“3η ιστορία – Κυρά Φόνη”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Ήταν η πιο ζεστή βραδιά εκείνου του καλοκαιριού, όταν έφερε η Φόνη το δεύτερο παιδί της στον κόσμο. Το απόγευμα είχε βρέξει καταρρακτωδώς και η ζέστη που ξέρναγε η γη έκανε μέχρι και τα νυχτοπούλια να απομωθούν και να μην κρώζουν. Δύσκολη γέννα, το παιδί ήταν ψηλά κι έβγαινε με την πλάτη. Οι φωνές της ετοιμόγεννης σκίζανε την σιωπηλή και αποπνικτική νύχτα. Δυο μαχαλάδες γύρω απ’ το σπίτι της ξαγρύπναγαν μαζί της. Λίγο που δεν μπόρεγαν να κοιμηθούν απ’ την διαβολεμένη τη ζέστη, λίγο που ανησύχαγαν για το αν θα βγούνε πέρα ζωντανοί παιδί και μάνα, όλοι γυρνάγαν ανήσυχοι πέρα-δώθε στις αυλές τους, όπως κι ο πατέρας του παιδιού, που ‘κοβε αυλακιές στο χώμα περπατώντας και καπνίζοντας.

Κάποια στιγμή βγήκε η μαμή, με τα χέρια και την ποδιά της μες στο αίμα. Τον κοίταξε με νόημα. Εκείνος με μιας κιτρίνισε σαν το φλουρί.

-Τι γίν’κε; την ρώτησε και υπέθετε τα χειρότερα.

-Θα πρέπει να βάλω τ’ς κουτάλες, του αποκρίθηκε εκείνη.

-… Ε… μόνο αυτό κατάφερε να αρθρώσει εκείνος.

-Κάν’ τον σταυρό σ’. Αυτό μοναχά. Έτσι του ‘πε και γύρισε μέσα στο σπίτι.

Η κατάσταση της επιτόκου ήταν πλέον ιδιαιτέρως δυσχερής. Το να πάρει η μαμή το παιδί με μεταλλική εμβρυουλκία ήταν η ύστατη λύση. Η ύστατη. Και πάλι τίποτε δεν εγγυόταν το αποτέλεσμα. Μπορεί να τους έχανε και τους δύο. Τελικά όμως, έδωσε ο Θεός και επέζησαν. Μόνο που όσο μεγάλωνε το παιδί, ειδικά εκεί στα έξι του χρόνια που ξεκίνησε και το  σχολείο, έγινε εμφανές ότι ο Παναγιώτης δεν ήταν σαν τ’ άλλα παιδάκια. Η γέννα τού είχε αφήσει κουσούρι. Δεν επικοινωνούσε καλά, δεν άκουγε, δεν ανταποκρίνονταν όπως όλα. Τώρα, τι κουσούρι να το ‘ταν αυτό, ποιος να ‘ξερε… Φτωχός ο πατέρας του, μεροκαματιάρης, του ‘φτανε που το ‘χε ζωντάνο και ποτέ δεν το έτρεξε το παιδί παραπέρα να το ψάξουν…

Κι έτσι η Φόνη είχε ένα καημό, μα δεν τον έλεγε, μόνο ορμήνευε το μεγάλο της τ’ αγόρι, δυο χρόνια μεγαλύτερο απ’ τον Παναγιώτη:

-Ποτέ δεν θα αφήκεις κανέναν να σ’ πειράξ’ τον αδερφό, τ’ ακούς Σταύρο; Ποτέ!

Κι έτσι μεγάλωναν αγαπημένα τα αδέρφια, κολλητά σαν να ‘ταν δίδυμα. Κι όλο και κάποιος θα κορόιδευε τον μικρό και θα γύρναγε ο μεγάλος με τις μύτες ματωμένες στο σπίτι.

Περσεφόνη την λέγανε τη μάνα τους. Μετρίου αναστήματος γυναίκα, γεροδεμένη, μελαχρινή, με φρύδια πυκνά και ίχνη μουστακιού. Όμορφη δεν την έλεγες με τίποτα. Μα ήταν δουλευταρού και τα χέρια της  ήσαν πάντα άγρια απ ‘τις δουλειές κι οι φτέρνες της σκασμένες απ’ την ορθοστασία.

Μέχρι που είχε μόνο τον Σταύρο της δούλευε κι αυτή σιμά στον άντρα της στα χωράφια. Όχι δικά τους, που τέτοια τύχη. Αυτοί πέρα από ένα πλίνθινο καλύβι στην άκρια του χωριού, δεν είχαν τίποτε άλλο. Και σαν πέθανε κι η μανιά, η πεθερά της, έπαψε να παένει στα καπνά και στα βαμβάκια, που θα τ’ άφηνε το παιδί της μοναχό του; Λιγόστεψε το εισόδημα, μα κι ο άντρας της ανθρωπάκος πράος, ό,τι έβγαζε στο σπίτι του πήγαινε. Ούτε για ένα τσίπουρο δεν πάενε, που λέει ο λόγος, μην τύχει και στερηθεί η φαμίλια του το φαϊ. Κι έπειτα ήρθε κι ο Παναγιωτάκης και πλια δεν τον εβλέπανε παρά μονάχα λίγο μετά το απόγιομα που γύρναγε κατάκοπος απ’ τα χωράφια. Ακόμα και τις Κυριακές. Μέχρι που τον έμασε σβάρνα μια αλωνιστική μηχανή και δεν έμεινε παρά μόνο ένας σωρός τσακισμένα κόκκαλα και ματωμένες σάρκες. Ο μικρός ήταν τότε στα οκτώ. Κι ο μεγάλος στα δέκα.

Ήταν η πρώτη φορά που έγινε κηδεία στο μικρό χωριό τους με κλειστό φέρετρο. Κι είχαν να μολογάνε όλοι πως μήτε η μάνα, μηδέ και τα αγόρια δεν στάξανε ούτε δάκρυ. Μόνο είχανε κολλήσει αναμεταξύ τους, καθισμένοι στη σειρά μπροστά απ’ το κιβούρι και τρέμανε σαν τα ψάρια έξω απ’ το νερό. Και φώταγαν τα πρόσωπά τους ωχρά, ίδια με τη χλωμάδα ενός νεκρού κι εκείνα.

Κι από τότε ήρθε και προστέθηκε στην αμφίεση τής κυρά Φόνης και μια μαύρη μαντήλα, σαν δεύτερη κόμη. Χηρεύσασα πια, μαύρα όλα της. Τα μάτια, τα μαλλιά, τα ρούχα, η καρδιά της. Μόνο φως στη ζωή της, σαν να ‘μπαινε κλεφτά απ’ το παραθύρι, τα δυο της τ’ αγόρια. Μέχρι να γίνουν τα τρίμηνα, όλοι βοηθάγανε την χαροκαμένη τη μάνα και τα ορφανά. Λίγο ψωμί, δυο αυγά, μια κότα, κάνα τενεκέ τυρί, ό,τι είχε ο καθένας, ό,τι μπόραγε. Μα η Φόνη το καταλάβαινε πως έτσι δεν θα γινότανε να τα μεγαλώσει τα παιδιά της. Και μια μέρα, όταν ήταν και τα δυο τους στο σχολείο, ζώστηκε στη μέση της μια ποδιά και πήγε και χτύπησε την πόρτα του Παπά-Χρήστου.

-Παππούλ’… Αυτό μόνο του είπε κι έπεσε στα γόνατα.

-Έλα μέσα παιδί μου! Έλα μέσα να σε δώκω ένα ποτήρι νερό!

Έτσι της είπε ο γέροντας κι ήρθε η πρεσβυτέρα αμέσως με ένα ποτήρι νερό και δυο λουκούμια. Κι όπως την έβαλαν να καθίσει αναλύθηκε στα κλάματα. Κι όσο δεν είχε κλάψει έξι μήνες το έβγαλε μαζεμένο εκεί, στα χέρια του παπά.

-Βόηθα μας, πως θα τ’ αναστήσου τα βλαστάρια μο; του έλεγε ανάμεσα στ’ αναφιλητά.

-Σώπασε παιδί μου, κανένας δεν χάνεται, κάτι θα κάνουμε, της αποκρίνονταν εκείνος.

Κι έτσι κι έγινε. Της ανέθεσε να ανάβει τα καντήλια στο Κοιμητήριο και να φροντίζει την καθαριότητα τόσο των μνημάτων όσο και των δύο ναών. Του μικρού στο Κοιμητήριο και του μεγάλου μέσα στο χωριό.

Κι έγινε η κυρά-Φόνη η καντηλανάφτισσα. Και θες λίγο η θωριά της, λίγο κι αυτό που έκανε, έγινε το αντικείμενο των πειραγμάτων όλων των παιδιών στο χωριό. Της είχαν βγάλει κι ένα τραγούδι, που άλλοτε πιανότανε όλα μαζί και χόρευαν σε κύκλο καθώς το λέγανε, άλλοτε την παίρνανε στο κατόπι καθώς γύρναγε για το σπίτι της και τη χλευάζανε πετώντας της χαλίκια.

Μα εκείνη δεν την ένοιαζε. Της έφτανε που είχε να ταϊσει και να ντύσει τα παιδιά της. Και τα βράδια, πολλές φορές, όταν κάθονταν οι τρεις τους μαζεμένοι σε μια κάμαρη πριν κοιμηθούνε, τα ορμήνευε για να μην το ξεχνάνε, αυτό που της είχε πει ο παπα-Χρήστος:

-«Όπου είναι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το όνομά μου, εκεί είμαι εγώ εν τω μέσω αυτών».

-Και τι θα πει αυτό μάνα; την ρώταγε ο μεγάλος της ο γιος.

-Θα πει πως ρουτάς πουλλά για την ηλικία σ’, του απαντούσε εκείνη.

Κι ύστερα το ξανασκέφτονταν και του ξανάλεγε σοβαρά:

-Θα πει Σταυρή μο πως δεν μας αφήνει ου Θιός και να μην λιποψυχάτι.

Κι έτσι κύλαγε η ζωή τους ήσυχα. Κι η κυρά-Φόνη έκανε τα πικρά γλυκά για το χατήρι των αγοριών της. Κι ας ήταν ο περίγελος των πιτσιρικιών. Κι ας ήτανε η μοναξιά της η μόνη της παρέα στις στενοχώριες της. Εκείνη βράχος ακλόνητος για τα παιδιά της. Και μάνα και πατέρας. Και τα ανάθρεψε και τα σπούδασε και τα καλοπάντρεψε. Κι όταν ήρθε η ώρα στα ογδόντα τρία της να πάρει και κείνη την μεριά της ανάμεσα στα μνήματα που φρόντιζε τόσα χρόνια, δυό λόγια γράψανε τα παιδιά της πάνω στην πλάκα της: «Άξιος ο μισθός της».

Ίσως σας αρέσει και

6 Σχόλια

  • Μάρκος Κωνσταντίνου
    25 Απριλίου 2016 at 02:22

    Υ Π Ε Ρ Ο Χ Ο!!!!

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      25 Απριλίου 2016 at 09:33

      Ευχαριστώ πολύ!

  • drmakspy
    25 Απριλίου 2016 at 10:26

    Σε καλό σου… κόμπιασα….

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      26 Απριλίου 2016 at 10:26

      Συγκινήθηκες Σπύρο μου; Χαίρομαι, κάτι απέδωσα σωστά σημαίνει…

  • Γιωργος Γκαβοπουλος
    25 Απριλίου 2016 at 10:39

    Τι να πω,
    Εκλαψα απο συγκινηση……..μου θυμησε την ιστορια της μανουλα μου που χηρεψε 23 ετων με εμενα 5. Αγωνιστηκε σκληρα και καταφερε να με κανει καπετανιο.

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      26 Απριλίου 2016 at 10:28

      Κύριε Γκαβόπουλε, άξια η μανούλα σας. Άξιος και σεις που δεν την απογοητεύσατε και τα καταφέρατε και σας καμάρωσε καπετάνιο…
      Σας ευχαριστώ πολύ.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη