“2η ιστορία – Μπάρμπα-Τέλης”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Κανείς στο χωριό δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσει τον χειμώνα του 1975. Εκείνη τη χρονιά είχε ρίξει χιόνι με την ψυχή του. Το ‘χε φτάσει ενάμιση μέτρο καταμεσής στη δημοσιά. Κίνησε να ρίχνει απ΄ το τέλος Οκτώβρη, αμέσως μετά την Εθνική Επέτειο. Τέτοιο χιονιά λέγανε οι παλιοί πως δεν είχε κάνει ούτε το ’40. Αμάθητοι σε τέτοιο απότομο ψύχος βρέθηκαν απροετοίμαστοι όλοι. Και μέχρι να κάνει ο καθένας τα κουμάντα του, άλλος για ξύλα κι άλλος για πετρέλαιο, κρύωσαν για τα καλά, μιας και οι μετακινήσεις γίνονταν πολύ δύσκολα κι οι ανεφοδιασμοί πολύ αργά.

Μα δεν ήταν γι’ αυτό που θα μείνει αξέχαστη εκείνη η χρονιά. Μαζί με τον χιονιά μια παλιαρρώστια χτύπησε όλα τα στάβλια. Όσοι είχαν πρόβατα τα ‘χασαν όλα. Τα πήρε στρουμπάρα και ψόφαγαν το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο με ρυθμούς επιδημίας. Μέσα σε μια βδομάδα ξεκληρίστηκαν ολόκληρα κοπάδια. Η ζημιά τεράστια. Άνθρωποι βρέθηκαν στο μηδέν. Και δεν τους έφτανε η καταστροφή τους και ο πόνος τους, έπρεπε, μέσα στα δύο μέτρα χιόνι, να φροντίσουν και για την υγειονομική ταφή των κουφαριών. Γι’ αυτό έμεινε αξέχαστη αυτή η χρονιά σε όλους. Γιατί ένας απ’ τους χωρικούς, που όλο του το βιός ήταν ένας στάβλος και τα ογδόντα προβατάκια του, τού ‘τσουξε φωτιά και τον έκανε παρανάλωμα. Μαζί με τα ψόφια ζώα. Κι αυτός ο ένας ήταν ο Μπάρμπα-Τέλης.

Τα νέα σκόρπισαν αμέσως στο χωριό. Όχι πως χρειαζότανε να τα μεταδώσει και κάποιος, η φωτιά άφηνε ένα τεράστιο σύννεφο καπνού, που ο βοριάς το ‘φερνε κατευθείαν μέσα στους δρόμους, μες στις αυλές. Όλοι ανησύχησαν, πετάχτηκαν έξω να δουν τι γίνεται. Τέλος, οργανώθηκε ένα απόσπασμα από άντρες, με μπροστάρηδες  τον Δήμαρχο και τον Διευθυντή του Αστυνομικού Τμήματος και τράβηξαν προς τα κει που βλέπανε την εστία. Εκεί αντίκρυσαν τον Μπάρμπα-Τέλη. Στεκότανε πενήντα μέτρα απ’ τον στάβλο, όρθιος, στηρίζοντας στην γκλίτσα του σταυρωτά τα χέρια του κι απάνωθέ τους το σαγόνι του. Κοιτούσε τη φωτιά και τα μάτια του τρέχανε. Μόνο αυτό. Τα μάτια του τρέχανε, σαν δυο βρυσούλες, δάκρυα. Άπαυα. Κι ούτε αναφιλητό, ούτε ανάσα, ούτε βαρυγκώμια.

Τον πλησίασε γεμάτος απορία ο Δήμαρχος. Τον έπιασε απ’ τον ώμο.

-Κουμπάρε… Τι έκανες αυτού; Θες να μας κάψεις ολνούς;

Ίσιωσε ο Μπάρμπα-Τέλης. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Σφούγγισε με την ανάστροφη του χεριού του τα μάτια του. Έστρωσε με τα δάχτυλα το παχύ του μουστάκι. Έπειτα, γύρισε και κοίταξε τον Δήμαρχο.

-Θ’κα μ’ ήτανε, τα βάνω φουτιά κι τα καίω.

Αυτό μόνο του είπε. Μετά κοίταξε τους άλλους άντρες που είχανε μείνει βουβοί και κοιτούσανε και τους έγνεψε με το κεφάλι.

-Τραβάτι σπίτια σας. Διν πουρπατάει η φουτιά μι τόσου χιόν’. Ότ’ ήταν να καεί… πάει… κάηκι.

Κι ύστερα κατηφόρισε για το σπίτι του. Κι εκεί έληξε το θέμα. Κανείς δεν τον κυνήγησε, κανείς δεν τον πείραξε. Όλοι τον ήξεραν τον Μπάρμπα-Τέλη. Μέσα σε δυό μέρες του ψόφησαν τα πρόβατα. Φοβήθηκαν πως του ‘χε σαλέψει… Το μόνο που έκαναν ήτανε να ειδοποιήσουν την κόρη του, που την είχε παντρεμένη στο Παλαμά.

Φτωχός άνθρωπος ο Μπάρμπα-Τέλης. Την γυναίκα του την είχε χάσει από νωρίς. Μοναχός του πάλευε όλα τα χρόνια. Μοναχός του τ’ ανάστησε τα παιδιά του. Ο γιός του ήταν από τριετίας στη Γερμανία. Τόσα χρόνια είχε και να τον δει ο Μπάρμπα-Τέλης. Η κόρη του έμενε σ’ άλλο χωριό, εκείνος δεν δέχτηκε να πάει από κοντά αν και –παράπονο δεν είχε–  του το ’χε προτείνει ο γαμπρός του. Κι έτσι η ζωή του όλη κι όλη του η ασχολία ήταν αυτά τα λίγα πρόβατα. Τα ‘λεγες και κατά κάποιον τρόπο κι οικογένειά του…

Μετά απ’ αυτή τη συμφορά ο Μπάρμπα-Τέλης άλλαξε ρότα. Ζούσε κάνοντας θελήματα. Συγκεκριμένα μεσολαβούσε στην αγοραπωλησία χωραφιών, έκανε «την προξενήτρα» όπως έλεγε ο ίδιος. Κι έπαιρνε για κάθε μεσολάβηση ένα χαρτζιλίκι, ό,τι ήθελε να τον κεράσει ο καθένας. Μα είχε πλαφόν. Μάλιστα. Γιατί ο Μπάρμπα-Τέλης πάνω απ’ όλα ήταν βλάχος. Και δεν τον γέλαγες σε τίποτα. Δεν δέχονταν κάτω από εκατό δραχμές ή πάνω από διακόσιες. Γιατί όπως συνήθιζε να λέει, δεν ήταν αγιογδύτης αλλά δεν ήταν και ζητιάνος.

Έτσι, έμεινε η φυσιογνωμία του εμβληματική μέχρι το τέλος της ζωής του. Κοντόχοντρος, με το παχύ του το τσιγκελωτό το μουστάκι, την γκλίτσα του κι ένα ψάθινο, πλατύγυρο καπέλο χειμώνα-καλοκαίρι. Πάντα τον έβρισκες στην αγορά να περιφέρεται και να συνομιλεί συνωμοτικά. Και πάντα άμα τον κοίταγες θα σου χαμογελούσε. Πέθανε ήσυχα κάτω από ένα πεύκο, στον ύπνο του, στο βακούφικο του Αϊ Γιώργη, σιμά στο σπίτι του. Αγνάντευε ένα χωράφι.

Ίσως σας αρέσει και

4 Σχόλια

  • Διαμαντής Χαϊμαντός
    3 Απριλίου 2016 at 23:13

    Δυστυχώς Κατερήνα με αυτή την κρίση αυγατήσανε κατά πολύ οι μπάρμπα Τέλη δες καλή σου επιτυχία

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      4 Απριλίου 2016 at 17:16

      Έτσι είναι Διαμαντή… Σε ευχαριστώ πολύ!

  • Σοφία Κιόρογλου
    30 Σεπτεμβρίου 2017 at 14:06

    Πολύ ωραία και συγκινητική ιστορία. Μού θύμισε τον παππού μου…Κτηνοτρόφος από τον Έβρο που καταστράφηκε αφού όλα τα μοσχάρια και τα γίδια του πέθαναν ξαφνικά…Μετά το γύρισε στην γεωργία αλλά ήταν μαθημένος αλλιώς. Στο τέλος πέθανε κάπως έτσι…Σε ευχαριστώ που με γύρισες στα παλιά.

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      3 Οκτωβρίου 2017 at 19:17

      Σε ευχαριστώ Σοφία μου. Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία του Μπάρμπα-Τέλη!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη