“Όντως;”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

“Αφιερωμένο με αγάπη σε όλους τους φοιτητές της χώρας μας”


–Κορίτσιαααααα, κοιτάξτε τι βρήκα!

–Ουάου! Ολόσωμη είναι;

–Ναι ρε, δεν είναι τέλεια;

–Τέλεια όμως! Πόσο κάνει;

–Λοιπόν, κρατηθείτε… Δώδεκα ενενήντα εννιά!

–Τι λες, αλήθεια;

–Από τέσσερα ευρώ και τριάντα λεπτά να βάλουμε η καθεμία την πήραμε…

–Ναι καλά… Τι λες μωρέ; Εγώ πάντως δε χωράω εκεί μέσα. Μοιραστείτε την εσείς. Άσε που ένα πενταύευρο έχω μόνο, μέχρι να μου στείλουν, θα μου δανείζετε να το ξέρετε.

–Έλα ρε Χριστίνα, να την πάρουμε εμείς; Από έξι ευρώ θα βάλουμε…

–Κάτσε, θα δούμε… Είναι  καλό ύφασμα ρε Δώρα, πού να τη φορέσουμε;

–Λες; Γιατί μωρέ, δε φοριέται κανένα βραδάκι; Απλή είναι, κοίτα…

–Δεν ξέρω, εγώ το μετάνιωσα. Πάρτην εσύ αν σ’ αρέσει τόσο. Με τέσσερα ευρώ θα πάρω το μολύβι χειλιών που θέλω και ξέμεινα.

–Έλα ρε Χριστινάκι, θα σου δανείσω εγώ το δικό μου. Δεν έχω δώδεκα ευρώ, εκτός αν μου δανείσετε και θα σας τα δώσω την Παρασκευή που θα μου βάλουνε οι δικοί μου στην κάρτα.

-Τιιιι; Πας καλά παιδάκι μου; Και τι θα φάμε μέχρι την Παρασκευή; Τα νύχια μας; Άσε που έχω κάνει και ημιμόνιμο και τα λυπάμαι.

–Καλά σου λέει ρε Δώρα, ξεκόλλα. Θα ξαναβγούμε στα μαγαζιά, εδώ είναι δε φεύγουνε τα Ζara…

–Καλά… με πείσατε. Πάμε τότε να φύγουμε γιατί ζηλεύω, δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα…

–Εγώ πάντως μ’ αυτά τα λεφτά που μου μείνανε πρέπει να περάσω άλλη μια βδομάδα. Δεν μπορώ να ζητήσω ξανά απ’ τον μπαμπά. Προχθές μου έβαλε κατσάδα για το κινητό πάλι. Με φοβερίζει πως θα μου το κόψει, πάλι ξεπέρασα ρε Δία μου τον χρόνο ομιλίας.

–Σώωωπα! Κι εσύ ρε Χριστίνα, αφού με το κινητό μονίμως στο χέρι είσαι, πώς να μην τον ξεπεράσεις τον χρόνο;

–Ναι Ποπούλα, εσύ πας πίσω… Θα κοιτάξω για καμιά άλλη σύνδεση, να βάζω κάρτα και να μιλάω όσο θέλω, έτσι δε θα με παίρνει και κανένας χαμπάρι. Τον πατέρα μου πάντως τον έχω ικανό να μου το κόψει, δεν αστειεύεται σε τέτοια.

–Άκου τι λέει! Εδώ κινδυνεύουμε να μας κόψουνε απ’ τη σχολή σε λίγο, αυτή λέει για το κινητό. Εμένα η μάνα μου, μου το πέταξε κορίτσια τις προάλλες. ‘’Άντε, για στρωθείτε να τελειώσετε, να πάρετε το πτυχίο σας, να ξενοικιάσουμε σιγά-σιγά, να πάρουμε κι εμείς οι καψεροί μια ανάσα, αλλιώς παρατήστε τα κι ελάτε να πιάσετε δουλειά σε καμιά καφετέρια να βγάλετε το χαρτζιλίκι σας…’’ Άσε που για το μεταπτυχιακό που ονειρευόμουνα στη Φλωρεντία, μου το ξεκόψανε τελείως, δεν πρόκειται να τα καταφέρω να πάω.

–Έλα ρε, όντως;

–Όντως Πόπη μου, όντως…

–Ε, καλά ρε Δώρα κι εγώ τα ίδια ονειρευόμουνα, τώρα όμως δεν τολμάω ούτε να το θίξω στους γονείς μου. Πού να τα βρούνε; Εδώ δεν έχουνε να μας συντηρήσουνε στην Αθήνα… Άσε να τελειώσουμε με το καλό το Πολυτεχνείο και βλέπουμε, μπορεί να βρούμε μια δουλίτσα κα να καταφέρουμε να μαζέψουμε μόνες μας για το μεταπτυχιακό. Εγώ θέλω να είμαι αισιόδοξη, στο κάτω-κάτω τα όνειρα τζάμπα είναι, δεν μας τα χρεώνει κανένας, όλοι έχουμε δικαίωμα στα όνειρα!

–Τι ωραία που το είπες αυτό Χριστινάκι! Τα όνειρα είναι τζάμπα!

–Ελάτε, προχωρήστε, αφήστε τα ‘’όνειρα θερινής νυκτός’’ και προσγειωθείτε στην πραγματικότητα της Αθήνας.  Πάμε μια ‘’Μύκονο’’ εδώ πιο κάτω, μήπως βρω κάνα σουτιέν με τρία ευρώ; Όλα όσα έχω είναι ξεχειλωμένα. Ευτυχώς που δεν έχω γκόμενο να βλέπει τα χάλια μου…

–Ναι ρε, πάμε. Θέλω κι εγώ κάνα βρακάκι, ένα ευρώ τα έχουνε. Τι γελάς Δωρούλα; Γιατί μήπως καταλαβαίνει κανένας πως είναι απ’ τους Κινέζους; Τι να κάνουμε δηλαδή εδώ που φτάσαμε; Να μην πάρουμε ούτε ένα καινούργιο βρακάκι;

–Αχ, ρε κορίτσια πού καταντήσαμε! Θυμάστε τους παλιούς καλούς καιρούς πού ψωνίζαμε; Replay, diesel… και πάνω!

–Αυτό μόνο; Την αληθινή Μύκονο πού την πας; Ευτυχώς που προλάβαμε δε λες και πήγαμε την πρώτη χρονιά; Τώρα… μας έμεινε η ‘’Μύκονος’’ των Κινέζων.

–Άντε μωρέ προχωρήστε, που μου θέλετε και Μύκονο αληθινή… Εδώ δε λέτε που δεν έχουμε οδοντογλυφίδες στο σπίτι να ξύσουμε τα δόντια μας, θέλετε και νησιά! Πάνε αυτά κορίτσια, πέρασαν τα μεγαλεία… Αα, και να θυμηθείτε γυρίζοντας να πάρουμε στο σούπερ  ένα κουτί χαρτοπετσέτες, τέλειωσε και το χαρτί υγείας… με τι θα σκουπιζόμαστε;

–Αχ, ναι ρε Πόπη. Δίκιο έχεις, το είχα σημειώσει κι εγώ κάπου για να μην το ξεχάσω.

–Είδες; Αν δεν σας τα θυμίζω εγώ παιδάκι μου… μόνο εγώ κάνω για σπίτι τελικά.

–Aααα, κορίτσια περιμένετε… Πρέπει να κόψουμε δρόμο από δω, άκουσα χθες πως έχει πάλι διαδήλωση στο Σύνταγμα, θα μπλέξουμε σίγουρα αν πάμε από κει, άσε που φοβάμαι και τις φασαρίες. Τόσα που γίνονται τελευταία, μας έχουν κοψοχολιάσει!

–Έλα ντε, θα φοβόμαστε σε λίγο να βγούμε και στα μαγαζιά να ξεσκάσουμε… Τι διαδήλωση έχουνε; Για το μνημόνιο πάλι;

–Ε, για τι άλλο ρε Χριστίνα; Σήμερα νομίζω πως έχουνε κατέβει τα καψερά τα γεροντάκια για τις συντάξεις τους, που τις πετσοκόψανε οι ανισόρροποι! Πάει τώρα και το χαρτζιλίκι της γιαγιάς που το είχα σίγουρο κάθε μήνα. Ίσα που βγαίνει να πληρώνει τα φάρμακά της και τους λογαριασμούς της η καημενούλα.

–Ναι ρε Πόπη, κι εγώ αυτό σκεφτόμουνα χθες βράδυ. Κάποτε, είχαμε να παίρνουμε κι απ’ τους παππούδες μας, τώρα… πάει κι αυτό.

–Έλα ντε… Α, κορίτσια, να μην το ξεχάσω. Μου είπε η Μαρία χθες, πως ήρθαν κι άλλοι πρόσφυγες στον Πειραιά και θυμήθηκα τα λεφτά που δώσαμε στην Αντριάνα για να τους ψωνίσει τρόφιμα.  Τι έγινε τελικά, μάθατε… τους τα πήγανε;

–Τα πήγανε. Πήρανε μάλιστα αρκετά μου είπε η Αντριάνα και τα πήγανε στην Πλατεία Κυψέλης. Αύριο μάλιστα, είπαμε να στρωθούμε όλες να βρούμε κανένα ρούχο ή παπούτσια που δε φοράμε… για να τα πάμε κι αυτά.

–Καλά λες. Κι εγώ το σκεφτόμουνα… Όχι όμως αυτή τη βδομάδα, δεν μου περισσεύει ούτε ένα ευρώ…

–Ναι ρε! Έχω πολλά που δε φοράω, γιατί να πάνε χαμένα;

–Κορίτσια, από δω… στρίψτε στην Αιόλου. Εγώ είπα στη μάνα μου να μαζέψει όλα τα παιχνίδια που είναι ακόμα στο δωμάτιό μου, λες κι είμαι μπέμπα και να τα δώσει στα προσφυγάκια, μαζεύουνε κι εκεί μου είπε για να τους στείλουνε.

–Καλά ρε Πόπη, έχεις ακόμα παιχνίδια εσύ, ολόκληρη γαϊδούρα;

–Δώρα… Μη με νευριάζεις, έχω πώς δεν έχω; Μου τα κράταγε η μάνα μου να τα πάρω μεθαύριο στο σπίτι μου σαν αναμνηστικά, αλλά την έπεισα να τα δώσει. Είναι κι αυτή ψυχούλα μωρέ, σαν και μένα… τους λυπάται.

–Ρε περιμένετε… Καθίστε να πάρουμε ένα κουλουράκι, ξελιγώθηκα. Δώστε μου ένα εικοσάλεπτο όμως, γιατί δεν βγαίνω…

–Πόσα θα πάρεις Χριστίνα; Δεκάλεπτο έχω, το θες;

–Έλα ρε Πόπη, δώσε μου κι εσύ άλλο ένα να πάρω δυο, να τα μοιραστούμε.

–Δυο; Όχι ρε, ένα μας φτάνει. Άσε να πάρουμε κι από ένα καλαμάκι μετά, πάλι δε θα φάμε σήμερα;

–Εντάξει, άντε… ένα θα πάρω.

–Ιιιιιι! Τι έκανες ρε Χριστίνα τρομάρα σου; Έδωσες το πενηντάλεπτο στον άστεγο; Πώς θα πάρουμε καλαμάκι μετά;

–Έλα ρε Πόπη, τον λυπήθηκα. Όλη νύχτα στη γωνία την έβγαλε, δε βλέπεις; Εμείς τουλάχιστον έχουμε ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας.

–Ναι… σήμερα. Αύριο δεν ξέρουμε αν θα έχουμε ακόμα… Ο μπαμπάς μου έρχεται πολύ δύσκολα μωρέ τελευταία, δεν είχαμε καθόλου σοδειά φέτος. Άσε που του πήγε κόντρα κι ο καιρός. Α, ρε γαμώτο μου, να την είχα μπροστά μου αυτή τη ρουφιάνα τη Γερμανίδα, θα την έσκιζα στα δυο!

  –Εγώ ρε κορίτσια, έχω επιθυμήσει τη μανούλα μου που όταν βγαίνουμε όλο αυτή πληρώνει…

–Ναι ρε Δώρα, κι εγώ. Τι λέτε; Δεν ανεβαίνουμε Κατερίνη για Σαββατοκύριακο; Να βγούμε το πρωί με τις μανούλες μας, να πιούμε καφεδάκι, να μας πάρουνε και κάνα κολανάκι ή κανένα άρωμα που έχουμε ξεμείνει;

–Εγώ είμαι μέσα πάντως, τα εισιτήρια σκέφτομαι… Πόπη, εσύ τι λες; Θα πάμε;

–Δεν ξέρω κορίτσια, εγώ έχω να παραδώσω εργασία την άλλη βδομάδα και πρέπει να στρωθώ να διαβάσω καμιά στάλα. Θα με σκοτώσει ο πατέρας μου αν χρωστάω τον Σεπτέμβρη κι άλλο μάθημα. Εσείς δεν έχετε να τελειώσετε τη μακέτα, για να την παραδώσετε τη Δευτέρα Χριστίνα;

–Πήραμε παράταση ως την επόμενη Πέμπτη. Εκεί να δεις τι λεφτά μας φύγανε! Γιατί ρε Δία μου να είναι τόσο ακριβή η σχολή μας; Εγώ τα μισά απ’ όσα μου στέλνουνε τα δίνω για τα υλικά των εργασιών…

 –Γιατί εγώ πού τα δίνω;  Άσε με τώρα, μη μου τα θυμίζεις κι αυτά. Εμείς θ’ ανεβούμε Κατερίνη Χριστίνα; Τι λες;

–Ναι, ναι! Θα το πω και στη μανούλα μου μετά να χαρεί κι αυτή. Να μου φτιάξει και κάνα παστίτσιο που μ’ αρέσει…

–Α, ναι κι εγώ θα της παραγγείλω φασολάκια που τα έχω επιθυμήσει.

–Φασολάκια! Μπλιαχ… Τόσα φαγητά υπάρχουνε ρε Δώρα, τα φασολάκια ζήλεψες;

–Ε, εγώ είμαι vegetarian… τι το πέρασες;

–Το βλέπω… για νέο μας το λες; Δεν πειράζει όμως κι εμείς οι γεματούλες που έχουμε καμπύλες δηλαδή, τι νομίζεις, δε μετράμε;

–Τι σχέση έχει τώρα αυτό ρε Πόπη; Για σένα το είπα, που πιάνεσαι απ’ το τίποτα;

–Ε, όχι κι από το τίποτα. Τέλος πάντων, να η ‘’Μύκονος’’ φτάσαμε. Ελάτε τώρα… να ρίξουμε μια ματιά. Να δούμε, θα βρω κάνα σουτιέν στο νούμερό μου ή θα ‘χει μόνο για τις κοκαλιάρες;

–Κάτσε ρε χριστιανή, να καταπιούμε την  τελευταία μπουκιά… Αχ, επιθύμησα την πόλη μας τώρα και το σπιτάκι μας… Θέλω να φύγω, να πάρω λίγη μυρωδιά από αληθινό σπίτι και φαγητό…

–Ιιιιιιι! Έχουν βγάλει κιόλας τα μαγιό; Να μας τρελάνουν θέλουνε κι οι Κινέζοι ήθελα να ‘ξερα;

–Όντως; Αλήθεια λέει… Κορίτσια φέτος θέλω οπωσδήποτε μαγιό, έχω δυο χρόνια να πάρω καινούργιο.

— Και πού θα το βάλεις μωρέ το καινούργιο φέτος; Δε λες αν θα πάμε πουθενά…

–Πόπη, όλο μες στη μαυρίλα είσαι. Άντε άσε μας… Φέτος δε θα πάμε ρε στην Κρήτη που θα πάρουν πτυχίο τα κορίτσια, το ξέχασες;

–Εγώ όχι, δεν το ξέχασα. Ο πατέρας μου θα μου πει να το ξεχάσω. ‘’Από πού θες να τα κόψω Πόπη μου τα λεφτά για να πας, απ’ τον τοίχο;’’ θα μου πει. Σαν να τον ακούω…

–Αααα, να ρε το ‘’χι’’ που είχα σημειώσει στην παλάμη μου για να μην ξεχάσουμε τις χαρτοπετσέτες. Βλέπεις Πόπη μου, δε σκέφτεσαι μόνο εσύ το σπίτι…

–Καλά… μ’ έπεισες τώρα.  Να, βρήκα ένα, για κοιτάξτε σας αρέσει; Θα μου κάνει;

–Πήγαινε δοκίμασέ το ρε Πόπη, άντε να διαλέξω κι εγώ κανένα σλιπάκι.

–Ναι, σιγά να μην πάω εγώ εκεί μέσα. Σιχαίνομαι…

–Κι αν δε σου κάνει; Δε λυπάσαι το τρίευρο ρε;

–Θα το δώσω στη μάνα μου, φοράει μικρότερο από μένα.  Άντε κοιτάξτε τι θέλετε κι εσείς να τελειώνουμε. Μου ‘ρθε μια σβημάρα τώρα. Μέχρι εδώ μοσχοβολάνε τα σουβλάκια, πείνασα…

–Κι εγώ ρε, το κουλούρι μού άνοιξε χειρότερα την όρεξη. Πάμε; Ούτως ή άλλως  μαγιό θα φέρουν κι άλλα. Πάμε να πάρουμε από ένα καλαμάκι…

–Τώρα, μισό λεπτό… Δε βλέπετε που ψάχνω;

–Άντε ρε Χριστίνα, δυο πάρε. Κράτα και κάνα ευρώ  να έχουμε για καφέ το απόγευμα.

–Τιιι; Σιγά μην πληρώσω πάλι για fredo… Θα κρατήσω την όρεξη για το Σάββατο που θα βγω με τη μανούλα μου. Αυτά θα πάρω, σας αρέσουν;

–Ουάου! Τέλειο αυτό με τη δαντέλα. Θα πάρω κι εγώ την Παρασκευή ίδιο.

–Μμμμ, να δούμε τι θα πρωτοπάρεις εσύ την Παρασκευή… Και για να μην ξεχνιόμαστε Δωρούλα, μας χρωστάς ήδη από ένα πεντάευρο. Εντάξει;

–Δεν το ξεχνάω, το έχω σημειώσει Πόπη μου, μη φοβάσαι.

–Σταματήστε πια ρε κορίτσια την γκρίνια. Πόπη, εσένα σ’ αρέσουνε; Να τα πάρω;

–Καλά είναι ρε Χριστίνα… Άντε να πληρώσουμε τώρα, γουργουρίζει η κοιλιά μου  απ’ την ξελιγωμάρα σας λέω, δεν την ακούτε;

–Όντως;

–Γελάς ρε; Δεν κάνω πλάκα… Όντως!!!

 

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη