«Υδάτινος πίδακας», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ανάστατη η γειτονιά. Από τις 7.30 το πρωί, το κομπρεσέρ της Εταιρείας ΦΩΤΑΕΡΙΟΥ τράνταζε τη γη μα και τα νεύρα των κατοίκων, που ξεκινούσαν τη μέρα τους με τέτοιον άγριο τρόπο. Στις 9 ακριβώς είχαν τελειώσει, με τα άγρια ντεσιμπέλ τους να καταλαγιάζουν και η ερώτηση μας απλοϊκή: «Καλά τι θα γινόταν βρε φίλοι αν είχατε αρχίσει τη δουλειά σας στις 9; Μας γεμίσατε μουρτζούφλα και άντε να δούμε πώς θα  ξεμπερδεύουμε με δαύτη. Πώς είπατε; ‘Μέρα είναι και θα περάσει;’»  Έλα όμως που τα πράγματα δεν έγιναν καθόλου έτσι, μα καθόλου όμως.

Δεν λένε ότι η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται; Ναι μεν σταμάτησε το τράνταγμα του κομπρεσέρ αλλά με το σκάψιμο η ατμόσφαιρα γέμισε σκόνη κόκκινη και μαύρη από την πίσσα της ασφάλτου, που τύφλα να’ χει η Αφρικάνικη αδερφή της.

«Καλά, λίγο νεράκι να την καταλαγιάσετε δεν παίζει βρε παιδιά;» ρώτησε αφελώς ένας γηραιός κύριος για να εισπράξει μια ακατανόμαστη βρισιά, την οποία τελικά ευτυχώς δεν φάνηκε να την άκουσε, να είχαμε και επεισόδια συν τοις άλλοις.

Κύλησε η μέρα λοιπόν και κατά τις 02π.μ. πιάνει βροχή.

«Κοίτα που η Μετεωρολογική δεν μας ενημέρωσε. Συνήθως και την ψιχάλα μάς αναγγέλλει, περίεργο» μουρμουράει  η μάνα  και βγαίνει στην βεράντα να μαζέψει νυχτιάτικα την απλωμένη της μπουγάδα. Μα βροχή ακούει και βροχή δεν βλέπει. Άλλο περίεργο και τούτο. Βροχή δίχως νερό αλλά με ήχο, πρώτη της φορά συναντάει. «Άλλο και τούτο  Παναγιά μου.»

«Νίκο μου ξύπνα και έλα εδώ μια στιγμή», μου φωνάζει. «Παραισθήσεις  έχω; Για πες μου, τι ακούς αγόρι μου;»

«Αν σταματήσεις  να μουρμουράς και με αφήσεις να ακούσω, πιθανόν να σου πω», της είπα μέσα από τα χασμουρητά μου. «Μοιάζει με βροχή μάνα αλλά βροχή δεν είναι. Τρέχουν νερά, πολλά νερά, πάμε από το άλλο μου τ’ αυτί, το άλλο μπαλκόνι εννοώ, να δούμε και από κει τι στο καλό συμβαίνει».

Μα αυτό που είδαν τα μάτια μας δεν το ‘χαμε ματαδεί μα τω Θεώ σας λέω. Ξεπερνά την όποια φαντασία. Ένας παχύς πίδακας νερού, λίγο επικλινής, έφτανε μέχρι τον 5ο όροφο της διπλανής μας πολυκατοικίας και οι έντρομοι κάτοικοι του ρετιρέ με κουβάδες έβγαζαν τα νερά από τις βεράντες  μην πλημυρίσει και το  σπίτι τους μέσα. Και να δεις ότι και η ασφάλεια που είχαν κάνει κατά πλημύρας δεν τους κάλυπτε, αφού το νερό ερχόταν από την  γη και όχι από τον ουρανό ως είθισται. Και η ΕΥΔΑΠ που όλοι μας λίγο πολύ ειδοποιήσαμε, άφαντη δια γυμνού οφθαλμού. Εδώ κόντευε να αδειάσει ο  Μαραθώνας και η καθ’ ύλην αρμόδια υπηρεσία απούσα.

Μετά δίωρο περίπου, κατέφθασε επιτέλους, μα το μόνο  που κατάφερε, ήταν να εξαλείψει τον πίδακα. Το νερό ανάβλυζε ορμητικό από τον σπασμένο αγωγό και πήγαινε χαμένο Φάληρο μεριά. Φαντάζομαι τον τρελό χορό που θα έκαναν τα ρολόγια μέτρησης του νερού αν άντεχαν και αυτά σε μια τέτοια υπερδραστηριότητα… Και το δράμα της απώλειας τόσου νερού κράτησε μέχρι αργά τις απογευματινές ώρες, οπόταν άρχισε να διαφαίνεται μια κάποια βελτίωση τουλάχιστον της ορμής

Ίσως νομίζετε ότι κάπου εδώ τελειώνει η αφήγησή μου, έτσι δεν είναι; Μα όχι. ΕΔΩ αρχίζει.

Αυτά που σας εξιστόρησα είναι μόνον η αρχή της ιστορίας μου.

Ξαφνικά, κάποιος από τους πολλούς περίεργους περίοικους που πλαισίωναν το ανοιγμένο χαντάκι όπου προφανώς θα αντικαθιστούσαν την τρυπημένη σωλήνα με μία ολόγερη μέχρι που κι’ αυτή ακολουθήσει τη μοίρα τής ασχετοσύνης των ‘’ειδικών’’ συνεργείων, βάζει μια έκπληκτη φωνή:

«Μπάστα εργατιά, μπάστα. Τι είναι τούτο ορέ παιδιά ορέ φαντάροι; Οφθαλμαπάτη ή θα τρελαθώ;»

Έκθαμβοι οι πάντες και άλαλοι βλέπουν μαζί με το αναβλύζον ύδωρ να βγαίνουν μέσα από τα χάντακα δεσμίδες μουλιασμένων 500 εύρων και να καλύπτουν τις όχθες του τεχνητού ρυακιού.

«Μη φωνάζεις μπάρμπα. Ό,τι βλέπεις  εσύ, βλέπουμε και μείς και μα τω Θεώ χαλκομανίες δεν μοιάζουν να ‘ναι».

Ένας ξύπνιος πιτσιρικάς από την λαβωμένη και  πλημμυροπαθούσα πολυκατοικία έτρεξε και έφερε μιαν απόχη που  την είχε να πιάνει  πεταλούδες και αφρόψαρα. Και άρχισε το ψάρεμα. Κάποιος πρότεινε τα ‘’ψάρια’’ να τα βάζουν σε μια σακούλα μαύρη απ’ αυτές των απορριμμάτων μα και δικαίως τον αντέκρουσαν. Αν το έκαναν αυτό, τα ψάρια θα γίνονταν γρήγορα μια κακαβιά που δεν θα τρωγόταν! Κάποιος άλλος έξυπνος, στ’  αλήθεια ΕΞΥΠΝΟΣ αυτός, έφερε τη σήτα του συνεργείου που την είχαν για το αμμοχάλικο και προσεκτικά στοίβαζε πάνω της δεσμίδες αδιάλυτες και  σκόρπια χαρτονομίσματα να στραγγίξουν και να μην γίνουν αλοιφή που μόνο γιατρειά δεν θα ήταν ικανή να δώσει. Μάζευαν και μάζευαν και τελειωμό δεν είχαν τα πράσινα 500ρικα, που πολλοί έβλεπαν για πρώτη φορά στη  ζωή τους. Τόσο χρήμα δεν θα το είχε ματαδεί ούτε ο ταμίας της Τράπεζας της Ελλάδος.

Και βέβαια όπως ήταν επόμενο, λόγω της σοβαρότητας του θέματος, (πάντα τα θέματα που άπτονται χρημάτων είναι τα σοβαρότερα!) εκλήθη η αστυνομία. Και ενώ την καλούσαν από το κινητό να ‘σου μια καινούργια  φουρνιά χρημάτων λαβωμένων. Καθώς φαίνεται είχαν έρθει σε άμεση επαφή με το εφιαλτικό τρυπάνι.

Βρε μήπως τα συνεργεία, είχαν κτυπήσει εκτός της υδάτινης φλέβας, κανένα παραχωμένο χρηματοκιβώτιο;

Και πού βρέθηκε τέτοιο εργαλείο σε ένα χαντάκι;

Γιατί; Ποιο είναι το απίθανο; Γιατί όπως αποδείχτηκε, αυτό όντως είχε συμβεί. Σε ένα παρόμοιο άνοιγμα για την παροχή φωταερίου και λίγο πριν το συνεργείο κλείσει  το  χαντάκι, οι ληστές παράχωσαν στον χώρο το χρηματοκιβώτιο, ευελπιστώντας ότι κάποια στιγμή προσποιούμενοι τους εργάτες του φωταερίου ή της ΕΥΔΑΠ (ελέγχει ποτέ κανείς αν οι εργάτες είναι σωστοί ή μαϊμού;) θα ξέθαβαν τα κλοπιμαία, από έναν χώρο που θεωρούσαν απολύτως ασφαλή και όλα καλά.

Οι ληστές ναι μεν τότε είχαν συλληφθεί μα τα κλοπιμαία δεν είχαν ποτέ βρεθεί με την αστυνομία να κατηγορηθεί ακόμη και για συμμετοχή στη ληστεία του αιώνα… Τι τραβάνε και οι μπάτσοι, γνωστό. Οι επιτυχίες τους  περνάνε στα ψιλά και η πιο μικρή τους αποτυχία παίρνει τεράστιες  διαστάσεις…

Και τώρα, οι ειδικοί απεφάνθησαν ότι τα χρήματα αυτά, ναι, ήταν μέρος από τα κλοπιμαία, βλέποντας τον αριθμό πάνω τους.

Ο δρομίσκος μας έγινε ο πιο διάσημος δρόμος της χώρας. Για μέρες τα μέσα επικοινωνίας ασχολούταν με αυτόν, μέχρι που πέρασε το 10ήμερο  που συνήθως κρατά το ενδιαφέρον των θεατών και ακροατών.

Έως ότου κατέφθασαν νέα συνεργεία και πλάτεμα της… ανασκαφής. Όχι αρχαιολόγοι δεν εκλήθησαν. Ο Χώρος φρουρούταν νυχθημερόν. Μέχρι που νάτο το εμβολισμένο χρηματοκιβώτιο. Μια τεράστια τρύπα στα πλευρά του από το κομπρεσέρ και οι δεσμίδες με την πίεση του νερού που δέχθηκαν, έφτασαν στην επιφάνεια. Τυχερή η Τράπεζα και  ακόμη τυχερότερη η ασφάλεια κατά κλοπής που είχε κάνει. Αφού τα μεν χαρτονομίσματα με ειδικά μηχανήματα ξαναβρήκαν μεγάλο μέρος της αρχικής τους λάμψης και η απώλειά τους συγκριτικά ήταν αμελητέα.

Για να αποδειχτεί ακόμη μια φορά ότι τα λεφτά στα λεφτά πηγαίνουν, ενώ οι ληστές το φυσούν και δεν  κρυώνει. Στα ανήλιαγα κελιά τους, τους ζέσταινε η ελπίδα ότι εκεί έξω όταν έβγαιναν, θα τους περίμενε ο θησαυρός τους. Μα πού να φανταστούν ότι θα συνεργούσαν δύο ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ να τους τον ξεσκεπάσουν, βοηθούμενες από την θεά Τύχη που σίγουρα η άτιμη δεν ήταν με το μέρος τους!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη