«Ψωμί και φέτα», ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου Κίσσα

«Πολεμάτε! Θα μας πάρουν φαλάγγι! Τάο! Τάο! Τάο!» έκανε τον ήχο του πιστολιού, ταμπουρωμένος πίσω απ’ το μπαούλο που φύλαγε η μάνα του τα καλά τα στρωσίδια. Αυτός ήταν ο μικρός. Στο σύνολο ήταν οκτώ. Όλα μέσα στο σπίτι, στ’ αλήθεια ταμπουρωμένα, φυλάγονταν απ’ τον βαρύ χιονιά, μήνα Δεκέμβρη, απ’ τον φόβο που είχε αφήσει ο πόλεμος πίσω του, απ’ την πείνα…

«Τι θα φάγουμε μάνα σήμερα;» τη ρώτησε μια απ’ τις κόρες της δειλά, μιας κι ήξερε, λιγοστό ήταν το φαϊ τους, πώς να τα θρέψει τόσα στόματα ο πατέρας…

«Ζύμωσα το πρωί, ψωμί και φέτα και σήμερα…» της απάντησε η μάνα τους.

Ψωμί και φέτα… δηλαδή ψωμί σκέτο. Το κάναν τα μικρά παιχνίδι και διασκέδαζαν την ανέχειά τους. Λέγανε την κόρα ψωμί και την ψίχα φέτα. Και τρώγανε και ευχαριστιότανε η ψυχούλα τους και καθόλου δεν διαμαρτύρονταν.

Ο μεγάλος είχε λατρεία με τα πουλιά. Και τώρα μέσα κλεισμένος, πώς να τα τσακώσει… Εκεί γύρναγε το μυαλό του συνέχεια, στους κότσυφες και τα ζιζίκια και τις τουρκοπούλες.  Ώσπου τη βρήκε τη λύση! Πήρε κρυφά την τσίγκινη τη σκάφη της μάνας τους, αυτή που είχε για να πλένει τα ρούχα. Και προς έκπληξη των αδελφών του που τον κοίταζαν εμβρόντητοι, σχεδόν τρομοκρατημένοι, πήρε να της ανοίγει μια τρύπα στη μια της μεριά μ’ ένα παλιό κατσαβίδι – Θεός είδε που το ‘βρε… Τι κι αν προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν τα κορίτσια -ως πιο μυαλωμένα- απ’ αυτό το εγχείρημα, εκείνος το πείσμα του.

Το χιόνι έξω έφτανε μέχρι το παράθυρο του δωματίου τους. Το κατώι, σα να λέμε, ήτανε θαμμένο και μόνο σκάβοντας θα μπορούσε κανείς να φτάσει να μπει μέσα από την πόρτα.

Έτσι και κείνος, άνοιξε το παράθυρο, τσούλησε μέχρι την αυλή απάνω στην σκάφη και πήγε κι έφτιαξε την πάτα παραπέρα, στεριώνοντας τη μεριά που ‘χε τρυπήσει μ’ ένα κλαδί και βάζοντας από κάτω για δόλωμα τα λιγοστά ψίχουλα που ‘χε καταφέρει να μαζέψει απ’ το ψωμάκι που τρώγανε. Έπειτα, έδεσε μ’ ένα σκοινί το κλαδί και το τέντωσε ως το παράθυρο, αφήνοντας ίσα μια χαραμάδα ανοιχτή, για να μπορέσει να τραβήξει το σκοινί άμα πάενε κάνα τσόνι κάτω απ’ τη σκάφη που ‘χε για πάτα. Κι έπειτα έπιασε και καθότανε με τις ώρες και φύλαγε τσίλιες.

Τα υπόλοιπα αδέλφια διαμαρτύρονταν για το κρύο που ‘μπαζε η χαραμάδα απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, στο τζάκι ίσα που αχνόφεγγε μια φωτίτσα, κάνοντας τα λιγοστά ξύλα πιότερο να καπνίζουν, παρά να ζεσταίνουν.

Ο μικρός πήγε κοντά, με το δαχτυλάκι του προτεταμένο σαν πιστόλι και κοίταξε κι αυτός έξω απ’ το νοτισμένο τζάμι. Ξάφνου είδε δυο κοκκινολαίμηδες! Γύρισε στον αδερφό του και είπε γεμάτος έξαψη:

«Θα τα πιάσω εγώ αυτά! Τάο! Τάο!»

«Και σαν τα πιάσεις, έπειτα τι;»

«Ε, θα τα βάλεις στο κλουβί μαζί με τ’ άλλα που θα ‘ρθούνε!»

«Δε ζούνε οι κοκκινολαίμηδες κι οι χιονίτες στο κλουβί βρε κούτσ’κο!»

«Α… δε ζούνε… Ε, δεν πειράζει, καλύτερα, θα τα δώκουμε στη μάνα να τα κάνει τηγανιά, να τα φάμε!» είπε ο μικρός, όλο περηφάνεια που το σκέφτηκε.

«Τι να φάμε από δαύτα μωρέ! Όλο κόκκαλο και πούπουλα τα ‘νε! Α πάγαινε σα πέρα, κάνεις φασαρία και μου διώχνεις τα τσόνια!»

Κι έφυγε όλο παράπονο ο μικρός και πήγε πίσω στην κουζίνα κι έπιασε τη φούστα της μάνας του, μυξοκλαίγοντας.

Το ‘δε η μάνα, σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της, έσπρωξε τρυφερά τον μικρόν να προχωρήσει και πήγανε μαζί ως την κάμαρα.

«Ψάχνω όλο το πρωί τη σκάφη, αύριο θα βάλω μπουγάδα, πουθενά δεν τη βρίσκω! Την είδε κανείς σας;»

Όλο το τσούρμο ησυχία. Ο δε υπαίτιος κάτι πήγε να πει για να πετάξει από πάνω του κάθε υποψία, γνωστό γαρ πως εκείνος ήταν ο καπετάν φασαρίας της οικογένειας.

Δεν άργησε να το πάρει μυρωδιά η μάνα τι είχε σκαρώσει πάλι. Πήγε απ’ το παράθυρο και κοίταξε έξω.

«Ποιος το ‘κανε αυτό;» φώναξε και πετάχτηκε στην αυλή και πήρε στα χέρια τη σκάφη και κοίταγε την τρύπα.

«Ω πω! Κιρατάδες! Άμα σας τσακώσω! Άμα σας τσακώσω λέω! Ω πω!…»

«Τι το μαλώνεις το παιδί;» ακούστηκε η φωνή του πατέρα.

Μόλις είχε γυρίσει. Με τούτα και με κείνα, η ώρα είχε φτάσει περασμένη. Εκείνος ξυλιασμένος απ’ το κρύο. Σαν άλλαξε και νίφτηκε και ψευτοζεστάθηκε κοντά στο τζάκι, μαζεύτηκαν όλοι σιμά του. Ο ερχομός του σήμαινε πάντα την ώρα του δείπνου. Η μάνα κι ο πατέρας εκεί, μ’ ένα πιάτο στο χέρι, κι όλα τα κούτσ’κα κατάχαμα, γύρω από έναν μεγάλο νταβά με αχνιστό τραχανά, φάγανε – όσο προλάβαινε το καθένα… Έπειτα η μάνα σύμμασε κι έστρωσε τα τσόλια καταϊ, να ‘ναι έτοιμη η στρωματσάδα για ύπνο. Ο πατέρας τούς διάβασε το Μικρό Απόδειπνο, όπως κάθε βράδυ.

«Έχουμε Χριστούγεννα» κατέληξε, μονολογώντας. «Κοντά-σιμά ο νέος χρόνος. Άει να δούμε…» συνέχισε σκεπτικός. Κι έπειτα, σαν να αναθάρρησε, γύρισε, κοίταξε τα παιδιά του, άπλωσε τα χέρια του στα κεφάλια τους και «ας είναι ευλογημένος!» τους είπε. «Ειρήνη υμίν…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη