«Χριστόφορος και Μάξιμος», ένα διήγημα της Σταυρούλας Πατσάκη για τη λογοτεχνική δράση «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Ο Χριστόφορος, ένας νεαρός γύρω στα εικοσιπέντε, με αθλητικό σώμα,  μαύρα μάτια και ίσια κατάμαυρα μαλλιά, Έλληνας στην καταγωγή, ταξίδεψε από την Αθήνα αεροπορικώς για την Γιοκοχάμα. Η μεγάλη ανεργία που υπάρχει στην χώρα του, τον ανάγκασε να μεταναστεύσει σε μια άλλη ήπειρο. Γι’ αυτόν βέβαια, το ταξίδι αυτό αποτελεί μια επένδυση, να ζήσει μοναδικές εμπειρίες και να κερδίσει μαθήματα ζωής.

Μόλις είχε φτάσει στην Γιοκοχάμα. Θα έπαιρνε το τρένο για το Κιότο. Θα ταξίδευε πρώτη θέση, γιατί η προσφορά που είχε για τη θέση αυτή, ήταν χαμηλότερη  από την κανονική τιμή της δεύτερης θέσης. Το δίκτυο των τρένων Σινκανσέν είναι ένα δίκτυο σιδηροδρομικών γραμμών υψηλής ταχύτητας. Με σταθερό βήμα προχώρησε στη θέση του. Τα καθίσματα της πρώτης θέσης έχουν ομορφότερα καλύμματα και υπάρχει περισσότερη ελευθερία χώρου. Στη διπλανή θέση καθόταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Επιβιβάστηκαν κι αυτοί στην Γιοκοχάμα. Άρχισαν να συζητούν αφού πρώτα συστήθηκαν στον Χριστόφορο. Σε λίγο έφτασε και το πρωινό. Ο κύριος και η κυρία Ματσουμότο, άρχισαν με σοβαρό ύφος να παίρνουν το τσάι τους και να τρώνε βουτυρωμένες φέτες ψωμιού. Ο Χριστόφορος κουρασμένος ήπιε δυο γουλιές καφέ και έγειρε στον καναπέ του. Δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος.

Τον ξύπνησε μετά από μια ώρα, η γλυκιά φωνή μιας κυρίας, που κάθισε στο διπλανό κάθισμα.

«Μπορώ να καθίσω;»

«Παρακαλώ» απάντησε ο Χριστόφορος με τη ζεστή φωνή του.

Σηκώθηκε όρθιος κάνοντας χώρο να καθίσει η κυρία. Η αγγλική της προφορά, πρόδιδε την καταγωγή της. Συστήθηκαν.

«Είμαι ο Χριστόφορος. Έρχομαι από την Ελλάδα και πηγαίνω να εργαστώ στην πόλη Κιότο».

«Εγώ είμαι η Στίβια, από το Λονδίνο. Με κάλεσε η φίλη μου, εργάζεται ως δασκάλα ειδικής αγωγής. Έχει ένα μήνα άδεια, έτσι θα μπορέσω να γνωρίσω την πόλη, όσο περισσότερο μπορώ. Ίσως επισκεφτώ και άλλη πόλη. Τα τρένα εδώ είναι πολύ γρήγορα και τα εισιτήρια οικονομικά».

Ο Χριστόφορος, άρχισε να χαλαρώνει δίπλα της και να συζητούν διάφορα. Του άρεσε η απλότητα και η ζεστασιά που είχε ο λόγος της. Του φάνηκε περίεργο για μια Αγγλίδα. Σε λίγη ώρα θα έφταναν στο Κιότο. Αντάλλαξαν τηλέφωνα, υποσχόμενοι να ξανασυναντηθούν για φαγητό κάποια μέρα. «Εκεί που πηγαίνω, δε γνωρίζω κανέναν» σκέφτηκε ο Χριστόφορος. «Ας επωφεληθώ από τη γνωριμία».

Την εργασία την είχε βρει μέσω αγγελιών στο διαδίκτυο. Ο εργοδότης του ήταν ένας μεγάλος επιχειρηματίας, που διατηρούσε μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα. Ζητούσε ένα σεφ, γνώστη της ευρωπαϊκής κουζίνας. Ο Χριστόφορος το δέχτηκε χωρίς δεύτερο λόγο. Τις σκέψεις τους διέκοψε ο νεαρός που έφερνε το γεύμα. Χαμογέλασαν ευγενικά και οι δυο τους, ευχαριστώντας το νεαρό. Άρχισαν να γεύονται μια κρύα σαλάτα από μαύρα φύκια με σουσάμι και καρότο. Στο κυρίως πιάτο είχαν μελιτζάνα ψητή με μίσο. Απόλαυσαν το φαγητό τους κι η Στίβια ενθουσιάστηκε από την γιαπωνέζικη κουζίνα. Τον ίδιο ενθουσιασμό έδειχναν και το ζεύγος Ματσουμότο απέναντί τους.

Το τρένο σφυρίζοντας σταμάτησε στον προορισμό τους. Το ζεύγος Ματσουμότο έκανε μια υπόκλιση στους συνεπιβάτες τους και κατέβηκαν πρώτοι.

«Πόσο γρήγορα περνά ο χρόνος όταν έχεις ευχάριστη παρέα» είπε ο Χριστόφορος στην Στίβια κι αυτή συμφώνησε μαζί του.

Έξω στο σταθμό την περίμενε η φίλη της, η Χριστίνα. Ο Χριστόφορος προχώρησε στην πιάτσα των ταξί και επιβιβάστηκε στο πρώτο κατά σειρά.

«Παρακαλώ να με πάτε στο ξενοδοχείο “Sasaki”» του μίλησε στα Αγγλικά, μα έδειχνε να τον κατάλαβε ο ταξιτζής. Με ύφος σοβαρό και χωρίς να βγάλει μια λέξη από το στόμα του τον πήγε στο ξενοδοχείο.

Η πρώτη συνάντηση με τον διευθυντή, τον κύριο Τανάκα, ήταν ευχάριστη. Ήταν ένας κύριος γύρω στα πενήντα, μετρίου αναστήματος, με λίγα αλλά ουσιώδη λόγια. Δεν χρειάστηκε ο Χριστόφορος να κάνει πολλές ερωτήσεις. Σε λίγη ώρα του είχε εξηγήσει τα καθήκοντα στην εργασία του. Τον ξενάγησε στον χώρο και τον άφησε να πάει στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί. Θα εργαζόταν και θα διέμενε στους χώρους του ξενοδοχείου. Την επομένη θα είχε πολύ δουλειά…

Οι μήνες περνούσαν πολύ γρήγορα και πραγματικά δυσκολευόταν να το χωνέψει. Ήταν τόσα πολλά καινούργια και άγνωστα καθημερινά πράγματα στη δουλειά. Το σημείο συνάντησης με τους φίλους και γνωστούς του ήταν ένα καφέ, μόλις μερικά στενά από το “Hotel Sasaki”. Καθημερινά σχεδόν παράγγελνε δυο καφέδες στην γλυκούλα τύπισσα του ταμείου και καθόταν με τον Μάξιμο να τον απολαύσουν, όπως και σήμερα.

Ο Μάξιμος, Έλληνας στην καταγωγή επίσης. Είχε έρθει στην χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, πριν πέντε χρόνια ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο. Πριν ένα χρόνο είχε μετακομίσει στο Κιότο, όπου διέμενε πλέον μόνιμα, εργαζόμενος σε Αγγλική τράπεζα. Εκεί τον γνώρισε ο Χριστόφορος.

Καθώς συνέχιζαν την συζήτηση οι δυο φίλοι, συνειδητοποίησαν  ότι είναι το πιο φασαριόζικο τραπέζι στο καφέ. Στα δεξιά καθόταν μια κοπέλα, που κάτι παρακολουθούσε στο κινητό της, αριστερά ένας άνδρας γύρω στα πενήντα ασπρομάλλης, που διάβαζε ένα βιβλίο, κανείς ωστόσο δεν έδειχνε να ενοχλείται, αντίθετα επεξεργάζονταν διακριτικά τη γλώσσα των Ελλήνων.

Ο χειμώνας στην Ιαπωνία είναι μαγευτικός. Χιονισμένοι οι δρόμοι της ακτινοβολούν περισσότερο ρομαντισμό. Τα Χριστούγεννα ήρθαν και ο Χριστόφορος σκεφτόταν πιο έντονα την Ελλάδα και  τους δικούς του. Ο Μάξιμος είχε στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο και είχε καλέσει τον φίλο του να περάσουν μαζί τις γιορτές. Επίσης είχαν καλέσει την Στίβια με τη φίλη της, τη Χριστίνα. Είχαν καιρό να βρεθούν και ήταν η ευκαιρία να τα πουν από κοντά. Το σπίτι του Μάξιμου ήταν λιτό και όμορφο, με ζεστά χρώματα. Τους τοίχους στόλιζαν οι πίνακες που ο ίδιος είχε ζωγραφίσει. Σε μια γωνίτσα, σε ένα χαμηλό τραπεζάκι, καλυμμένο με μια χοντρή κουβέρτα, κοιμόταν η γάτα του, η Λίνα. Την είχε βρει στο πάρκο μόνη και την έφερε σπίτι του. Πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν κρεμασμένος ένας φάκελος με το όνομα του Χριστόφορου. Πριν ξεκινήσουν το γεύμα αντάλλαξαν δώρα μεταξύ τους. Ο Χριστόφορος είχε αγοράσει κασκόλ για όλους. Ο Μάξιμος έδωσε στον καθένα από έναν πίνακα που είχε ζωγραφίσει.

«Φίλε, ο φάκελος είναι για σένα» είπε ο Μάξιμος κι ο Χριστόφορος τον πήρε στα χέρια, τον άνοιξε και άρχισε να διαβάζει ένα τάνκα:

Συναισθήματα

Θάλασσα αστείρευτη

Σε μια αγκαλιά

Το φως της αγάπης σου

Φωτίζει το διάβα μου.

Συγκινημένος, δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε στην τσέπη του. Έδωσαν μεταξύ τους αγκαλιές και αντάλλαξαν ευχές, πριν συνεχίσουν με το φαγητό. Τα κορίτσια ζήτησαν από τον Μάξιμο μια πρόποση κι αυτός ξαφνιασμένος, σήκωσε το ποτήρι και ευχήθηκε υγεία, αγάπη και… κάτι που σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Γυρνώντας στον Χριστόφορο του λέει: «Εύχομαι μια μέρα να πάμε να ζήσουμε στο όμορφο χωριό σου, στην Αμυγδαλιά». Αυτός χαμογέλασε και γεμάτος αγάπη για τον  φίλο του, συνέχισε το φαγητό.

Όταν τελείωσαν με το φαγητό, μπήκαν σκύβοντας από μια χαμηλή πόρτα, στην αίθουσα που θα απολάμβαναν το τσάι τους. Η τελετή τσαγιού γίνεται με  τελετουργικό τρόπο, με αρμονία και σεβασμό καθαριότητα και ηρεμία. Στην συνέχεια της αίθουσας βρίσκεται ένας ολάνθιστος κήπος. Στο τέρμα υπήρχε μια πέτρινη στέρνα με δροσερό νερό. Ο Χριστόφορος και η παρέα του καθάρισαν τα χέρια τους και το στόμα τους με το νερό για να δείξουν πως ανανεώθηκαν και είναι ήρεμοι ψυχικά για την τελετή, που τονίζει την σπουδαιότητα του πνεύματος της υλικής απλότητας και την πνευματική ελευθερία. Φεύγοντας από το χώρο αισθάνθηκαν γαλήνιοι με καθαρή ψυχή.

«Πόσα καλά έχει ετούτος ο τόπος» σκεφτόταν, περπατώντας στα στενά του Κιότο. Όλα αυτά τα χρόνια, που έζησε στην χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου μάθαινε κάθε μέρα και κάτι καινούργιο. Στην δουλειά του, ως σεφ ευρωπαϊκής κουζίνας, είχε γνωρίσει πολύ κόσμο από την Ευρώπη, αλλά και ντόπιους… Η μια κουζίνα με την άλλη είχαν τεράστια διαφορά. Οι Γιαπωνέζοι προσέχουν πολύ τη διατροφή τους, τα φαγητά τους είναι συνδυασμός από μικρές μερίδες με λίγες θερμίδες. Προσέχουν την ποιότητα των τροφίμων τους, γι’ αυτό και ζουν ακμαίοι απολαμβάνοντας τα τελευταία χρόνια τους, χωρίς να μαραζώνουν σε νοσοκομεία και γηροκομεία.

***

Οι δρόμοι στο Κεντρικό Κιότο, την άνοιξη είναι όλοι στολισμένοι, από ανθισμένες ροζ γλυσίνιες. Οι δυο φίλοι περπατούσαν και χαίρονταν την ομορφιά. Ένα περπάτημα μέχρι το πάρκο “National Garden” ήταν μια μεγάλη ανάσα στο ρεπό τους. Κάθισαν σε ένα παγκάκι και σκέφτηκαν την χώρα τους.

«Αν ήμασταν στον Εθνικό Κήπο στην Αθήνα, θα μπορούσαμε να φάμε ένα παγωτό» είπε ο Χριστόφορος.

Ο Μάξιμος γέλασε.

«Τόσα χρόνια που ζω εδώ δεν έχω δει κάποιον να τρώει στο δρόμο.»

«Άρα, έχουμε κι εμείς τις ομορφιές μας» απάντησε ο Χριστόφορος.

Περπατώντας μέσα στο πάρκο, το μάτι τους έπεσε σε ένα παγκάκι. Κάποιος ήταν ξαπλωμένος επάνω. Από περιέργεια ζύγωσαν κοντά. Ήταν ένα καλοντυμένο γεροντάκι που έδειχνε να πονούσε. Δίπλα του περνούσαν πολλοί ντόπιοι, μα κανείς δεν έδινε σημασία. Αυτό τους φάνηκε παράξενο. Στη χώρα τους κάποιος θα είχε σταματήσει να βοηθήσει. Ζύγωσαν κοντά. Του έπιασαν το χέρι και τον ρώτησαν αν θέλει βοήθεια. Ο γέροντας παραξενεύτηκε,  μα πονούσε τόσο πολύ που δέχτηκε την φροντίδα τους. Ο Χριστόφορος τηλεφώνησε στις «Πρώτες Βοήθειες» και μάλιστα τον συνόδευσαν μέχρι το νοσοκομείο και τον φρόντισαν μέχρι που βεβαιώθηκαν ότι είναι καλύτερα.

Ο Χριστόφορος γέλασε σαρκαστικά.

«Ξέρεις τι σκέφτομαι; Στη χώρα μας αν συνέβαινε αυτό το γεγονός, δεν θα περνούσε απαρατήρητο. Ο λαός μας είναι φιλόξενος και συμπονετικός.»

«Τελευταία νοσταλγείς πολύ την πατρίδα μας» του απάντησε ο Μάξιμος.

Περπατούσαν αρκετές ώρες, ανάμεσα στα πολύχρωμα ανθισμένα δέντρα, απολαμβάνοντας την ασυνήθιστη ομορφιά. Τα άνθη της κερασιάς σηματοδοτούν την άνοιξη και αποτελούν το εθνικό σύμβολο της Ιαπωνίας. Οι δυο νέοι είχαν δημιουργήσει μια πολύ δυνατή φιλία ανάμεσα τους. Μοιράζονταν στιγμές κι εμπειρίες στον ξένο τόπο, προσδοκώντας ότι κάποια μέρα θα πήγαιναν να ζήσουν στο ήσυχο χωριό στην άκρη της Ελλάδας.

Η Αμυγδαλιά, είναι ένα πανέμορφο χωριό κρεμασμένο κυριολεκτικά στην πλαγιά ενός βουνού με την θάλασσα να απλώνεται στα πόδια του. Πολύ κοντά στο χωριό βρίσκεται το αμφιθεατρικό αγρόκτημα του Χριστόφορου. Είναι γεμάτο αμυγδαλιές, ελιές, αλλά και κυπαρίσσια. Την άνοιξη η γη στρώνει πολύχρωμο πέπλο με αγριολούλουδα, που πάνω πετούν λιβελούλες. Στο ψηλότερο σημείο είναι κτισμένο το σπίτι του παππού του, που στεγάζει τις παιδικές του όμορφες αναμνήσεις. Δίπλα στο ρέμα, κυλά το ποταμάκι που καταλήγει στην στέρνα. Ο παππούς του έβαζε μπαξέδες. Ο Μάξιμος μαγεύεται από τη γλαφυρή περιγραφή κι αρχίζει να βρίσκεται εκεί νοερά, κάνοντας όνειρα για το μέλλον.

Είχαν αποφασίσει να ζήσουν εκεί. Ήταν ο ιδανικότερος τρόπος για να συνεχίσει τις ζωγραφικές δημιουργίες του ο Μάξιμος κι ο Χριστόφορος, να φτιάχνει τα περίτεχνα κεριά του και τόσα άλλα καλλιτεχνήματα. Κάποια στιγμή, ίσως άνοιγαν ένα μαγαζάκι, ένα στέκι για καφέ, που θα στέγαζε επίσης τις δημιουργίες τους. Θα πρόσφεραν στους συγχωριανούς, έναν όμορφο χώρο συνάθροισης, για ξένοιαστες στιγμές χαλάρωσης με απολαυστικούς καφέδες. Όλα αυτά τα χρόνια στην Ιαπωνία, έμαθαν να είναι οργανωτικοί και να βρίσκουν με ηρεμία λύσεις για ό,τι τους απασχολεί. Να τρέφονται υγιεινά. Γέμισαν εμπειρίες, γεύσεις και εικόνες. Χάρηκαν αλλεπάλληλες διαδρομές με τα τρένα Σινκανσέν, που τους εξασφάλιζαν γρήγορες μετακινήσεις, ασφαλείς διαδρομές, δίνοντας τους την ευκαιρία να γνωρίσουν τα υπέροχα αξιοθέατα της χώρας που τους φιλοξενούσε.

Αυτό που δεν τους άρεσε ήταν η μοναξιά που ακολουθεί αυτόν το λαό. Κάθε χρόνο εξαφανίζονταν πολλά άτομα, κάποια από αυτά αυτοκτονούν. Αν κάποιος χάσει τη δουλειά του, μείνει άνεργος για αρκετό διάστημα ή κάνει κάτι που ντροπιάζει την οικογένεια του, το θεωρεί μεγάλη προσβολή. Υπάρχει μεγάλο ποσοστό αυτοκτονιών στη χώρα αυτή. Παλιότερα είχαν έναν τελετουργικό τρόπο αυτοκτονίας, που καθιερώθηκε από τους Σαμουράι, το χαρακίρι.

***

Μόλις άρχισε το καλοκαίρι, ο Χριστόφορος κι ο Μάξιμος πήραν για ακόμα μια φορά το τρένο κι επισκέφτηκαν τους υπέροχους καταρράκτες, έξω από την πόλη του Κιότο. Ήθελαν να πάρουν μαζί τους στην Ελλάδα, όλα τα όμορφα που συμβαίνουν σε τούτη τη χώρα. Μιλούσαν, γελούσαν και φωτογράφιζαν την κάθε στιγμή. Ήταν ευτυχισμένοι  όταν βρίσκονταν τη φύση. Όλα αυτά τα χρόνια μοιραστήκαν στιγμές από χαρές κι ανησυχίες, πάντα όμως με γνώμονα την αληθινή αγάπη και φιλία μεταξύ τους, χωρίς ανταλλάγματα, χωρίς διαπραγματεύσεις, μα πάντα με σεβασμό και αυτοεκτίμηση, χωρίς να εγκαταλείψει κανείς τον εαυτό του. Έμαθαν να πορεύονται μαζί, να χαίρονται την κάθε στιγμή με απλά πράγματα, γιατί το μεγαλείο της χαράς βρίσκεται στην απλότητα. Όταν πρωτοπήγαν στην Ιαπωνία, μετανάστες, σίγουρα αντιμετώπισε ο καθένας τις δικές του δυσκολίες, όμως έγιναν πιο γνωστικοί και έμπειροι. Η στιγμή για να επιστρέψουν στην Ελλάδα  είχε φτάσει.

Ο Χριστόφορος, κρατώντας τις βαλίτσες, μαζί κι ο Μάξιμος, επιβιβάστηκαν στο γρήγορο τρένο Σινκανσέν για τη Γιοκοχάμα, να πάρουν από εκεί το αεροπλάνο για Τόκιο-Αθήνα. Έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε, την πρώτη φορά που ταξίδεψε με το ίδιο τρένο, συνταξιδεύοντας με το ζεύγος Ματσουμότο και τη γλυκιά Στίβια.

«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε ο Μάξιμος.

Ο Χριστόφορος χαμογέλασε με μια γλυκιά νοσταλγία στα χείλη του. Άφηνε πίσω του τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Ανάμεικτα συναισθήματα… Μα η σκέψη του Μάξιμου, έχει φτάσει κιόλας στο αγρόκτημα, απολαμβάνοντας τον ήλιο ν’ ανατέλλει μέσ’ από την θάλασσα και τα πουλιά να κελαηδούν στο ξύπνημά τους. Φανταζόταν τον Χριστόφορο να χαϊδεύει το κόκκινο άλογό του, περπατώντας στο χωματόδρομο, με το λαμπερό φως του ήλιου να τους καθοδηγεί. Είχε κιόλας ζωγραφίσει τον πίνακα της ζωής τους.


Μάθετε περισσότερα για τη λογοτεχνική μας δράση εδώ: «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη