστεί ισχυρότατο σοκ. Τόσο που ποτέ δεν επανήλθε στη φυσιολογική της κατάσταση. Δεν μιλούσε. Κοίταγε μόνο με άδειο βλέμμα. Και δεν δεχότανε κανέναν να της αγγίξει ούτε το χέρι. Πολλές φορές στεκότανε με τις ώρες μπροστά στον πίνακα με το άλογο. Τον είχε κρεμάσει μόνη της στο σαλόνι της κυρά-Θέκλας, όπου και έμεινε μετά το συμβάν. Για την ακρίβεια, ποτέ ξανά δεν βγήκε έξω από το σπίτι η Νίκη. Κι όταν πέθανε η κυρά-Θέκλα, ο Τάσος συνέχισε να την έχει υπό την προστασία του. Εκείνη την μέρα, μάλιστα, όταν γύρισε ο Τάσος από την κηδεία η Νίκη πήγε και τον έπιασε από το χέρι. Τον οδήγησε στην αγαπημένη της πολυθρόνα, που ήταν μπροστά στο μεγάλο παράθυρο της σοφίτας, που είχε γίνει το δωμάτιό της.  Καθισμένη εκεί πολλές φορές, κοίταγε στο λιόγερμα τα εκατοντάδες έντομα που πετούσαν ελεύθερα και φάνταζαν σαν κόκκοι σκόνης, που αιωρούνταν στις ακτίνες του ήλιου καθώς παιχνίδιζαν ξένοιαστα. Γύρισε και κοίταξε τον Τάσο.

-Ζουν, του είπε. Και δεν ξαναμίλησε ποτέ.

Ίσως σας αρέσει και

4 Σχόλια

  • Λένα Μαυρουδή Μούλιουl
    20 Μαΐου 2016 at 01:13

    Αχ βρε Κατερίνα να πεις ότι ζούσε η κοπέλα καναδυό αιώνες πριν δεν θα μου φαινόταν περίεργη η καρτερικότητά της Μα μοντέρνος άνθρωπος με τα Παρίσια της και την καλλιτεχνική της Φυση πώς το κέρατό μου μ έσα τον ανέχτηκε από την πρώτη κιόλας σφαλιάρα που της έδωσε ;Το διήγημά σου για πολλή κουβέντα και βέβαια άριστα γραμμένο .

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      20 Μαΐου 2016 at 15:12

      Λένα μου, εκτός που ο έρωτας τυφλώνει, όπως λένε, πολλές κακοποιημένες γυναίκες αργούν να συνειδητοποιήσουν τι τους συμβαίνει στην πραγματικότητα. Αλλά κι όταν το συνειδητοποιήσουν δεν είναι πάντα σίγουρο ότι θα βρουν το κουράγιο να ζητήσουν βοήθεια ή να φύγουν. Ακόμα χειρότερα δε, πολλές φορές προσπαθούν να δικαιολογούν εκείνον που τις κακοποιεί, ψάχνοντας να βρουν σε τι φταίνε οι ίδιες και εγείρουν αυτή τη συμπεριφορά εκ μέρους του συντρόφου ή συζύγου τους… Ναι, θα μπορούσαμε να το συζητάμε με τις ώρες αυτό το κοινωνικό φαινόμενο που αφορά την ενδοοικογενειακή βία.
      Σε ευχαριστώ για τον έπαινο! Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία της Νίκης.

  • Βλαχογιανης χρηστος
    22 Μαΐου 2016 at 18:34

    Ειναι φοβερο και μονο να αναλογιστει κανεις πως μπορει ενα εγωπαθεστατο ατομο σαν τον Ανεστη να καταστρεφει οχι μονο τα ονειρα και την δημιουργικοτητα ενος ανθρωπου, αλλα και τον ιδιο τον ανθρωπο. Το τελος της ιστοριας μου αφησε ενα αναμεικτο αισθημα θυμου και στεναχωριας για την καταληξη της κοπελας. Η ιστορια εννοειται οτι ηταν εξαιρετικη! Συγχαρητηρια κι απο μενα κατερινα!

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      25 Μαΐου 2016 at 09:51

      Ευχαριστώ πολύ Χρήστο! Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία της Νίκης.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη