“1η ιστορία – Βαγγελίτσα”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Η πρώτη φορά που άκουσα για την Βαγγελίτσα ήταν απ’ τη μάνα μου. Είχε σχολάσει η Λειτουργία μια Κυριακή, ήταν Απρίλης θυμάμαι. Η μάνα είχε κοντοσταθεί να ανταλλάξει δυό κουβέντες με την καντηλανάφτισσα για το καντήλι του μακαρίτη του παππού μας, αν έχει τα χρειαζούμενα για να μένει ακοίμητο στο μνήμα του. Κι έγινε λόγος και για την Βαγγελίτσα, που ‘ταν η δεύτερη Κυριακή που έλειψε απ’ την Λειτουργία, εκείνη που δεν έχανε ούτε έναν Εσπερινό. Θορυβήθηκε η μάνα μου, το ‘δα στα φρύδια της που σμίξανε με έγνοια. «Κοπέλα μόνη της έμεινε η φτωχιά», μου είπε καθώς φεύγαμε, μα πιο πολύ έμοιαζε να μιλάει στον εαυτό της. «Έχει ο Θεός, όμως, για όλους φροντίζει. Να πάμε να την δούμε τ’ απόγευμα παιδί μου, μήπως και της συμβαίνει κάτι». Τώρα σίγουρα μιλούσε σε μένα.

Όπως όλα τα παιδιά, άρχισα να πλάθω στο μυαλό μου τη μορφή της. Κοπέλα είχε πει η μάνα μου πως ήταν. Και την φαντάστηκα ψηλή, με μακριά καστανά μαλλιά, με ρούχα πολύχρωμα και πρόσωπο γελαστό.

Το απόγευμα πήγαμε. Σταθήκαμε έξω απ’ το παλιό σπίτι του Γώγου. Ήξερα πως εκεί δεν έμενε κανείς, η φαμίλια του Γώγου είχε μετακομίσει στο Βόλο εδώ και χρόνια. Το σπίτι στέκονταν αγέρωχο, πέτρινο και γερό. Μόνο τα σπασμένα τζάμια στον πάνω όροφο μαρτυρούσαν την εγκατάλειψη. Κοίταξα απορημένη αλλά η μάνα μου προπορεύτηκε και χώθηκε στο στενό στο πλάι, εκεί που ‘κανε σούδα και μαζεύονταν τ’ απόνερα της βροχής. Την ακολούθησα από κοντά. Βγήκαμε στο πίσω μέρος. Ένας μισογκρεμισμένος μαντρότοιχος και μια ξεχαρβαλωμένη σιδερένια πορτούλα όριζαν μιάν μικρή αυλή. Μπήκαμε.

Ένας μικρός κηπάκος αριστερά, φροντισμένος. Λίγα μαρουλάκια, λίγα κολοκύθια, μερικές βέργες για να στηρίξουν τα πασταλάκια. Δυό κλειστά παντζούρια στο σπίτι, εκεί, στην ίδια μεριά. Μετά μια παλιά ξύλινη πόρτα βαμμένη πράσινη. Ένα παράθυρο στα δεξιά. Δυο κουρτινάκια λευκά, τελειωμένα με βελονάκι, κρύβανε τα τζάμια. Εκεί στην άκρη, δίπλα στο παράθυρο, απλωνότανε μια ολάνθιστη πασχαλιά. Μοσχοβολούσε ο τόπος.

Η μάνα μου χτύπησε το τζάμι. «Βαγγελίτσα!», φώναξε. Κι έπειτα πάλι. «Βαγγελίτσα, είσαι εδώ; Έλα άνοιξέ μου, εγώ είμαι!»

Ένα λιπόσαρκο πρόσωπο φάνηκε για λίγο σα σκιά. Κι έπειτα άνοιξε η πόρτα, ίσα μια χαραμάδα. Από μέσα ξεχύθηκε μια αύρα. Μύριζε λιβάνι τριαντάφυλλο και πράσινο σαπούνι.

Σπρώξαμε και προχωρήσαμε στα ενδότερα. Η παλιά πόρτα άνοιγε σε ένα μικρό χωλ. Στα αριστερά μας σφαλισμένη μια πόρτα. Μπροστά μας μια φθαρμένη κουρτίνα, άσπρη, με το ίδιο τελείωμα με βελονάκι όπως αυτές στο παράθυρο. Κρεμότανε απ’ άκρη σ’ άκρη, στερεωμένη με σπάγκο σε δυό μεγάλα καρφιά στους τοίχους αντικρυστά. Εκεί κατάλαβα πως έκρυβε το βιός της η Βαγγελίτσα. Στα δεξιά μας μια πόρτα μισάνοιχτη οδηγούσε σε μια κάμαρη.

Κλείσαμε πίσω μας την πόρτα της εισόδου και προχωρήσαμε. Η υγρασία και το κρύο μου περόνιασαν τα κόκαλα. Κοιτούσα γύρω μου απορημένη και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω πως μέσα στα χαλάσματα είχε βρει απάγκιο μια ψυχή.

Η κάμαρη της Βαγγελίτσας ήταν φτωχική μα έλαμπε από πάστρα. Καθώς μπήκαμε στα δεξιά μου, σχεδόν πίσω απ’ την πόρτα, είδα ένα χαμηλό ξύλινο τραπέζι. Πάνω του τρακαδιασμένα με τάξη κουβέρτες, σεντόνια, πετσέτες. Ο μπόγος όλος ήταν καλυμμένος με λεπτό διάφανο άσπρο πανί σαν γάζα και στο τελείωμά του είχε κι αυτό πλεγμένες λευκές δαντελένιες γωνίτσες. Από κάτω από το τραπέζι ήταν απιθωμένη μισάνοιχτη μια παλιακιά βαλίτσα, απ’ αυτές τις χάρτινες, με το καρό υφασμάτινο ντύμα. Απ’ τη μια γωνιά έχασκε, σαν να ‘θελε λες να ξεπορτίσει, η ράντα από ότι φαίνονταν να είναι ένα μαύρο γυαλιστερό κομπινεζόν. Εκεί, σκέφτηκα, θα φύλαγε τα εσώρουχα της και τα προσωπικά της είδη η Βαγγελίτσα. Αυτόματα έστρεψα αλλού το βλέμμα μου, γιατί ντράπηκα σαν κάποιος να ‘χε ψαχουλέψει αδιάκριτα το δικό μου συρτάρι με τ’ ασπρόρουχα…

Έτσι κοίταξα ασυναίσθητα απ’ την άλλη μεριά, ακριβώς απέναντι. Στη σόμπα πετρελαίου. Σβηστή και κρύα. Στρωμένη με ένα λευκό σεμέν, είχε απάνω της μια ασημένια λεκάνη με περίτεχνο σκάλισμα στο χείλος της και μέσα της στέκονταν σαν πριμαντόνα η πιο όμορφη κρυστάλλινη κανάτα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου έως τότε. Το λιγοστό φως της μέρας, που έμπαινε στη στενόμακρη κάμαρη, παιχνίδιζε με το βαρύ κρύσταλλο κι έστελνε ολούθε μικρές, πολύχρωμες, τρεμουλιαστές πινελίτσες. Έμεινα να τις χαζεύω και να τις ακολουθώ με τα μάτια μου μέχρι το ταβάνι και πίσω πάλι.

«Και μένα μ’ αρέσει να τις κοιτώ. Είναι ό,τι μου απόμεινε από την μακαρίτισσα την μανούλα μου» άκουσα μια ευγενική φωνή σαν ψίθυρο, να με φέρνει πάλι στην πραγματικότητα. Κοίταξα προς τα εκεί από όπου ήρθε η φωνή. Ήταν ένα ψηλό, μαύρο, σιδερένιο κρεβάτι. Μέσα στα σκεπάσματά του ήταν ανακαθισμένη η φιγούρα μιας ψιλόλιγνης, αποστεωμένης γυναίκας. Το δέρμα της έφεγγε λεπτό σαν πάπυρος, έτσι όπως έπεφτε πάνω του το φως από το μοναδικό παράθυρο της κάμαρης, που βρίσκονταν ακριβώς πίσω απ’ το κρεβάτι της.

Αυτή ήταν λοιπόν η Βαγγελίτσα; Μα αυτή ήταν… μεγάλη! Πολύ μεγάλη θα έλεγα μάλιστα! Είχε τα λιγοστά γκρίζα μαλλιά της πιασμένα σφιχτά πίσω, σ’ έναν πολύ αυστηρό σινιόν κότσο. Η μπαμπακερή της νυχτικιά ήταν κουμπωμένη ως πάνω, στα δυό στρογγυλά δαντελένια γιακαδάκια. Η μάνα μου, που είχε ήδη καθίσει στη μία και μοναδική καρέκλα του δωματίου δίπλα της, μου έγνεψε να πάω να της φιλήσω το χέρι. Δεν ήθελα. Μα το έκανα από σεβασμό. Και τότε κατάλαβα από πού προέρχονταν η μυρωδιά από το πράσινο σαπούνι. Έπειτα κάθισα στο τελείωμα του κρεβατιού, κοντά στα πόδια της.

«Βαγγελίτσα μου σου φέραμε λουκούμια και λίγο ψωμί που ζύμωσα χθες» άκουσα την μάνα μου να λέει κι έπειτα χάθηκα στις σκέψεις μου, παρατηρώντας ό,τι είχε απομείνει από το υπόλοιπο δωμάτιο. Εκεί, στην άλλη γωνία αντικριστά από το κρεβάτι, μετά την ψάθινη καρέκλα που καθότανε η μάνα μου, βρισκότανε ένα μικρό τετράγωνο, ξύλινο τραπέζι. Ήταν στρωμένο μ’ ένα μπορντώ, χιλιοφθαρμένο, βελούδινο καρέ, που από τις τέσσερις γωνίες του κρέμονταν κρόσσια. Εκεί πάνω υπήρχαν, εξόν από τη σακούλα με τα φιλέματα που της φέραμε εμείς, δυό κομμάτια ξερό αντίδωρο σ’ ένα πιατάκι του καφέ, ένα ποτήρι νερό, Φωνές Κυρίου, ένα προσευχητάρι, καθώς και δυό μικρά βιβλιαράκια με βίους Αγίων – ποιών δεν μπορούσα να δω από κει που καθόμουν.  Ακριβώς από πάνω υπήρχε ένα καντήλι στον τοίχο, αναμμένο. Παντού γύρω του εικόνες, τόσο παλιές που μετά βίας ξεχώριζα τις μορφές. Λίγο πιο δίπλα, κρεμασμένος στον τοίχο, ένας μακρόστενος καθρέπτης που είχε ζωγραφισμένη πάνω του μια καλημέρα και στο μικρό ραφάκι, που εξείχε από κάτω του, βρίσκονταν μια βούρτσα για τα ρούχα κι απάνω της στερεωμένη μια κοκάλινη τσατσάρα. Δίπλα του μια κρεμάστρα, απ’ αυτές τις ξύλινες τις πτυσσόμενες που πουλάγανε στο παζάρι κάθε Σάββατο. Κρεμασμένα εκεί ένα μαύρο μάλλινο παλτό, ένα μαύρο κασκόλ και μια πλεκτή, μαύρη κι αυτή, ζακέτα. Στο πλάι, ακουμπισμένη στον μπόγο με τις κουβέρτες, μια ξύλινη σκάφη που τη σκέπαζε ένα λευκό πανί.

Αυτή ήταν η Βαγγελίτσα, λοιπόν. Μια πάμπτωχη γεροντοκόρη, θεούσα, όπως την κατηγόραγαν σχεδόν στο χωριό, χωρίς κανείς ν’ αρνιέται όμως πως επρόκειτο για έναν καλότατο άνθρωπο. Πάντα μαυροφορεμένη, ακόμα και το καλοκαίρι φορούσε μαύρες κάλτσες και μακρυμάνικη ζακέτα. Πάντα παρούσα σε όλες τις Ακολουθίες της εκκλησίας, μέχρι και σε όλα τα μνημόσυνα ανεξαιρέτως. Στις μεγάλες γιορτές πήγαινε σταράκι για ύψωμα, με δυο καθαρά κεράκια και πρόσφορο ζυμωμένο απ’ τα χεράκια της.

Η καταγωγή της ήτανε από τη Σμύρνη. Οι δικοί της είχανε βγει στο Βόλο με καράβι αλλά απέθαναν νωρίς, ο πατέρας της απ’ τον καημό του και η μάνα της από μελιταίο πυρετό. Ο πατέρας του Γώγου κι ο πατέρας της Βαγγελίτσας είχαν γίνει φίλοι και μάλιστα καρδιακοί – Θεός ξέρει πώς γνωρίστηκαν και δέσανε οι δυο άντρες. Έτσι προέκυψε και της είχανε παραχωρήσει αυτήν την κάμαρα, τώρα που εκείνοι μένανε πια στο Βόλο μόνιμα. Το πότε είχε έρθει η Βαγγελίτσα στο χωριό, κανείς δεν το θυμόταν. Σαν να είχε φυτρώσει ξαφνικά, έτσι μεγάλη όπως την γνώρισα κι εγώ.

Ήταν περήφανη η Βαγγελίτσα. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν κουτσομπόλεψε, ποτέ δεν ζήτησε. Πάντα χαμογελαστή και διακριτική, λιγομίλητη, με μια καλή κουβέντα για όλους. Δεν είχε κανένα εισόδημα πέρα από ένα απειροελάχιστο βοήθημα που της είχε μείνει κληρονομιά από τον πατέρα της. Πολλές φορές ζούσε απ’ τα υψώματα, τις λειτουργιές και τις αρτοκλασίες. Μα κανείς δεν το ήξερε. Όλοι νόμιζαν πως είχε κομπόδεμα.

«Να έρχεστε όποτε θέλετε, ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ πολύ…» ψιθύρισε με ξέχειλη την ευγνωμοσύνη στη φωνή της η Βαγγελίτσα καθώς κάναμε να φύγουμε.

Πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω τι σήμαινε ότι είχε μείνει «κοπέλα» μόνη της η φτωχιά, όπως είχε πει η μάνα μου. Εκείνο τ’ απόγευμα το μόνο που κατάλαβα ήταν πως υπάρχουν κομμάτια πουπουλένιων αγγέλων μέσα σε Βαγγελίτσες, που κοιμούνται στη μοναξιά μιας ξεχασμένης φτωχικής κάμαρας.

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Γιάννης
    20 Μαρτίου 2016 at 23:28

    Μεγάλο μέρος του διηγήματος αναλώθηκε σε περιγραφές. Το ίδιο περιγραφικά αποδίδεται ο καλός χαρακτήρας της Βαγγελίτσας, ενώ έπρεπε ν’ αποτυπωθεί μέσα από δρώμενα.

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      21 Μαρτίου 2016 at 08:39

      Αγαπητέ Γιάννη, κατά την άποψή μου οι περιγραφές αποτυπώνουν ολόκληρη τη ζωή και το ποιόν της Βαγγελίτσας. Το δρώμενο είναι ένα στην προκειμένη περίπτωση, η επίσκεψη. Και μέσα από αυτό, με την χρήση των περιγραφών, δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να αποτυπώσει εικόνα για το παρελθόν και το παρόν της πρωταγωνίστριας. Σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σας, θα συνυπολογίσω την άποψή σας στις επόμενες ιστορίες μου.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη