«Φραντσέσκα», ένα διήγημα της Γεωργίας Κοκκινογένη

Δεν μάθαμε ποτέ αν ήταν Ελληνίδα η Φραντσέσκα αλλά η επιδερμίδα της είχε εξωτική ομορφιά, που δεν θα άντεχε τον καυτερό  ελληνικό ήλιο.
Δεν καταλάβαμε όμως και  ποτέ για ποιο λόγο σφουγγάριζε καθημερινά τις σκάλες φορώντας εκείνες τις δωδεκάποντες  κόκκινες  γυαλιστερές γόβες,  με το στενό σωλήνα τζιν.  Τα παπούτσια αυτά δίνανε  στην καθαριότητα μια ξεχωριστή αξία και στην κάθοδο της σκάλας με την όπισθεν τόνο τελετουργικό.
Ολημερίς αγωνιζόταν στην κουζίνα να ικανοποιήσει την οικογένεια  και έκλεινε το ωράριό της  με τη βραδινή πλύση ρούχων. Το πλυντήριο της σηματοδοτούσε πως ήταν πια ώρα για ύπνο γιατί θα τέλειωνε το πρόγραμμά του γύρω στις δώδεκα.
Το μπαλκόνι μύριζε απορρυπαντικό  και αστέγνωτο νερό. Απ’  το πρωί ξεκινούσε με το τσιγάρισμα γιατί τιμούσε το κρεμμύδι  και τα λαδερά. Όλη η γειτονιά ευωδίαζε από τη μαγειρική της.
Ίσα που ξεκούραζε τα πονεμένα της  πόδια  τη νύχτα  και το πρωί έπιανε πάλι από την αρχή όταν έφευγαν τα παιδιά στο σχολείο.
Λίγες φορές την είχαμε δει  να ξεπορτίζει από την πολυκατοικία με την οικογένειά της, πάντοτε  με ψηλοτάκουνα  παπούτσια και σφιχτά κουμπωμένο μπλουτζίν παντελόνι.
Εκτός απ΄ τα ατελείωτα εκείνα πόδια, που υψώνονταν μπροστά μας τα μεσημέρια λίγο πριν τις δύο, ήταν και ο κότσος της χαρακτηριστικός: κατάξανθοι βόστρυχοι, χαλαρά πιασμένοι με τσιμπιδάκι και αφέλεια επιμελώς ατημέλητη, που καθιστούσε το πρόσωπο ακόμα πιο θελκτικό.  Το μόνιμο μακιγιάζ   στις δέουσες αποχρώσεις  και το κραγιόν επίσης. Ναι, το κραγιόν ήταν κατακόκκινο, αμετανόητο, να ταιριάζει με το κοντάρι της σφουγγαρίστρας  και τα υποδήματα.
Σίγουρα τη δική μας απορία κουβαλούσαν μέσα τους και άλλοι ένοικοι της πολυκατοικίας, που εκτιμούσαν δεόντως τη Φραντσέσκα. Ξέρανε ότι θα τη βρουν εκεί στις σκάλες ή θ΄ ακούσουν το πλυντήριό της ή  θα λιγωθούν απ΄ τις πικάντικες μυρωδιές της κουζίνας της. Κι όταν είχε καλό καιρό, άνοιγε όλες  τις μπαλκονόπορτες  και τίναζε  ξεσκονίζοντας τα πάντα, νιώθοντας πως, εκεί ψηλά, η ίδια καθάριζε με το ξεσκονόπανο τον ουρανό.
Ύστερα από χρόνια βρήκα σε σχολικό βιβλίο τη λαϊκή παράδοση για τον άντρα  τής Ανεράιδας…  Εκείνη «άξαφνα αφανίστηκε σ΄ ένα  πανηγύρι  κι από τότε την ώρα που ο άντρας της έλειπε από το σπίτι, πήγαινε, το εσυγύριζε, εμαγείρευε, έντυνε τα παιδιά και έφευγε».   Η φαντασία μου ήθελε την  Φραντσέσκα  να είναι η νεράιδα που έρχεται και σφουγγαρίζει τη μέρα τη σκάλα ενώ τα βράδια βουτά τους αστραγάλους της σε παγωμένα νερά ποταμών,  εκεί  που  ζουν οι νεράιδες – αν υπάρχουν ακόμα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη