«Τόκιο-Οσάκα», ένα διήγημα της Κατίνας Βλάχου για τη λογοτεχνική δράση «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Η κυρία Μιγιούκι Ικάγουα επιβιβάστηκε στο Σινκανσέν, το Τρένο Σφαίρα, στον κεντρικό σταθμό του Τόκιο, κρατώντας ένα ελάχιστο βαλιτσάκι. Δεν θα πηγαίνει μακριά, υπολόγισε ο συνεπιβάτης που βρισκόταν ήδη στο κουπέ. Ο Καζούο Ισάκα, ζωγράφος στο επάγγελμα,  εντυπωσιάστηκε από το ζωηρό κόκκινο χρώμα αυτής της μικρής αποσκευής. Ζωηρό κόκκινο χρώμα είχαν και τα χείλη της κυρίας. Ο συνδυασμός ήταν γοητευτικός, καθώς είχε πολύ  λευκό δέρμα και κατάμαυρα στιλπνά μαλλιά. Το παρουσιαστικό της του θύμισε τη λεπτή ομορφιά που είχαν οι γκέισες άλλοτε. Την βοήθησε να τοποθετήσει τη βαλίτσα της στο ράφι, εκείνη τον ευχαρίστησε και, αφού βολεύτηκε στο κάθισμά της, δεν άργησαν να πιάσουν την κουβέντα. Η κυρία Μιγιούκι Ικάγουα μιλούσε χαμηλόφωνα και είχε μίαν ιδιαίτερα τραγουδιστή φωνή.

«Έχω πάει σε πολλές εκθέσεις σας» του είπε όταν της συστήθηκε «και πολύ θαυμάζω το έργο σας».

Αρκετή ώρα μίλησαν για ζωγραφική και για μουσική. Εκείνη τραγουδούσε ερασιτεχνικά, όταν της δινόταν η ευκαιρία.  Για το λόγο του ταξιδιού τους δεν είπαν πολλά.  Η κυρία Ικάγουα επέστρεφε από το Τόκιο, όπου είχε επισκεφθεί μια θεία της.  Ο κύριος Ισάκα είχε αναλάβει να φιλοτεχνήσει τα πορτραίτα των μελών μιας οικογένειας. Θα έμενε στην έπαυλη του κυρίου Μισίντο, έξω από την Οσάκα.

«Α! Τους γνωρίζω καλά. Είναι καλοί άνθρωποι» χαμογέλασε η κυρία Ικάγουα.

Ο κύριος Ισάκα πολύ θα ήθελε να μάθει λεπτομέρειες αλλά ντράπηκε να φανεί αδιάκριτος.

Σε λίγο η κυρία Ικάγουα έβγαλε από την τσάντα της ένα βιβλίο. Ο Καζούο Ισάκα έκλεισε τα μάτια και η σκέψη του ταξίδεψε  στη γυναίκα του, τη Νατσούο, που βρισκόταν κατάκοιτη στο σπίτι εδώ και τρία χρόνια. Η αδελφή της και ο ίδιος την φρόντιζαν αγόγγυστα, ο γιατρός τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε μέρα και η αγάπη του Καζούο λύγιζε κάτω από το βάρος της κούρασης και της θλίψης. Αυτό το επαγγελματικό ταξίδι στην Οσάκα ήταν μια ευκαιρία να ξεκουραστεί για λίγο, να ανασάνει καθαρό αέρα στην εξοχή, να πάρει δυνάμεις και να επιστρέψει στη Νατσούο με καλύτερη διάθεση και αντοχή.

Ο Καζούο χαλάρωσε στο κάθισμά του, βλέποντας από το παράθυρο να εναλλάσσονται με δαιμόνια ταχύτητα θάλασσα, λιβάδια, δάση, ένα βουνό μακριά, ένας αυτοκινητόδρομος. Ζαλίστηκε από την αδιάκοπη εναλλαγή των εικόνων, έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.

Δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει αλλά όταν ξύπνησε, η κυρία Ικάγουα δεν ήταν στη θέση της. Έλειπε και το κόκκινο βαλιτσάκι από το ράφι. Το βιβλίο όμως είχε μείνει στο κάθισμά της. «Ωχ! Το ξέχασε» σκέφτηκε. Τι ωραία που ήταν η κουβέντα μας κι εγώ βυθίστηκα στον ύπνο… Τι κρίμα.

Πήρε και το πλησίασε στο πρόσωπό του,  ένιωσε ένα ελαφρότατο άρωμα γιασεμιού και έφερε στο μυαλό του την εικόνα της. Θα τη ζωγραφίσω, σκέφτηκε. Ολόσωμο πορτραίτο, με το κόκκινο βαλιτσάκι και τα κόκκινα χείλη. Τι γοητευτική μορφή! Ο Καζούο Ισάκα σκέφτηκε να παραδώσει το βιβλίο στον υπεύθυνο του τρένου αλλά μετάνιωσε αμέσως.  Το βιβλίο αυτό θα το κρατούσε. Πριν το φυλάξει στην βαλίτσα του, το ξεφύλλισε. «Δεν είναι δα και μεγάλη αδιακρισία να δω τι βιβλία διαβάζει» σκέφτηκε. Ο τίτλος τον έκανε να χαμογελάσει. «Ξαφνικός έρωτας στο Σινκανσέν». «Για δες σύμπτωση» σκέφτηκε. Στη δεύτερη σελίδα είχε μια χειρόγραφη αφιέρωση, ένα τάνκα.

Στον Κ.Ι.

Μόνοι βρέθηκαν

μεταξύ δύο τόπων

Οικειότητα

Η τύχη τους μεγάλη

Έρωτας το ταξίδι

«Ωραίοι στίχοι» σκέφτηκε, αλλά δεν πρόσεξε τη σύμπτωση ότι τα αρχικά στην αφιέρωση αντιστοιχούσαν στο δικό του ονοματεπώνυμο  και η ημερομηνία ήταν η σημερινή. Διάβασε μερικές σκόρπιες παραγράφους και κατάλαβε ότι ήταν ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Ύστερα το φύλαξε.

«Έρωτας το ταξίδι» κόλλησε ο στίχος στο μυαλό του,  τον ταίριαξε με έναν αυτοσχέδιο μελαγχολικό σκοπό, ώσπου τον ξαναπήρε ένας ελαφρύς ύπνος.

Όταν ξύπνησε, ήταν πια κοντά στην Οσάκα. Η πρώτη του σκέψη ήταν η κυρία Ικάγουα. Πού να πήγε άραγε; Θα είχε κατεβεί από το τρένο, αλλιώς γιατί δεν ήταν στο κουπέ τους; Κι εγώ, όμως, δεν σκέφτηκα να τη ρωτήσω πού πηγαίνει.

«Τι κρίμα» μουρμούρισε.

Μέσα σε λίγες ώρες ταξιδιού η σκέψη του Καζούο απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από το σπίτι του. «Όταν είσαι ανάμεσα σε δύο τόπους» σκέφτηκε «είναι σαν να μην είσαι πουθενά». Μεγάλη ανακούφιση αυτή η αίσθηση. Φαντάστηκε τη Νατσούο στο κρεβάτι της, χλομή και κουρασμένη, ένιωσε τη θλίψη να τον κυριεύει αλλά γρήγορα τον απέσπασαν οι εικόνες που έβλεπε από το παράθυρο. Μεγάλα κτίρια, ουρανοξύστες, ανισόπεδοι κόμβοι, εργοστάσια… η Οσάκα. Σε λίγο θα κατέβαινε από το τρένο και θα ζούσε λίγες μέρες  «αλλού». Ήδη ήταν αλλού. Αναστέναξε από ανακούφιση.

«Έρωτας το ταξίδι…»

«Και τι είναι ένας έρωτας;» αναρωτήθηκε. «Ένα ταξίδι αλλού. Αυτό είναι. Και όπως όλα τα ταξίδια έχει και ο έρωτας ένα τέλος».

Σκέφτηκε πάλι τη Νατσούο. Κάποτε ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της. Τώρα την αγαπούσε βαθιά. Αλλά αυτό δεν ήταν έρωτας πια.

Στον κεντρικό σταθμό της Οσάκα, ο οδηγός του κυρίου Μισίντο τον περίμενε στην έξοδο και φόρτωσε τις δυο βαλίτσες του στη λιμουζίνα. Στη μία είχε τα σύνεργα της ζωγραφικής του και στην άλλη όσα ρούχα και ατομικά είδη θα χρειαζόταν καθώς  και το βιβλίο της κυρίας Ικάγουα. «Θα έχω όλο το χρόνο να το διαβάσω αυτές τις μέρες» σκέφτηκε με χαρούμενη προσμονή. Είχε πολύ καιρό να νιώσει έτσι. Ακόμα και όταν ζωγράφιζε στο ατελιέ του, ήταν μελαγχολικός, όπως ήταν και οι πίνακές του. Πώς αλλιώς, με τόση θλίψη μέσα στο σπίτι του; Τα τελευταία τρία χρόνια με δυσκολία δεχόταν να κάνει τις εκθέσεις που του πρότειναν. Όλα τον κούραζαν πια.

Όταν τον είχαν καλέσει από το γραφείο του κυρίου Μισίντο και άκουσε την σημαντική παραγγελία του, αντί να χαρεί μελαγχόλησε με τη σκέψη ότι έπρεπε να αρνηθεί. Θέλησε να το κρύψει από τη Νατσούο αλλά πρόλαβε και της το είπε η αδελφή της. Η γυναίκα του τον πίεσε πολύ να δεχτεί την παραγγελία.

«Θα στεναχωρηθώ πολύ, αν δεν πας» του είπε.

«Η στεναχώρια μόνο κακό θα της κάνει» σκέφτηκε ο Καζούο. Κι αλήθεια όταν τελικά της είπε ότι θα πάει στην Οσάκα, είδε το πρόσωπό της να φωτίζεται από χαρά. Φεύγοντας τη φίλησε τρυφερά, της ευχήθηκε να μην πονάει πολύ και της υποσχέθηκε ότι θα μιλούν κάθε βράδυ στο τηλέφωνο.

Στη διαδρομή προς την έπαυλη σκάρωσε ένα τάνκα, που θα ήταν η  συνέχεια εκείνου που διάβασε στην αφιέρωση του βιβλίου. Αν ποτέ αποφάσιζε να ψάξει την κυρία Μιγιούκι Ικάγουα, θα της επέστρεφε το βιβλίο της κατάλληλα συμπληρωμένο:

Γλυκιά παρέα

Υπέροχο ταξίδι

Στιγμή μαγική

Ο επόμενος σταθμός

Του έρωτά μας τέλος

Έφθασε στην έπαυλη νωρίς το απόγευμα. Ένας υπηρέτης τον οδήγησε στο διαμέρισμά του μεταφέροντας τις αποσκευές του.

«Τακτοποιηθείτε κύριε» του είπε «και σε μια ώρα είστε προσκεκλημένος για το δείπνο. Θα έρθω εγώ να σας οδηγήσω».

Ο κύριος Ισάκα θαύμασε την όμορφη θέα από τα παράθυρα του δωματίου. Στο βάθος ανθισμένες κερασιές, μια μικρή λίμνη μπροστά από την έπαυλη και πιο πέρα ο κήπος Ζεν με διάσπαρτους κάκτους και  βραχάκια με ωραία χρώματα.  Ένιωσε ευλογημένος. Αν δεν ήταν άρρωστη η Νατσούο, θα μπορούσε να είχε έλθει μαζί του. Πόσο θα της άρεσε! Πόσο κρίμα να μην μπορεί να ευχαριστηθεί τη ζωή και να περιμένει βασανιστικά… Σταμάτησε απότομα την πικρή σκέψη του και ετοιμάστηκε για το δείπνο.

Η κυρία Μισίντο τον περίμενε. Αλλά δεν ήταν μόνη. Δίπλα της -και, Θεέ μου, πόσο της έμοιαζε- καθόταν η κυρία Μιγιούκι Ικάγουα! Ένιωσε να χάνει το χρώμα του, τόσο ξαφνιάστηκε. Εκείνες τον καλωσόρισαν και του είπαν να καθίσει στο τρίτο τατάμι του δωματίου. Η κυρία Ικάγουα, απευθυνόμενη στην κυρία Μισίντο, είπε χαρούμενη:

«Να λοιπόν ο κύριος Ισάκα που ταξιδεύαμε μαζί στο τρένο!»

Ο Καζούο Ισάκα χαλάρωσε και χαμογέλασε κάνοντας ελαφρά υπόκλιση προς τις δύο κυρίες, πρώτα προς την οικοδέσποινα και ύστερα προς την κυρία Ικάγουα. Ύστερα κάθισε και η κυρία Μισίντο του πρόσφερε μια κούπα τσάι. Σε λίγο ήρθε μια νεαρή κοπέλα  και ενημέρωσε ότι το δείπνο ήταν έτοιμο.

Στην τραπεζαρία η κουβέντα κύλησε ευχάριστα. Η κυρία Μισίντο δικαιολόγησε το σύζυγό της που απουσίαζε.

«Όταν επιστρέψει από το Τόκιο» είπε «θα είναι μεγάλη η ευχαρίστησή του να σας τιμήσει στην τελετή του τσαγιού».

«Θα είναι μεγάλη τιμή για μένα» είπε ο Καζούο Ισάκα.

Η κυρία Ικάγουα δικαιολογήθηκε που έκρυψε από τον κύριο Ισάκα, όταν ταξίδευαν, πως ήταν αδελφή της κυρίας Μισίντο.

«Δεν ήθελα να σας προκαταλάβω» είπε. «Μία έκπληξη είναι πάντα ευχάριστη.  Κι ένα ταξίδι πρέπει να έχει  εκπλήξεις».

«Πόσο δίκιο έχετε!» συμφώνησε ο κύριος Ισάκα. «Κάθε ταξίδι είναι ένας έρωτας και αλίμονο αν ένας έρωτας δεν έχει εκπλήξεις» συμπλήρωσε.

Εκείνη χαμογέλασε. Ο κύριος Ισάκα επαίνεσε ύστερα την ωραία έπαυλη και τα λίγα αλλά εκλεκτά έργα τέχνης  που κοσμούσαν τον κήπο και τους εσωτερικούς χώρους.

«Είμαι ευτυχής που θα υπάρχουν και δικά μου έργα εδώ» είπε.

Η κυρία Μισίντο τον ευχαρίστησε, με τη σειρά της,  που δέχτηκε να φιλοτεχνήσει τα πορτραίτα τους.

«Όλοι στην οικογένεια θαυμάζουμε πολύ την τέχνη σας» είπε.

Ύστερα ζήτησε συγγνώμη, που έπρεπε να αφήσει την τόσο ευχάριστη συντροφιά, για να τηλεφωνήσει στο σύζυγό της και να καληνυχτίσει τα παιδιά της.

Ο Καζούο Ισάκα και η Μιγιούκι Ικάγουα συνέχισαν την κουβέντα τους, σαν να ταξίδευαν ακόμη με το Σινκανσέν.

«Έχω το βιβλίο που ξεχάσατε στο τρένο» είπε εκείνος.

«Μπορείτε να το κρατήσετε» του χαμογέλασε εκείνη «θα είδατε και την αφιέρωση, φαντάζομαι».

Ο Καζούο Ισάκα είπε «Ναι, ένα πολύ ωραίο τάνκα».

Η Μιγιούκι Ικάγουα γέλασε χαριτωμένα.

«Α! Δεν δώσατε μεγάλη προσοχή. Το βιβλίο σάς ανήκει και θα δείτε ότι η αφιέρωση σας αφορά, όταν την προσέξετε καλύτερα».

Αργότερα, μόλις βρέθηκε μόνος στο δωμάτιό του, ο Καζούο διάβασε την αφιέρωση και ένιωσε την καρδιά του να χτυπά σαν το τύμπανο του ναού την ώρα της προσευχής. Με τη γυναίκα του είχε μιλήσει το απόγευμα, μόλις έφθασε στην έπαυλη. Οπότε τώρα δεν της τηλεφώνησε ξανά. Θα ένιωθε αμήχανα αν το έκανε.

Οι επόμενες μέρες περνούσαν πιο γρήγορα απ’ όσο ήθελε ο Καζούο. Οι ώρες που ζωγράφιζε -πότε τα τρία παιδιά και πότε το ζευγάρι- του άφηναν χρόνο για να πηγαίνει περιπάτους. Καμιά φορά τον συνόδευαν οι δυο αδελφές αλλά συνήθως ερχόταν μόνο η Μιγιούκο Ικάγουα. Έκαναν μαζί πολλές και όμορφες συζητήσεις. Ο Καζούο της μίλησε για τη ζωή του τα τρία τελευταία χρόνια κι εκείνη τον άκουγε με καλοσύνη. Δυο τρεις φορές, η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλάβουν και μετά ήταν αργά για να τηλεφωνήσει στη Νατσούο.

Ο Καζούο στη σκέψη ότι η εργασία του εδώ θα τελείωνε, ένιωθε θλίψη.  Και λίγο πριν φύγει,  τον κυρίευσε η επιθυμία να κάνει το ολόσωμο πορτραίτο της Μιγιούκι.  Είχε ήδη τον πίνακα στο μυαλό του: Ένα ολόσωμο πορτραίτο της με την κόκκινη βαλίτσα, όπως την είχε πρωτοδεί στο τρένο. Προς το τέλος της παραμονής του, όταν μιλούσαν πια με τα μικρά τους ονόματα, βρήκε το θάρρος να της το πει.

«Θέλω να πάρω μαζί μου την εικόνα σου» της είπε «ώστε αν δεν σε ξαναδώ…».

Η Μιγιούκι αντέδρασε αυθόρμητα.

«Μην το λες αυτό» είπε. «Ποτέ δεν ξέρουμε τι θα συμβεί στο μέλλον».

Δέχτηκε όμως την πρότασή του και ο πίνακας, ένα υπέροχο ολόσωμο πορτραίτο, μέσα σε δυο μέρες ήταν έτοιμος. Η Μιγιούκι ήταν τόσο γοητευτική στο πορτραίτο αυτό!

«Αποκλείεται να είμαι τόσο όμορφη» είπε σεμνά «αλλά χαίρομαι αν με βλέπεις εσύ έτσι. Ίσως η ομορφιά να βρίσκεται στα μάτια εκείνου που την κοιτάζει».

«Κάθε έρωτας είναι σαν ένα ταξίδι» απάντησε σχεδόν ψιθυριστά ο Καζούο. «Εσύ μου το έμαθες. Δώσε μου, λοιπόν, την υπόσχεση ότι θα κάνουμε κάποτε ένα μεγάλο ταξίδι με το Σινκανσέν. Μέχρι τότε δε θα σου το δώσω αυτό το πορτραίτο.  Το χρειάζομαι. Χωρίς αυτό δεν…».

Μίλησε με τόση ταραχή, που δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Εκείνο το απόγευμα, ο Καζούο και η Μιγιούκι δεν χρειάστηκε να πουν περισσότερα. Είχαν επίγνωση ότι ζούσαν το θαύμα ενός μεγάλου έρωτα και ότι ο χωρισμός τους θα έμοιαζε με θάνατο.

Ο Καζούο Ισάκα, την επόμενη κιόλας μέρα, χαιρέτησε τους οικοδεσπότες του, ευχαριστώντας τους που είχε περάσει τόσο όμορφα  και λέγοντας  πως  τους ένιωθε πια σαν οικογένεια. Η Μιγιούκι προτίμησε να μην είναι παρούσα την ώρα του αποχαιρετισμού.

 Όταν ο Καζούο τηλεφώνησε στο σπίτι του, πριν ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής,  μίλησε μόνον με την αδελφή της γυναίκας του.

«Ευτυχώς που επιστρέφεις. Η Νατσούο έχει χειροτερέψει και ανησυχώ» του είπε και η φωνή της έγινε λυγμός.

Έφθασε στο σπίτι του νωρίς το ίδιο απόγευμα και έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο της άρρωστης. Τη φίλησε, της κράτησε το χέρι τρυφερά, την κοίταξε με αγωνία. Πόσο είχε αδυνατίσει! Με πόση δυσκολία ανέπνεε! Αλλά και με πόση γαλήνη τον κοίταζε.

«Σε περίμενα αγάπη μου» του είπε.  «Ήθελα να σε δω πριν φύγω για το μεγάλο μου ταξίδι».

«Είχαμε πει» απάντησε ο Καζούο «πως το τελευταίο μας ταξίδι θα το κάναμε μαζί. Το θυμάσαι; Πριν είκοσι τρία χρόνια ήταν».

«Θυμάμαι» του απάντησε με σβησμένη φωνή  «αλλά ο δικός μου δρόμος τελείωσε πριν από τον δικό σου. Κάθε ταξίδι είναι ένας έρωτας. Και ο δικός μας ήταν ένα όμορφο ταξίδι. Εσύ θα ταξιδέψεις κι άλλο. Και ίσως, κάποτε, θα συναντηθούν οι δρόμοι μας αλλού».

Η Νατσούο έφυγε από τη ζωή το επόμενο ξημέρωμα, με τον Καζούο να της κρατά το χέρι μέχρι την  τελευταία στιγμή. Η τελετή της καύσης έγινε με πολλή φροντίδα και αγάπη. Συγγενείς, γνωστοί και φίλοι ήρθαν από παντού για να την αποχαιρετίσουν. Ο Καζούο ήταν πολύ θλιμμένος. Ήξερε, όμως, ότι η Νατσούο είχε πολύ κουραστεί και, ίσως η δική του υπερβολική φροντίδα ήταν που δεν την άφηναν να φύγει και να ησυχάσει. Ίσως και γι’ αυτό επέμενε να κάνει εκείνος το ταξίδι στην Οσάκα.

Για να συμφιλιωθεί με την απώλεια, Ο Καζούο για μερικούς μήνες ζωγράφιζε τη Νατσούο, κάθε μέρα με άλλη τεχνοτροπία. Ανικανοποίητος, έσκιζε τους πίνακες και ξανάρχιζε.  Σιγά σιγά το πένθος του άλλαζε και γινόταν ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη για τα είκοσι ευτυχισμένα χρόνια που πέρασαν μαζί. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Στο βάθος της καρδιάς του ήταν βέβαιος πως η Νατσούο είχε διαισθανθεί ότι το ταξίδι του στην Οσάκα τον είχε αλλάξει. Κάτι του είχε συμβεί, που ίσως θα τον έκανε ευτυχισμένο μετά τη δική της απουσία. Ίσως ήθελε να του αφήσει χρόνο και χώρο να απολαύσει τη ζωή που δικαιούταν ακόμα.  Ίσως αυτή η ανιδιοτέλεια ήταν η πιο τρανή απόδειξη της μεγάλης αγάπης της για ‘κείνον.

Ο Καζούο αφού τελείωσε εφτά υπέροχα πορτραίτα της Νατσούο, ένιωσε έτοιμος να αναζητήσει τη Μιγιούκι. Συναντήθηκαν με μεγάλη λαχτάρα στο Σινκανσέν για το επόμενο ταξίδι τους, εκεί που είχαν γνωριστεί. Στο κουπέ του τρένου, η Μιγιούκι του εξομολογήθηκε το μυστικό της. Η πρόσκλησή του στην έπαυλη των Μισίντο δεν ήταν τυχαίο γεγονός. Εκείνη είχε ζητήσει αυτή τη χάρη από την αδελφή της, επειδή ήθελε να γνωρίσει τον σπουδαίο ζωγράφο Καζούο Ισάκα, που την είχε γοητεύσει με την τέχνη του. Έτσι, είχε φροντίσει τότε, να κάνει τη διαδρομή Τόκιο-Οσάκα με το ίδιο δρομολόγιο και στο ίδιο κουπέ μ’ εκείνον.

«Τα υπόλοιπα τα ξέρεις, αγαπημένε μου» του είπε.

Ο Καζούο αιφνιδιάστηκε. Θυμήθηκε πόσο τον είχε πιέσει και η  Νατσούο να κάνει αυτό το ταξίδι. Χαμογέλασε.

«Πάντα  οι γυναίκες ορίζουν τη ζωή ενός άνδρα. Ίσως και να συνωμοτούν, χωρίς να το ξέρουν και χωρίς εκείνος να το καταλαβαίνει» σκέφτηκε και κοίταξε τη Μιγιούκι με μάτια  που έλαμπαν.


Μάθετε περισσότερα για τη λογοτεχνική μας δράση εδώ: «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη