“Το ταξίδι”, ένα διήγημα του Νίκου Παγουλάτου

Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι στάλες της βροχής. Το λιγοστό φως της ημέρας χανόταν. Έφευγε σιγά–σιγά και στην θέση του, ερχόταν το παγωμένο σκοτάδι. Αυτό το σκοτάδι όμως είχε προλάβει και είχε τυλίξει ασφυκτικά την ψυχή του. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Όσο είχε τσιγάρα ακόμη γιατί θα τελείωναν και αυτά σύντομα. Έπαιζε με τον καπνό και την βροχή. Έστελνε πικρά δακτυλίδια καπνού, ξεφυσώντας αργά με μια δόση χαιρεκακίας και σαδιστικής ηδονής βλέποντας τα να διαλύονται έτσι απότομα.

Καθόταν σε μία στάση του λεωφορείου πάνω από δύο ώρες. Πέταξε το μισοτελειωμένο τσιγάρο στον μουσκεμένο δρόμο αδιαφορώντας για τον αστυνομικό με το κίτρινο αδιάβροχο που τον κοίταζε αγριεμένα και σηκώθηκε. Άδειος πια, άρχισε να περπατά μέσα στην βροχή. Οι στάλες της βροχής τον χτύπαγαν στο πρόσωπο, μικρά ρυάκια έτρεχαν από τα ήδη βρεγμένα του μαλλιά.

Πέρασε ένα αμάξι με ταχύτητα και έσπασε για λίγο, τούτη την αφύσικη ησυχία. Κούνησε το κεφάλι κουρασμένα και αποφάσισε να γυρίσει σπίτι. Δεν είχε νόημα να περιφερόταν έτσι άσκοπα. Σπίτι, χα! Και αυτό θα τελείωνε σύντομα.

Ανηφόρισε στην οδό Μόρτιμερ, πέρασε από την εκκλησία του Αγίου Μάρτιν και έστριψε δεξιά στην οδό Κόλενζ. Αμέσως αντίκρισε το μικρό διώροφο σπίτι που υποτίθεται θα στέγαζε την ευτυχία της φαμίλιας του. Αφού μπήκε, έκλεισε την πόρτα σιγανά, γδύθηκε εκεί μπροστά στο χολ, προσπέρασε τον σωρό με τα ρούχα και γυμνός πια, πέρασε μέσα στο δωμάτιο, στάζοντας ακόμη. Το σπίτι τον υποδέχτηκε άδειο, γεμάτο μόνο από σκιές και ελπίδες που ξέφτιζαν σαν τις ταπετσαρίες στους κρύους τοίχους.

Οι ώρες έτρεχαν όπως η βροχή μέσα στο λούκι της σκεπής. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Μια καινούργια μέρα. Για κάποιους κάτι τέτοιο θα είχε νόημα. Για Εκείνη, ναι.

Στην Αθήνα είχαν δύο ώρες μπροστά. Όπως κάθε μέρα θα έτρεχε ήδη αγχωμένη, να προλάβει να ετοιμάσει τα παιδιά, να τα πάει σχολείο και να φτάσει στην δουλειά της αργοπορημένη. Κι όμως δεν την είχε ακούσει. Πόσο δίκιο είχε… Εκείνη. Ήθελε μια ζωή καλύτερη για τον ίδιο, για Εκείνη, για τα παιδιά τους. Μακριά από την φτώχεια και την μιζέρια. Αυτά όμως τον ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε.

Πίστευε πως θα είχε μια δεύτερη ευκαιρία. Για ποιον όμως λόγο; Μήπως για να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του και μετά σε όλους τους άλλους πώς δεν ήταν ένας άχρηστος και αποτυχημένος; Και τι κατάφερε τελικά;

Πόσο του έλειπε. Εκείνη. Η καρδιά του αναπηδούσε μέσα στο στήθος του σε κάθε θύμησή της, στον ψίθυρο του ονόματός της.

Εκείνη. Ίδια με νύμφη – θεά ενός αρχαίου κόσμου. Με αυτά τα μάτια που όμοια με υγρό κεχριμπάρι καθρέφτιζαν όλη την ζεστασιά του γλυκού καλοκαιριού, το χαμόγελο της εκτυφλωτικό όπως ο μεσημεριανός ήλιος καταμεσής στον ουρανό, τη θαλασσινή αλμύρα του κορμιού της και το ηδονικό ταξίδι των δύο τους στον δρόμο ενός απάνεμου λιμανιού. Ναι, Εκείνη, μια νεράιδα του ανέμου που τον τύλιξε και τον πήρε από την γήινη πραγματικότητα του.

Εκείνη. Της είχε υποσχεθεί πως δεν θα την άφηνε ποτέ από κοντά του. Πέρασαν τόσα πολλά μαζί, μα δεν χωρίστηκαν ποτέ. Τώρα όμως… είναι τόσο μακριά της. Την άφησε μόνη να αντιμετωπίσει όλους και όλα. Είχαν να μιλήσουν τόσο καιρό. Θα έχει τρελαθεί μόνη της με τα παιδιά να τρέχουν πίσω της, χωρίς να ξέρει τι να κάνει.

Για τον ίδιο η καινούργια μέρα θα παρέμενε το ίδιο ψυχρή, μοναχική και άδεια όπως και οι προηγούμενες. Είχε καταφέρει να καταστρέψει τα πάντα. Τον εαυτό του, την ζωή του, την οικογένεια του. Εκείνη. Τα δάκρυα του είχαν πλέον στερέψει. Σηκώθηκε αδιαφορώντας για την γύμνια του και την τρομακτική παγωνιά και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να πιει ένα ποτήρι νερό. Κοντοστάθηκε μπροστά από ένα ολόσωμο καθρέπτη που ήταν κολλημένος στον τοίχο, απομεινάρι των προηγούμενων ενοίκων και αντίκρισε το σκελετωμένο του σώμα. Άγγιξε ελαφρά τις μελανιές στα εξογκωμένα του πλευρά. Εκείνη η φοβερή νύχτα ήταν το αποτελείωμα και η ψυχρή εκτέλεση της ελπίδας, που είχε μέχρι τότε ριζωμένη στην καρδιά του.

Είχε βρεθεί αιμόφυρτος καταμεσής στον δρόμο, μετά από ένα ξυλοδαρμό στην προσπάθεια να τον ληστέψουν. Με το πρόσωπο παγιδευμένο ανάμεσα στην άσφαλτο και σε μια σόλα παπουτσιού, είχε αφεθεί στα χέρια την μοίρας. Είχε παραιτηθεί από όλα και όλους. Το μόνο που έβλεπε ήταν το αίμα του να αναμειγνύεται με τα νερά της βροχής. Το σώμα του σπασμένο πλέον από τα επανωτά χτυπήματα των  διωκτών του, δεν το ένιωθε καν.

Τα ραγισμένα του πλευρά πονούσαν ακόμη. Τα ράμματα στο πρόσωπο του, τον τραβούσαν. Σε αυτή την διαδρομή που επέλεξε να ακολουθήσει για το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, γνώρισε την αδικία, την ταπείνωση, τον πόνο, τον εξευτελισμό και την προσωπική ήττα. Αφέθηκε να παρασυρθεί από τις διαφορές σειρήνες του συστήματος που υπόσχονταν μια ονειρική ζωή μακριά από την ταλαίπωρη πατρίδα. Υποσχέσεις που ούτε στο ελάχιστον δεν πλησίαζαν τα υποσχόμενα.

Άπλωσε την παλάμη πάνω στον καθρέφτη, στο είδωλο του.

«Γιατί δεν μιλάς; Πες μου! Τι νομίζεις ότι κάνεις; Ξύπνα! Μίλα! Νομίζεις πως με αυτήν την σιωπή, θα κερδίσεις, τι; Μήπως χρόνο; Ο χρόνος περνά και μας αφήνει πίσω του, παίρνει τις ψυχές μας και τις ταξιδεύει! Όχι πάντα εκεί που θα θέλαμε εμείς!»

«Εγώ, χρόνο δεν έχω άλλο. Κουράστηκα! Το χτες με προσπέρασε και το αύριο είναι πολύ μακριά ακόμη. Το σήμερα μόνο, το τώρα μπορώ να σου δώσω, πάρ’ το.»

«Πες λοιπόν! Μίλα! Τις λίγες φορές που το τόλμησες, μιλούσες μόνο με γρίφους που έκρυβαν την αλήθεια. Μέσα από την θαμπή αντανάκλαση αυτού του ραγισμένου καθρέφτη, κοίτα με και άρχισε να μιλάς! Δείξε μου ποιος είσαι! Κάνε κάτι!»

Σιωπή…

Κι όμως το αύριο ήρθε, πολύ γρήγορα και πέρασε. Εκείνος ένιωθε άρρωστος, καταβεβλημένος σαν κανέναν ταλαίπωρο γέρο που περιμένει την λύτρωση μέσα από τα μάτια του θανάτου. Είχε παραδώσει το σπίτι πριν λίγες μέρες. Εξαντλημένος ξάπλωσε, σε μία γωνία κρυμμένη από τον αέρα και τα αδιάκριτα βλέμματα πίσω από τον σταθμό του Γαρστόν, σκεπασμένος με ένα χαρτόκουτο, που είχε μαζέψει από τον διπλανό κάδο. Τα αδύναμα βλέφαρα του έκλεισαν και μαζί με αυτά έσβησαν για πρώτη φορά, οι ένοχες φωνές του μυαλού του.

Όχι όμως και η δική της φωνή. Άκουσε το δικό του όνομα μέσα από τα χείλη της. Άκουσε το κλάμα της, ένιωσε τον σπαραγμό της. Άνοιξε τα μάτια και την αντίκρισε μπροστά του. Εκείνη. Κάτι μεταξύ όνειρο και εφιάλτη, αλήθεια και ψευδαίσθηση.

Και όμως ήταν εκεί, να τον κοιτάζει μέσα από τα βαμμένα, με τον δικό της πόνο και δυσπιστία, μάτια της. Περιτριγυρισμένη από αστυνομικούς, ήταν εκεί πεσμένη μπροστά στα πόδια του, απλώνοντας του τα χέρια της σιγά – σιγά σαν να φοβόταν μην τον τρομάξει. Είχε έρθει κοντά του για να τον σώσει, από τα πάντα και κυρίως από τον εαυτό του. Κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει αυτός για Εκείνη.

Το ταξίδι αυτό μόλις τελείωσε. Ήταν όμως και πάλι μαζί και αυτό είχε σημασία. Πιασμένοι χέρι-χέρι, προσπαθώντας να σώσουν ότι έμεινε. Μπροστά τους θα ανοίγονταν νέοι ορίζοντες και καινούργια ανεξερεύνητα λιμάνια. Μια ακόμη αρχή!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη