“Όνειρο”, ένα διήγημα της Αθηνάς Μαραβέγια

Είδα πως περιπλανιόμουν σ’ έναν χώρο, σε μια τοποθεσία, που μέχρι σήμερα δεν έχω βρεθεί…

Κι εκεί, μέσα στο πουθενά, από μια γυάλινη σφαίρα χρωματιστή, χρώματα πολλά, διάφορα, όλα τα χρώματα και οι αποχρώσεις, πετάγονταν αχτίδες, χρωματιστές κι εκείνες, που η καθεμιά κατέληγε, λίγο πριν σκάσει, σε μια φούσκα. Μέσα σε κάθε φούσκα βρίσκονταν τα όνειρά μου, αυτά που δεν έχω, μέχρι σήμερα, πραγματοποιήσει. Είχα την αίσθηση, πως αν πιάσω κάποια από τις φούσκες αυτές πριν σκάσει, αυτό το όνειρο θα το εκπληρώσω τελικά.

Έτρεχα, έτρεχα και κυνηγούσα τις χρωματιστές φούσκες, όταν βρέθηκα σ’ ένα δάσος, πολύχρωμο κι αυτό, εμπριμέ, θαρρείς. Και τότε άρχισε να βρέχει…

Οι σταγόνες στην αρχή ήταν αραιές ψιχάλες, μα ξάφνου δυνάμωσαν κι εγώ χαιρόμουν, χαιρόμουν που βρεχόμουν, σαν να ήθελε αυτή η βροχή να πλύνει, όχι μόνο το σώμα, μα και την ψυχή μου. Δεν μ’ ένοιαζε τίποτα. Αντίθετα, το χαιρόμουν τόσο πολύ…

Και τότε, στο βάθος, πολύ βάθος, διέκρινα δύο φιγούρες που φαίνονταν κατάκοπες και ταλαιπωρημένες, σαν να έρχονταν από μακρινό ταξίδι. Με μια δρασκελιά, λες και είχα φτερά στα πόδια ή υπερδυνάμεις, βρέθηκα κοντά τους.

Ήταν ένα ζευγάρι τσιγγάνων. Παρά τις κακουχίες που φαίνονταν πως είχαν περάσει και παρόλο που η ηλικία τους ήταν ακαθόριστη -ούτε νέοι, μα μήτε και γέροι- ήταν πολύ όμορφοι. Ψηλοί και οι δύο και λιγερόκορμοι. Έμοιαζαν και οι δύο σαν ηλιοκαμμένοι. Τα μαλλιά της γυναίκας ήταν πιασμένα σε μια χοντρή πλεξίδα που έφτανε μέχρι κάτω από τη μέση, τα μάτια της μ’ ένα γκριζοπράσινο χρώμα και τα μακριά ρούχα που φορούσε τα τόνιζαν ακόμα πιο πολύ. Τα χέρια της σκεπασμένα από μια μεγάλη εσάρπα και τα δάχτυλα που την αγκάλιαζαν ήταν τόσο μακριά, σαν να είχαν δική τους προσωπικότητα. Ο άντρας είχε κι εκείνος μακριά μαλλιά, αξύριστος, με μαύρα μάτια και το παντελόνι με το γιλέκο που ήταν κι αυτά κατάμαυρα, τα τόνιζε ένα αλικό μαντήλι δεμένο στον λαιμό. Ξυπόλητοι και οι δύο, μα φαίνονταν τόσο καθαροί.

Καθώς πήγα να τους αγκαλιάσω, σαν να τους γνώριζα από χρόνια, για να τους προστατέψω από την βροχή, πετάχτηκε ένας άγριος σκύλος, έτοιμος να μας κατασπαράξει. Το ζευγάρι μπήκε μπροστά για να με προφυλάξει από την μανία αυτού του ζωντανού. Εκείνο, όμως, με μανία ήθελε εμένα, όχι τους τσιγγάνους ή κάποιον άλλον. Γαύγιζε, γαύγιζε κι έδειχνε τα δόντια του…

-.-

«Αμάν, βρε Ρεξ… Τι έπαθες και γαυγίζεις;» πετάχτηκα από το κρεβάτι. «Ποιος είναι τέτοια ώρα που χτυπά με τόση μανία την πόρτα και σ’ έχει αναστατώσει τόσο πολύ…» κι έτρεξα να δω από το ματάκι.

Ήσουν εσύ. Στεκόσουν έξω από την πόρτα αμήχανος. Την ίδια αμηχανία είχα κι εγώ, όμως. Δεν ήξερα αν έπρεπε να σου ανοίξω ή όχι. Δεν είναι πολλές ώρες που μαλώσαμε, για “ασήμαντον αφορμήν” κι εσύ έφυγες, φωνάζοντάς μου πως τελειώσαμε, χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω σου…

Και τώρα τι ήθελες; Τι ερχόσουν να κάνεις; Να μαζέψεις τα πράγματά σου; Ας περίμενες, όταν θα λείπω από το σπίτι…

«Άνοιξέ μου, σε παρακαλώ… Ξέρω πως είσαι μέσα… Συγγνώμη… Έλα, μην μας πάρει είδηση η γειτονιά… Έχω μετανοιώσει…»

Δεν ήξερα τι να κάνω. Είχα τόση ανάγκη να κοιμηθώ, μα και άλλη τόση να βρεθώ στην αγκαλιά σου… Εσύ πάντοτε με έκανες να νοιώθω τόσο όμορφα. Εσύ πάντα ήσουν ο άνθρωπος που με έκανε να νοιώθω ασφάλεια. Εσύ ήσουν εκείνος που, σαν βρισκόμουν στην αγκαλιά σου, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, όπως την πρώτη φορά που σμίξαμε. Εσύ ήσουν όλος ο κόσμος μου…

«Θ’ ανοίξεις; Βλέπεις, ο ηλίθιος, φεύγοντας άφησα τα κλειδιά μου στο τραπέζι… Έλα, κορίτσι μου…, σε παρακαλώ… Ήταν λάθος μου, το ξέρω…»

Άνοιξα δειλά την πόρτα. Ο Ρεξ άρχισε να χοροπηδά γύρω σου κι εγώ στεκόμουν στήλη άλατος…

«Σου ζητώ συγγνώμη. Θόλωσα. Ζήλεψα. Λες και δεν σε ξέρω. Λες και δεν σου έχω εμπιστοσύνη. Λες και δεν ξέρω τη δουλειά σου, που έρχεσαι καθημερινά με δεκάδες ανθρώπους σε επαφή… Είμαι ηλίθιος. Το λιγότερο που μπορώ να πω…»

«Ναι, αλλά έφυγες. Άνοιξες την πόρτα και την κοπάνησες πίσω σου, φωνάζοντας πως τελειώσαμε.»

«Δεν το πίστευα. Και ο λόγος που έφυγα, ήταν για να μην κάνω τα πράγματα χειρότερα. Ένοιωθα να βράζει το αίμα μου. Φοβήθηκα μην χάσω τον έλεγχό μου. Δεν ήθελα να σε πληγώσω περισσότερο… Πώς θα μπορούσα να ανεχτώ μετά τον εαυτό μου; Σε παρακαλώ, πίστεψέ με. Δεν σου έχω πει ποτέ ψέματα και το ξέρεις…»

«Έλα εδώ… Μπουμπουνοκέφαλέ μου εσύ… Ποιον μπορώ να βάλω πάνω από σένα; Εκτός από την Ρεξ, εννοείται…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη