«Το όνειρο», ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη για τη δράση ‘Γράμματα ανεπίδοτα’

Χθες βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Χθες βράδυ ανήμερα της ονομαστικής σου εορτής, ήρθες πάλι και φώλιασες στον ύπνο μου. Όλα αυτά τα χρόνια σε βλέπω συχνά, ποτέ όμως δεν μου παρουσιάστηκες με το κοτσάκι και το μούσι σου. Ίσως επειδή εγώ θέλω να σε κρατάω στο μυαλό μου όπως ήσουνα τότε, ο δικός μου Πέτρος. Ήταν ένα παράξενο όνειρο, με πολύ έντονα συναισθήματα κι όταν ξύπνησα, θαρρούσα πως ήσουνα πλάι μου και πως αν άπλωνα το χέρι μου θα σ’ άγγιζα σίγουρα.

Εσύ με βλέπεις στα όνειρά σου; Θυμάσαι τη μορφή μου μετά από τόσα χρόνια; Τα μάτια μου τι χρώμα έχουν; Τα μαλλιά μου; Κι αν με βλέπεις, τι αισθάνεσαι την επομένη το πρωί όταν ξυπνάς; Νιώθεις καθόλου νοσταλγία για τα περασμένα; Με σκέφτεσαι; Είναι ώρες που τρελαίνομαι σαν κάνω αυτές τις σκέψεις. Προσπαθώ να φτιάξω τη μορφή σου, όπως είσαι τώρα, και δεν μπορώ. Δεν μπορώ και σκάω.

Η σιωπή λένε, πως τις περισσότερες φορές είναι ο καλύτερος σύμβουλος. Σ’ εμάς φυσικά είναι συνειδητή επιλογή. Μια επιλογή δική σου που πάλεψα πολύ να την αποδεχτώ, αλλά νομίζω πως τα κατάφερα. Κι αυτό μου δίνει κουράγιο κι ελπίδα πως θα καταφέρω κι άλλα πολλά, αφού έλυσα τον κόμπο στο πιο επίπονο κομμάτι της ζωής μου.  Εσύ τι λες; Μου λείπει αφόρητα η φωνή σου!

Εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια φτερούγισαν σαν τα πουλιά από τη μέρα που έφυγες. Όλο αυτόν τον καιρό, έμαθα να μιλάω στον αέρα και να βαυκαλίζομαι με την ιδέα πως σ’ έχω απέναντί μου και μ’ ακούς.  Όπως τότε. Επινόησα αυτόν τον τρόπο να επικοινωνώ μαζί σου, επειδή το είχα φοβερή ανάγκη. Διαφορετικά θα τρελαινόμουν. Είναι μεγάλη παρηγοριά για μένα να διατηρώ αυτή την ψευδαίσθηση, πως μ’ ακούς. Κι ας κλειδώνω τα γράμματά μου στο συρτάρι σαν τελειώνω με όσα έχω να σου πω. Κι ας γνωρίζω καλά πως δε θα φτάσουν ποτέ στα χέρια σου.

Αυτός ο χωρισμός με πόνεσε αβάσταχτα. Σαν μαχαιριά κατάστηθη ήταν η φυγή σου για μένα. Η φυγή σου απ’ τη ζωή, απ’ τη δράση κι απ’ τα όνειρα. Όλα ξεκίνησαν από τότε που παράτησες τα πάντα για να αφοσιωθείς στον Θεό. Από τότε που δραπέτευσες απ’ τη ζωή σαν κλέφτης. Όλοι οι δικοί σου προσπαθήσαμε να συνέρθουμε απ’ το χαστούκι που μας έδωσες, με τον δικό του τρόπο ο καθένας. Οι γονείς σου δεν τα κατάφεραν. Έφυγαν κι οι δυο τους απ’ τη ζωή μέσα σε λίγα χρόνια. Εγώ αναρωτιέμαι συχνά αν το πέτυχα, αφού είμαι ακόμα εδώ και συνεχίζω τη ζωή μου δίχως εσένα. Όταν ένιωσα για πρώτη φορά αυτή την παράξενη θλίψη να πλημμυρίζει την ψυχή μου, θέλησα να το αποδώσω στην επιλόχεια κατάθλιψη. Αυτή που παθαίνουν πολλές γυναίκες μετά από τη γέννα. Έτσι με βόλευε μάλλον, για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου στους άλλους.

Κανείς μας δε σε ήξερε τελικά, ούτε καν εγώ, που περνούσα τις περισσότερες ώρες κοντά σου και μοιραζόμασταν το ίδιο προσκεφάλι από παιδιά, για να σεργιανάμε τα όνειρά μας ψιθυριστά μες στο δωμάτιο. Πρώτα ξαδέρφια, αγαπημένα και δεμένα από τα γενvοφάσκια μας. Γιατί δε μ’ εμπιστεύτηκες; Κάποτε έλεγες πως τα μοιράζεσαι όλα μαζί μου.

Ο αδερφός σου ο Ηλίας, από τότε που μας άφησες, έγινε για μένα ο φύλακας άγγελός μου. Ακόμα και σήμερα είναι πλάι μου όποτε τον χρειάζομαι. Ο Ηλίας με πήρε τότε σηκωτή και με πήγε σ’ έναν φίλο του ψυχολόγο. Πίστευε πως θα μου κάνει καλό να μιλήσω σε κάποιον ειδικό, κάποιον που να ξέρει πώς να με βοηθήσει. Η αλήθεια είναι πως έκανα κι εγώ μεγάλη προσπάθεια να βγω απ’ αυτό το φοβερό αδιέξοδο που είχα εγκλωβιστεί, κι αυτό, για χάρη μόνο του παιδιού μου. Ενός παιδιού που ήρθε στο κόσμο την πιο ακατάλληλη στιγμή για μένα. Ενός παιδιού που εσύ δε γνώρισες ποτέ.

Είναι χαράματα κι είμαι ξάγρυπνη όλη νύχτα. Κι εσύ όμως, θα έχεις ξυπνήσει ήδη, για να προσευχηθείς στον Θεό σου. Αλήθεια, έχετε διαφορετικό Θεό εσείς απ’ τον δικό μας εδώ κάτω; Εγώ από μικρή έμαθα, πως ο Θεός είναι παντού γύρω μας, γιατί εσύ τον ψάχνεις σε συγκεκριμένο τόπο; Τον βρήκες τελικά; Ποτέ δεν καταδέχτηκες να μου γράψεις, έστω δυο λέξεις. Μήπως κι εγώ που σου γράφω, θα μου πεις, καταφέρνω κάτι; Αφού ποτέ δε σκοπεύω να στα στείλω.

Παρασύρομαι. Όλο λέω πως μονάχα για μένα θα σου μιλάω, δε θα σου κάνω ερωτήσεις, ούτε θα σου παραπονεθώ για τίποτα. Πάντα την πατάω, δεν τα καταφέρνω. Όλα αυτά τα χρόνια κοιμάμαι και ξυπνάω με μια μόνιμη πλέον απορία. «Γιατί έφυγε;»

Γιατί έφυγες; Γιατί δε μίλησες τουλάχιστον σ’ εμένα για ό,τι συνέβαινε μες στην ψυχή σου; Τι έψαχνες; Τι ψάχνεις; Τι ήταν αυτό που σου έλειπε; Το βρήκες; Είσαι ευτυχισμένος; Είσαι ήρεμος; Είδες; Παρασύρθηκα πάλι.

Ο πρώτος που σε συγχώρεσε είναι ο αδερφός σου. Ποτέ δε σου έριξε ευθύνες   μετά απ’ την τελεσίδικη απόφασή σου ν’ αποδράσεις απ’ τη ζωή. Η αδερφή σου η Κατερίνα, αντίθετα, έτρεφε πολύ θυμό μέσα της, πέρασε πολύς καιρός μέχρι να το χωνέψει και ν’ αρχίσει να ξαναμιλάει για σένα. Εμένα μου πήρε χρόνια ολάκερα να το αποδεχτώ, όχι να το ξεπεράσω, γιατί δεν το ξεπέρασα ποτέ.  Η οργή κι ο θυμός μου για την πράξη σου, αντί ν’ απαλύνουν με το πέρασμα του χρόνου, εμένα με φούντωναν χειρότερα. Ο χρόνος που γίνεται γιατρός και κλείνει όλες τις πληγές στο πέρασμά του, δεν το έκανε για μένα. Κάθε φορά που σ’ έφερνα στη σκέψη μου οργιζόμουν παράφορα. Ο αδερφός σου υπήρξε ο αποδέκτης όλης αυτής της οργής, μιας κι εσένα δεν μπορούσα να σε φτάσω.

Όταν ο Ηλίας μου αποκάλυψε ότι βλεπόσαστε, σάστισα. Έμεινα σιωπηλή για ώρα να τον κοιτάω σαν χαμένη. Περίμενε υπομονετικά να τον ρωτήσω κάποια πράγματα για την καινούργια σου ζωή αλλά δεν το έκανα. Δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω, δεν ήξερα αν ήθελα να μάθω. Άρχισε μόνος του να μου μιλάει ήρεμα κι εγώ αφέθηκα να τον ακούω και να προσπαθώ να σε φανταστώ με το ράσο και το κοτσάκι στα μαλλιά. Αυτός μου είπε για το κελί σου, για τα περιποιημένα  παρτέρια σας, για τα σκόρπια εκκλησάκια που μαζεύεστε και προσεύχεστε, για την όμορφη απέραντη θέα που απολαμβάνεται από ψηλά, για την ήρεμη ζωή σας. Κι εμένα μέσα μου, φούντωνε περισσότερο ο θυμός και η οργή για το μονοπάτι που διάλεξες, σίγουρος πως δεν υπάρχει σταυροδρόμι για να μας ανταμώσεις ποτέ. Γιατί πήγες εκεί που δεν μπορώ να σε φτάσω; Τώρα θα μου πεις, κι αλλού να είχες πάει, δεν ξέρω αν θα ερχόμουνα να σε δω ποτέ. Μου στοίχισε πολύ η φυγή σου. Ήταν το πρώτο δυνατό χαστούκι που έφαγα στη ζωή μου απ’ το δικό σου χέρι. Ακόμα νιώθω πως έχω το σημάδι του στο πρόσωπό μου.

Διάλεξες το πιο εύκολο μονοπάτι για να περπατήσεις στη δική σου ζωή. Σηκώνεσαι κάθε πρωί δίχως καμιά έννοια να σε ταλανίζει. Παραιτήθηκες, αυτό ξέρω και λέω εγώ. Τι τα έκανες τα όνειρά σου; Τα έκλεισες μέσα στο σεντούκι του κελιού σου μαζί με τα πολύτιμα βιβλία σου; Σου φτάνει δηλαδή ένα μονό κρεβάτι, ένα σεντούκι, μια καρέκλα και μια δίφυλλη ντουλάπα για να τα χωρέσεις; Αυτό γύρευες απ’ τη ζωή σου, γιατί εγώ τουλάχιστον θυμάμαι άλλα. Ήθελες να γίνεις  μεγαλοδικηγόρος, να διαπρέπεις μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων με τον λόγο σου, να βοηθήσεις τους ανθρώπους να βρουν το δίκιο τους, να υποστηρίξεις τα δικαιώματά τους. Ήθελες, έλεγες με περίσσιο πάθος κάποτε,  να κάνεις  οικογένεια με πολλά παιδιά, να ταξιδέψεις μαζί τους ως την άκρη της γης. Τώρα πώς ταξιδεύεις μονάχος σου σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό; Τι τα έκανες τα φτερά σου;

Εγώ τουλάχιστον, πάλεψα να τα υλοποιήσω. Έγινα δασκάλα, αυτό που πάντα ονειρευόμουνα. Είμαι ανάμεσα σε πιτσιρίκια κάθε μέρα, τ’ ακούω να κελαηδάνε, τα βλέπω να παίζουν στο προαύλιο, να κυνηγιούνται, να φωνάζουν, να τρέχουν κι ύστερα τα μαζεύω σαν σαλιγκαράκια μέσα στην τάξη μου για να τους μάθω πέντε πράγματα που θα τους είναι εφόδια για τη ζωή. Προσπάθησα να κάνω οικογένεια, παντρεύτηκα, έκανα ένα παιδί, χώρισα. Έφερα στον κόσμο ένα παιδί! Υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα απ’ αυτό;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη