«Τ’ ανείπωτα», μία επιστολή της Βάσως Αποστολοπούλου για τη δράση ‘Γράμματα ανεπίδοτα’

Πιο διαφορετικές δεν θα μπορούσαμε να είμαστε. Θα ’λεγα μάλιστα διαμετρικά αντίθετες σε πολλά, στα περισσότερα. Ξεκινώντας από τα απλά και προφανή, όπως το χρώμα των ματιών και των μαλλιών, και προχωρώντας στα πιο σύνθετα, όπως απόψεις και κοσμοθεωρίες ζωής ή καθημερινότητας. Εκεί κι αν ήμασταν τα δύο άκρα. Κι αν στα πρώιμα χρόνια, τα δικά μου παιδικά και δικά σου νεανικά, αυτές οι αντιθέσεις απλά υπήρχαν άδηλες κι αθόρυβες κι οι δικές σου απόψεις δικαιωματικά υπερίσχυαν κι επικρατούσαν, στα όψιμα χρόνια, όταν ήρθαν τα πάνω κάτω και η ενηλικίωση μου έφερε το δικαίωμα και την δυνατότητα προβολής και υπεράσπισης των δικών μου θέσεων, εκεί άρχισαν οι αψιμαχίες, οι αντιδικίες, οι ομηρικές μάχες στην συνέχεια.

Ισχυροί χαρακτήρες και οι δυο ήμασταν σε διαρκή κόντρα για χρόνια. Διορθώνω – ισχυρός χαρακτήρας εγώ, πιο αδύναμος εσύ αλλά με την επίφαση του ισχυρού που σου έδινε η σταθερή και μόνιμη ομπρέλα προστασίας του άντρα της ζωής σου, του πατέρα μου. Ο πατέρας… Πρόσωπο διεκδίκησης και των δυο μας, μήλο της έριδος αφανές μα τόσο προφανές. Εγώ τον διεκδικούσα ενστικτωδώς και ασυνείδητα, κληρονομικώ και γονιδιακώ δικαιώματι, κι εσύ απόλυτα συνειδητά, ερωτικώ και συζυγικώ δικαιώματι. Κι εκείνος, εγκλωβισμένος στην διελκυστίνδα μας, να προσπαθεί με χιούμορ να κρατήσει τις ισορροπίες για να μην κακοκαρδίσει καμιά μας -κι αν έπρεπε να κάνει αναγκαστική επιλογή, πάντα η ζυγαριά έκλινε προς το μέρος σου. Κάτι που, παραδόξως και παραλόγως, μου προκαλούσε μεγάλη χαρά μιας και θεωρούσα (και θεωρώ) πως η αγάπη μέσα στο ζευγάρι πρέπει να είναι η υπέρτατη, η καταλυτική, η ακατάλυτη.

Η ανατροπή ήρθε στην δεκαετία των τριάντα μου. Η χρυσή δεκαετία της ζωής μας, εκείνη  που είμαστε στην πιο ανθηρή, την πιο δυναμική φάση της ζωής μας. Παντοδύναμοι. Κρίνουμε, επικρίνουμε, κατακρίνουμε. Τους φίλους, τους γνωστούς, τους συγγενείς, εσάς τους γονείς μας. Κυρίως εσάς. Αμφισβητούμε τις γνώσεις, τις απόψεις, τα όποια επιτεύγματά σας. Σας βλέπουμε λίγο συγκαταβατικά, λίγο απαξιωτικά, λίγο απορριπτικά και πολύ προστατευτικά, σαν να άλλαξαν οι ρόλοι κι είμαστε εμείς οι «γονείς» κι εσείς τα «παιδιά» μας. Εκεί άλλαξαν πολλά. Επέβαλα απόψεις, γραμμές, αποφάσεις κι εσύ απλά δεχόσουν, υποχωρούσες. Όχι πάντα κι όχι πάντα ανώδυνα αλλά σε γενικές γραμμές είχες αναγνωρίσει σιωπηλά την αλλαγή της σκυτάλης, την παράδοσή της σε επόμενα χέρια, πιο δυναμικά, πιο ικανά.

Κάπου εκεί ισορροπήσαμε. Εσύ στον υποστηρικτικό ρόλο της μάνας-γιαγιάς για μένα και τα παιδιά μου, τα εγγόνια σου, κι εγώ στον ρόλο της κόρης-μάνας που κινούσε τα νήματα στη σχέση μας και καθόριζε εν πολλοίς και τη δική σας ζωή έτσι όπως είχε εξελιχθεί στην πορεία των χρόνων. Κι εκεί έκανα το μεγάλο λάθος. Εκεί πήρα την λάθος στροφή. Εκεί έχουν τη ρίζα τους οι ανώφελες και μάταιες τύψεις που οδηγούν το χέρι μου να σου γράψει τούτο το ανώφελο και μάταιο γράμμα συγγνώμης… Ένα γράμμα που δεν θα λάβεις ποτέ, μια επιστολή ανεπίδοτη μιας κι ο παραλήπτης, εσύ, έχεις φύγει από χρόνια για άλλους κόσμους, πιο γαλήνιους και πιο φωτεινούς. Μια επιστολή που γράφεται απλά και μόνο για να ανακουφίσει τον δικό μου καημό που δεν σου είπα κάποια πράγματα όσο είχα την ευκαιρία – όσο σε είχα κοντά μου και μπορούσα. Για να σου πω τα ανείπωτα… Μια επιστολή που, ίσως, αφυπνίσει άλλους γιους και θυγατέρες που έκαναν ή κάνουν το δικό μου λάθος και, ίσως, προλάβει τις δικές τους εκ των υστέρων μάταιες κι ανώφελες τύψεις.

Σε προσπέρασα, μάνα μου. Αυτό ήταν το αμάρτημα, το λάθος μου. Σε θεώρησα πεπερασμένη. Θεώρησα πως έδωσες ό,τι είχες να δώσεις κι άλλο πια δεν υπήρχε να περιμένω από σένα και σε παραμέρισα. Τραγικό λάθος, ολέθριο ατόπημα. Πρώτα πρώτα γιατί τους δικούς μας ανθρώπους και, κυρίως, τους γονείς μας δεν τους αξιολογούμε με το τι έχουν ακόμα να μας δώσουν (και δεν εννοώ υλικά αγαθά, αλίμονο) αλλά με το τι είναι σαν υπόσταση και το τι έχουν κάνει μια ζωή για μας, τα μικρά εγωιστικά ανθρωπάκια -και το τι εξακολουθούν να κάνουν όσο και όπως το μπορούν. Κι από την άλλη είναι τόσο άδικο και πικρό να παραβλέπουμε το γεγονός ότι είναι οι γονείς μας -έτσι απλά κι απόλυτα.

Όχι πως δεν σε σεβόμουν και δεν σε αγαπούσα, κάθε άλλο. Παρά τις (συνεχιζόμενες κατά καιρούς) διαφωνίες μας και το «βεβαρυμένο» παρελθόν μας, η αγάπη κι ο σεβασμός ήταν πάντα εκεί. Υπολειπόμουν ωστόσο σε εκδήλωση παραδοχής, αποδοχής, εκτίμησης. Δεν ξέρω πόσο σε πίκραινε ή σε πλήγωνε αυτό, δεν μου το έδειξες ποτέ. Κάποιες φορές το συνειδητοποιούσα έτσι στα ξαφνικά ότι σε αδικώ κι έλεγα «πρέπει να κάνω μια κουβέντα» – αλλά ποτέ δεν είχα χρόνο και πάντα πίστευα ότι έχω όλον τον καιρό μπροστά μου για να το κάνω… Μέχρι που τέλειωσε ο χρόνος μας, εσύ έφυγες κι εγώ απόμεινα βουβή κι ανήμπορη πια να διορθώσω τα λάθη μου.

Γι’ αυτό σου τα γράφω όλα αυτά, μάνα μου. Για να σου πω αυτό που αμέλησα ενόσω ζούσες. Συγγνώμη… Συγγνώμη που φάνηκα επιπόλαιη, εγωίστρια, άσκεφτη, αλαζών. Συγγνώμη που δεν σου μίλησα τότε που μπορούσαμε κι οι δυο. Συγγνώμη που άφησα τον χρόνο να περάσει έτσι μάταια και παλεύω τώρα με τύψεις και με λέξεις μεταμέλειας που δεν θα διαβάσεις ποτέ..

Ή μήπως θα διαβάσεις; Τις λέξεις στην επιστολή την ανεπίδοτη; Τις λέξεις στην καρδιά μου την μεταμελημένη; Θα τις διαβάσεις μάνα μου; Θέλω να το πιστεύω, εκεί ψηλά που είσαι. Θα τις διαβάσεις και θα μου χαμογελάσεις μ’ εκείνο το αξέχαστο, το γλυκό σου χαμόγελο που γέμιζε με φως τα λακκάκια στις άκρες των χειλιών σου.

Κι εγώ θα ξέρω πως με συγχώρησες… Και θα σου χαμογελάσω κι εγώ ανάμεσα σε  δυο δάκρυα αγάπης κι ανακούφισης.


[Μάθετε περισσότερα για τη λογοτεχνική μας δράση “Γράμματα ανεπίδοτα” ΕΔΩ.]

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Βασιλική Αποστολοπούλου
    22 Μαρτίου 2019 at 21:27

    Ευχαριστώ θερμά!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη