«Χαρτοπόλεμος με του καιρού τα κύματα», γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Αγριεύει ο καιρός. Με λέξεις τον υποδέχομαι όταν είναι γλυκός, θερμός  και μελένιος. Τρόπο τινά τον ανέχομαι όταν τα υδραργυρικά του τερτίπια αγγίζουν και ανανεώνουν τις θερμοκρασίες των σκέψεων και των αισθήσεων μου το παραλήρημα  μα και τις βόλτες μου στην παραλιακή. Αγναντεύω, ταξιδεύω, νιώθω τον ειρμό του και είμαστε στο ίδιο μήκος και πλάτος κυμάτων ζωής.

Ζωή μέσα στη ζωή μου γίνεται ο καιρός και στα περί απολαύσεώς του αντίρρηση καμία δεν υψώνεται. Είναι καλός συμπαίκτης, συνομιλητής, ο μονόλογος μας και με δυο και πολλές σιωπές, ήρεμες και αλάργα, κύμα στο κύμα, χύμα και χαλαρά τα λέμε. Παραλήπτης και ένα γράμμα φωτός μεταξύ μας σαν να ξεδιπλώνεται, ξαναμελετιέται, βιβλίο και σημειώματα κυματίζουν ακαριαία και αυθόρμητα. Με τις λέξεις και τους αριθμούς των ενδείξεων της καλής, υψηλής θερμοκρασίας του καιρού συμπορεύομαι. Πάω καλλιά μου, που λέει και ο Καββαδίας, ο ποιητής των θαλασσών, των λιμανιών. Τουλάχιστον ο Καββαδίας μπάρκαρε από μικρός. Γύρισε όλο τον κόσμο, λιμάνια και πόλεις περπάτησε, ονειρεύτηκε με τα κύματα των μουσώνων, με τις μούσες και τις κορφές των κυμάτων τους πλανήθηκε και βίωσε τη στιγμή. Με τον τρόπο του έστελνε τα δικά του σήματα Μορς στο χαρτί των ποιημάτων. Μα ο καιρός της Μελβούρνης είναι απρόβλεπτος. Δεν ξέρεις και πώς να ντυθείς.

Τώρα, για παράδειγμα, δείχνει από το παραθύρι ότι να πάει να αγριέψει. Στο τρυπάκι του, λες και είναι ένα κλειστό κυκλώνα επικοινωνίας, με συγκεκριμένους παρόντες και απόντες  με ορίζει, με περιορίζει.  Την άποψή μου σε τέτοια κυκλώματα κανείς δεν την ακούει, πολύ δε πλιότερο ο καιρός. Με χαρτιά, γραφές τον πολεμώ, τον φέρνω στα μέτρα μου. Ξανά επιστρέφω, νοερά και ακαριαία στις γραφές του ποιητή και με τον χαρτοπόλεμο των συρράξεων μεταξύ τού εντός και του εκτός θεαθήναι φτιάχνω παραλήρημα. Τρόπον τινά  στου βιώματος των λέξεων τη δίνη εγκιβωτίζομαι, επιπλέω, ταξιδεύω. Μα και ο καιρός συνοδοιπορεί, αιθεροβατεί σε αυτή την ταξιδιάρα στιγμή. Αν και μόνο για λίγο, εντούτοις… είναι μια κατηγορία από μόνος του. Νοτίζει τα χαρτιά, τα παίρνουν οι αγέρηδές του, γεμίζουν και σκόνη στα ντουλάπια και στα ράφια. Γίνονται υστερόγραφα, μουντζούρες, προσχέδια, σχέδια για μεγάλα όνειρα. Ξεχνιούνται τα γραμμένα τους και όταν αλλάζουν οι εποχές τα αειθαλή μηνύματά τους, τα μεγάλα λόγια τους μικραίνουν, χάνονται στην μετάφραση, σαν φυλλοβόλα φύλλα στον κήπο και στους δρόμους της πόλης. Ένα άλλο πλήθος γίνονται.

Τα πολλά του πρόσωπα ξεδιπλώνονται, με βλέπουν και τα βλέπω. Βρέχει αδιαλείπτως στο βάθος του ορίζοντα και με ή χωρίς σταματημό αλλάζοντας την γωνία θέασης των πραγμάτων στέκομαι ελάχιστα, αναγκαστικά στην ελυτική γραφή. Με την πρώτη σταγόνα της βροχής διαλύθηκε το καλοκαίρι, λέει η μια πρόταση του ποιητή μας. Επιμένω να κοιτάω από το παράθυρο των στίχων, πίσω από το παράθυρο το ίδιο που εδώ και χρόνια με τις εναλλαγές του καιρού έγινα και φίλος μα και καλή παρέα. Δεν με τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί και οι αφορμές των βαρομετρικών του αποσπασματικά και αυθόρμητα βρήκανε τις λέξεις των αισθήσεων. Ξεκλειδώσανε το εγώ και το εσύ τους, υποκειμενικά και αντικειμενικά, πήρανε και τους μονολόγους και τις νύχτες εποχών παλιάς και νέας κοπής κατά πόδας, από το χεράκι, όρκο δεν παίρνω, μα και τους χτύπησαν με χαρά και την πλάτη. Μπήκανε διακριτικά σε άλλο πεδίο ενατένισης και δεδομένων. Κάνανε και το χρόνο τους να θυμάται, να φιλτράρει εικόνες, συμπτώσεις και συμφραζόμενα. Μύθους και αλήθειες. Ψιθυριστά έστησα αυτί στους τοίχους και στην τύχη τους.

Είδα τις στεριές που πέρασε η αγριάδα των κυμάτων του Ωκεανού και πως τις χτυπούσανε λες και θέλανε να κάνουνε απόβαση ως κατακτητές και κουρσάροι. Μια εισχωρούσανε στο χώμα, δεν γλείφανε τους βράχους και τις βραχονησίδες ούτε και στους κολπίσκους τους καλοκαιρινούς ηρεμήσανε οι ορμές και τα  ένστικτά τους. Οι αγέρηδες επιτελικά στρατηγικά ήτανε και με το μέρος τους, είχαν φουσκώσει οι ασκοί τους και οι πνοές τους και μόνο ζάλη και φόβο φέρνανε αυτή την ώρα. Λυσσομανούσαν στην κυριολεξία και με καλή ψυχολογία δεν δειλιάσανε σε τίποτε και για τίποτε. Τα έβλεπα τα κύματα θεριά, σαν κρεσέντα από μια μελωδία να ψηλώνουνε τις εντάσεις του και σε μια παράσταση για ένα ρόλο, για ένα θέμα, για μια στιγμή γίνανε και το χειροκρότημα μα και η σιωπή μου. Όλα αυτά τα έβλεπα, τα άκουγα ταμπουρωμένα και σε απόσταση ασφαλείας πίσω από το παραθύρι και την κλειδαρότρυπα της πόρτας. Η άγραφη σελίδα με περίμενε. Η νύχτα με περίμενε σαν σταθμός στο μετερίζι των αισθήσεων.

Μπορεί και να ονειρεύτηκα το βάθος τους και με αυτό τον τρόπο κάπως ελαττωνόντανε η απόσταση η χιλιομετρική, η κοντινή, των δύο μέτρων, του μισού λεπτού ή όπως αλλιώς και να βαφτιστεί ανάμεσά μας.

Το αν υπήρχε απόσταση και αν καταγραφτήκανε ζημιές στην ακροποταμιά, στην παρκαρισμένη σιωπή και στην αντοχή των παρόντων και απόντων της ζωής, μόνο οι λέξεις το γνωρίζουν. Και οι εικόνες, αν θα μείνουν στην ιστορία σαν τα αποφθέγματα και αποσπάσματα γνώσης και βιώματος, θα ‘ναι και αυτές ένα τεκμήριο αναμέτρησης από τα πολλά που φέρνει ο καιρός και τα κύματά του. Οι παραλίες ερημώνουν, οι πλατείες της ραστώνης και των τραπεζοκαθισμάτων αδειάζουν και πίσω από τα παράθυρα -τα πραγματικά, τα τηλεοπτικά, το ματάκι της εξώπορτας, της σελίδας και της οθόνης των έξυπνων κινητών- ακίνητοι σε ένα «Αλτ!» παρατεταμένο του καιρού, άοπλοι, άοσμοι και σε καιρό ειρήνης παρακαλώ, παρακολουθούμε τη ζωή πώς περνάει και χωρίς να κάνουμε στην κυριολεξία κάτι.

Κουρασμένοι και ανήμποροι νοσταλγούμε την καλοκαιρία, ήρεμες θάλασσες, άντε και καμία ομήρεια Ιλιάδα και Οδύσσεια, άντε και κανένα πανηγύρι αισθήσεων και νταλκά αξημέρωτου. Λες και περιμένουμε  τους άλλους Βαρβάρους του Καβάφη, το λεωφορείο και το τρένο της γραμμής, το δελφίνι ή και το χελιδόνι να ‘ρθει, με τον καιρό τους να μας πάει μακριά σε άλλα τόπια και θάλασσες. Οι Άλλοι, οι Άλλες, πάντα ως γραφές και δια ζώσης είναι και θα ‘ναι αποκούμπι, μια δικαιολογία για να πετάμε από πάνω μας τα βάρη, τα ελαφρά κυματάκια των χαρτογραφών μας.

Χαλάλι όμως και οι λέξεις τους, που σηκώνονται σαν κύματα και με νοήματα σε ένα διάδρομο απογείωσης μνήμης και στερνής γνώσης τους ενώ δείχνουν, χάνονται στον ορίζοντα, ανοίγουν τα πανιά της μνήμης και φουσκώνουν τα στήθια των παροικούντων, των μικρών και μεγάλων παραθύρων, που από θεατές γίνονται θέαμα. Ειδικά δε όταν τις ζεις και τις καταλαβαίνεις στο έπακρο τον παλμό τους μα και την πολλαπλή τους ανάγνωση των γραπτών τους γίνεσαι ένα κομμάτι τους. Ένα καλό ψίχουλο.

Τα επίκαιρα και τα ανεπίκαιρα της κάθε μέρας, πλαγίως μα και κάθετα φωτίζονται ξανά και ξανά με τα ολόγιομα φεγγάρια τού κάθε μήνα και η νύχτα τους ιδρωμένη.

 


 

[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη