«Το σταυρουδάκι», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Είχε έλθει  στην πρωτεύουσα  από ένα ορεινό χωριό της Μακεδονίας. Χρονιά… ούτε που θυμόταν. Η μνήμη της σε πολλά πια έχει λιγοστέψει, όπως και τα χρόνια της που μαζεύτηκαν επίσης πολλά και εκείνη ίσως  δεν το πολυκαταλαβαίνει.

Φροσούλα τη φωνάζαμε σαν ήλθε στη γειτονιά μας νέο και δροσερό κορίτσι. Κυρά Φροσύνη αργότερα, όταν παντρεύτηκε. Μεγαλούτσικη βέβαια για την εποχή της αλλά δεν την πείραζε. «Οι τίμιες γυναίκες», έλεγε, «πρέπει να βρουν και τίμιο άντρα, ας αργήσουν και λιγάκι». Και ο δικός της ο άντρας ο Γεράσιμος, ο ναυτικός, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά, ξαναπαντρεμένος και χωρισμένος, ήταν πράγματι τίμιος. Την αγάπησε τη Φροσούλα, ήταν και λίγο μεγαλύτερός της, μα εκείνη καθόλου δεν την ένοιαζε. Είχε πατήσει τα τριάντα, ήταν καιρός να ανοίξει σπιτικό, να κάνει παιδιά, να νοικοκυρευτεί σαν όλες τις τίμιες γυναίκες, κατά πως έλεγε.

Τα πρώτα χρόνια του γάμου της που ο Γεράσιμος ταξίδευε, εκείνη στενοχωριόταν μα δεν του το ‘λεγε και ούτε παραπονιόταν. Γεννήθηκε το πρώτο παιδί, αγόρι. Μόνη το βάφτισε, γιατί ο άνδρας της έλειπε ως συνήθως σε μακρινό ταξίδι και του ‘δωσε το όνομα Αλέξανδρος. Μεράκι το ‘χε να δώσει όνομα ιστορικό στο γιο της, όπως έλεγε. Πού ξέρεις,  μπορεί και να ‘μοιαζε σ΄ εκείνον τον Μέγα τον Αλέξανδρο, τον συντοπίτη της, που ήτανε πολύ γενναίος όπως της είχανε πει και πολύ τον θαύμαζε. Να διαβάσει δεν ήξερε. Σχολείο δεν πήγε, γιατί από μικρό παιδί δούλευε στα χωράφια. Στα δυο του χρόνια, που πρωτοείδε ο γιος της τον πατέρα του, δεν τον ήθελε, ούτε που καταλάβαινε ποιος ήταν αυτός, που τον αγκάλιαζε σφιχτά και του έδινε παιχνίδια – πολλά παιχνίδια. Πολύ  πικράθηκε η Φροσύνη, που το παιδί δεν αναγνώριζε τον πατέρα του. Πες πες, τον κατάφερε το Γεράσιμο ν΄ αφήσει τα ταξίδια, να γίνει στεριανός, να κάνουν κι άλλα παιδιά, να μην τον τρώει αυτόν η θάλασσα κι εκείνη η μοναξιά. Άλλο ένα παιδί κατάφερε να κάνει κι αυτό δύσκολα. Σχεδόν οι γιατροί της το ΄χαν αποκλείσει.΄Ηθελε όμως κι άλλον ένα γιο, να χαρίσει στο Γεράσιμό της, που ποτέ χατίρι δεν της χάλαγε. Κόντεψε να πεθάνει με την εγκυμοσύνη αυτή. Τα κατάφερε όμως και να και ο δεύτερος γιος να μεγαλώνει με τον πρώτο. Νικόλα τον βαφτίσανε, στ’ όνομα τού σχωρεμένου του πεθερού της. Δεν έφερε αντίρρηση για το όνομα. Καλό είναι σκέφτηκε, είναι και τ΄ όνομα του Άη-Νικόλα, που προστατεύει τους θαλασσινούς, μαζί και το Γεράσιμο της. Το χατίρι της εξάλλου είχε γίνει για το όνομα  τού πρώτου παιδιού. Α! Ο Αλέξανδρός της, του είχε μεγάλη αδυναμία. Διπλά τον καμάρωνε. Της έμοιαζε στο τσαγανό και στην αντοχή. Τον φανταζόταν να μοιάζει στην ανδρεία και την ομορφιά του Μέγα Αλέξανδρου. ΄Εκανε καλά που έδωσε στον πρωτότοκό της το όνομα ενός γενναίου. Πάντα υπερηφανευόταν για αυτή την πράξη της.

Μάνα δύο παιδιών η Φροσύνη πια, για να τα βγάλει πέρα μπήκε  σ΄ ένα τεράστιο μόχθο.

Ο Γεράσιμος από τότε που σταμάτησε τη θαλασσινή δουλειά, δεν μπόρεσε  να στεριώσει σε καμία  στεριανή. Το πάνω χέρι τελικά το πήρε η Φροσύνη γιατί ήταν, έλεγε, κοπέλα του χωριού και άντεχε. Η κούραση στην πρωτεύουσα είναι η αλήθεια δεν  διέφερε και πολύ από αυτή στο χωριό. Σίγουρα αλλιώς την είχε ονειρευτεί τη ζωή σε μια τόσο μεγάλη πόλη. Στα χωράφια στο χωριό, παραδουλεύτρα εδώ με τις κυράδες που μεγαλοπιάνονταν και πολλές από αυτές της φέρονταν σαν δουλικό. Δεν διαμαρτυρόταν, έλεγε χίλια ευχαριστώ όταν της έδιναν αποφόρια και μπαγιάτικα φαγητά, πριν τα πετάξουν στα σκουπίδια. Αλλά και οποιαδήποτε  δουλειά της τύχαινε, όχι δεν έλεγε.

Ο Γεράσιμος έκανε κι αυτός ό,τι μπορούσε. Κατάφεραν με στέρηση και πολλές και αιματηρές οικονομίες να αγοράσουν δικό τους σπίτι. Ένα μικρό σπιτάκι ήτανε. Εκείνη το ΄βλεπε παλάτι. Το στόλισε με ό,τι μπορούσε και το καμάρωνε. Μαζί της χαιρόταν και ο Γεράσιμος που την έβλεπε χαρούμενη. Α! την αγαπούσε τη Φροσύνη ο Γεράσιμος με εκείνο το δικό του τρόπο, λίγο απόμακρο αλλά ζεστό.΄Ωρες ώρες όμως τον έβλεπε σκεπτικό και  όταν τον ρωτούσε αν έχει κάτι, εκείνος απέφευγε να απαντήσει κι άλλαζε κουβέντα. «Τι τον βασάνιζε;», σκεπτόταν η Φροσύνη. Το ‘ξερε όμως ότι δεν του έπαιρνε κουβέντα, αν εκείνος δεν ήθελε να μιλήσει. Καταλάβαινε εξάλλου ότι ο άνθρωπος της στενοχωριόταν, που άφησε τα ταξίδια. Δεν ήξερε όμως  αν αυτό ήταν αιτία της στενοχώριας του.

Διαφορετικά, βέβαια, ήταν μαθημένος αυτός. Από μικρό παιδί ταξίδευε, η στεριά τον έπνιγε, το ΄βλεπε και η ίδια, γι’ αυτό και δεν του κάκιωσε, όταν της είπε ότι θα μπαρκάριζε ξανά. «Για το καλό μας Φροσούλα», της είπε.  Έτσι την έλεγε όταν ήταν οι δυο τους κι αυτό πολύ της άρεζε.

Όταν αποχαιρετισθήκανε κι ενώ της έδινε υπόσχεση, πως δεν θα αργήσουνε να ξαναβρεθούνε, εκείνη με φαρμακωμένη καρδιά τον διπλοφίλησε, έβγαλε το σταυρουδάκι που φόραγε από μικρή και του το πέρασε στο λαιμό. «Να σε φυλάει άντρα μου», του είπε, «ποτέ να μην το βγάλεις». Της το υποσχέθηκε και έφυγε, αφού φίλησε πολλές φορές τα παιδιά τους, που δεν καταλάβαιναν γιατί ο πατέρας φεύγει. Η Φροσύνη πρόσεξε τα μάτια του, της φάνηκαν δακρυσμένα, ποτέ δεν τον είχε δει τόσο πικραμένο.

Δεν τον ξανάδε. Στο χρόνο πάνω της είπανε από την εταιρία ότι το καράβι που δούλευε ο Γεράσιμος, ο δικός της Γεράσιμος, είχε ναυαγήσει κοντά  σ΄ ένα νησί,  στη Σιγκαπούρη, της είπανε. Ούτε που το ΄χε ξανακούσει το νησί αυτό, ούτε και ήξερε σε ποιο μέρος της γης ήταν. Τι την ένοιαζε εξάλλου. Το σώμα του Γεράσιμου δεν το βρήκανε να της το δώσουν, να τον κλάψει, να τον θάψει, να ανάβει το καντηλάκι του, να κάθεται εκεί σιμά στον τάφο του, να του μιλά και να του λέει τους καημούς της. «Γιατί Παναγιά μου, γιατί δεν μου τον βοήθησες», ρωτούσε γονατισμένη στα εικονίσματα. «Σταυρό του έδωκα να φορεί. Σ΄ ένα σταυρό πέθανε ο γιος σου και από πίκρα ξέρεις εσύ». Συνερχόταν μετά και ζητούσε γονατιστή από την Παναγία συγχώρεση γι΄ αυτά που έλεγε.

Έκλαψε πολύ για την ατυχία της, για το Γεράσιμο που δεν θα ξαναέβλεπε, για τα παιδιά της, που μείνανε ορφανά κι ύστερα με μάτια κόκκινα από το κλάμα και ψυχή μαύρη ρίχτηκε στον αγώνα της επιβίωσης. Έπρεπε να μεγαλώσει τα παιδιά της, να τους μιλά για τον πατέρα τους, μην τον ξεχάσουν, όπως τους έλεγε, γιατί ήταν καλός και πολύ τους αγαπούσε.

Ο γιός της ο Νικόλας από μικρός της το είχε δηλώσει ότι αυτός ναυτικός θα γινόταν σαν τον πατέρα του. Πίστευε ότι μεγαλώνοντας θα του άλλαζε γνώμη. Δεν τα κατάφερε. Μόλις δεκαοχτάρισε το στερνοπούλι της, μπαρκάρισε. Θα πήγαινε, της είπε, στην Αμερική. Μήπως και ήξερε κι αυτό το μέρος που ήταν; Σίγουρα  πολύ μακριά θα ήταν. Φαρμακώθηκε. Ο ίδιος πάλι καημός. Να περιμένει το γυρισμό, να προσεύχεται για καλές θάλασσες, να περιμένει γράμμα. Στην αρχή της έγραφε συχνά, μετά άρχισαν τα γράμματα να αραιώνουν. Ύστερα από μεγάλο διάστημα  της έστειλε γράμμα. Καταχάρηκε η Φροσύνη, έβαλε τη γειτόνισσα της την Αρετή να της το διαβάσει. Άκουγαν καλά τα αυτιά της;  Ο Νικόλας  τής έγραφε ότι θα έμενε στην Αργεντινή γιατί  γνώρισε  μια κοπέλα, που πολύ του άρεσε και την παντρεύτηκε. Έκλαψε πολύ η Φροσύνη. Τόσες κοπέλες στον τόπο μας, έπρεπε δηλαδή να την βρει στην άλλη άκρη του κόσμου; Την παρηγόρησε η γειτόνισσα, της είπε ότι μπορεί ο γιος της να ήταν εκεί σ΄ αυτόν τον μακρινό τόπο ευτυχισμένος. Ε και αφού το παιδί της θα ήταν καλά θα ΄πρεπε και η ίδια να είναι ευχαριστημένη. Παρηγορήθηκε κάπως, το καλοσκέφθηκε,  σαν να είχε δίκιο η γειτόνισσα.

Συνήθισε κάπως με τον καιρό κι αυτό το νέο το δυσάρεστο. Εξάλλου είχε παρηγοριά τον πρωτότοκο της τον Αλέξανδρο. Α!  Αυτός θα γινόταν σίγουρα σπουδαίος σαν τον συνονόματο του εκείνο,  τον Αλέξανδρο τον Μέγα, όπως της τον είχαν πει. Ήξερε αυτή που του ΄δωσε το ίδιο όνομα. Έκανε σχέδια για τον Αλέξανδρο. Αυτός της είχε απομείνει, δεν μπορεί, θα της έδινε χαρές το παιδί της .

Έπεσε έξω η Φροσύνη. Τα σχέδια τα δικά της δεν βρήκαν καθόλου σύμφωνο τον κανακάρη της. Συχνά πυκνά τον έχανε, έκανε μέρες, να ‘λθει στο σπίτι. Όταν  τον ρωτούσε που πήγαινε, εκείνος δεν απαντούσε. Και όταν επίμονα τον ρωτούσε, εκείνος  άρχιζε να της μιλά άσχημα. Δεν πίστευε όταν τον άκουγε να της μιλά έτσι, σαν  να μην ήταν η μάνα του, σαν να μην ήξερε ότι ήταν η μεγάλη αδυναμία της, ότι αυτή τον προόριζε για σπουδαία πράγματα και ότι στο κάτω κάτω δεν είχε άλλον στη ζωή από αυτόν. Ο  μικρός εξάλλου, ο Νικόλας,  είχε σταματήσει να της γράφει, δεν ήξερε καν που βρισκόταν. Να ‘χε κάνει άραγε παιδιά μ΄ εκείνη τη γυναίκα που της είχε γράψει ότι παντρεύτηκε, να ‘χε άραγε εγγόνια η ίδια. Πως θα ΄θελε να ξέρει. Σιωπή όμως, μόνο σιωπή από μέρους του.

Ένα βράδυ που γύριζε κατάκοπη από τη δουλειά, είδε τη γειτόνισσα να την περιμένει. Από το πρωί είχε ένα κακό προαίσθημα. Ένοιωθε παράξενα, δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει. Έμαθε από την Αρετή ότι ο  Αλέξανδρος της είχε σκοτωθεί. Μάλλον της τον σκότωσαν. Μπλεγμένος σε κυκλώματα της νύχτας, είχε άσχημο τέλος. «Παναγία μου», αναφώνησε πριν λιποθυμήσει, «μου τον πήρες και αυτόν;»

Σπίτι, δουλειά, νεκροταφείο, αυτοί ήταν οι καθημερινοί προορισμοί της Φροσύνης. Την επισκεπτόταν πότε-πότε η γειτόνισσα η Αρετή, για καλησπέρα, να τη ρωτήσει τι κάνει, να τις φέρει καλούδια από αυτά που ετοίμαζε για την οικογένεια της. Τη συμπονούσε τη Φροσύνη η Αρετή. Πονεμένη γυναίκα. Λίγες ήταν οι χαρές της ζωής της. Δεν πρόφθαινε να αντιμετωπίσει το ένα κακό και να σου και ερχόταν και το άλλο. Πίκρες, μόχθος και βάσανα την είχανε τσακίσει. Ο χαμός του Αλέξανδρου ήταν τελειωτικός. Άσπρισαν τα μαλλιά της, κύρτωσε, περπατούσε με βλέμμα απλανές. Μιλιά δεν της έπαιρνες. Ευτυχώς στα σπίτια που δούλευε εδώ και χρόνια, την συμπονούσαν οι κυράδες και δεν την μάλωναν  πολύ για τις αργοπορίες της και για την μέτρια δουλειά που έκανε. Ξέρανε, πως πριν πάει για δούλεψη, έπρεπε να περάσει απαραίτητα από το νεκροταφείο, να συγυρίσει τον τάφο, να διώξει τα πουλιά που λέρωναν το μάρμαρο, να ανάψει το καντήλι, να καλημερίσει το γιο της και να τον χαιρετίσει πάλι φεύγοντας, υπόσχεση δίνοντας πως το άλλο πρωί,να μην ανησυχεί αυτός, πάλι θα πήγαινε να τα πούνε. Α! Του ‘λεγε τα βάσανά της. Όταν ζούσε ο Αλέξανδρος η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κάθισε να συζητήσουνε, να μιλήσουνε τέλος πάντων σαν μάνα με παιδί. Πάντα βιαστικός, πάντα σκεπτικός, μίλαγε η μάνα και απάντηση δεν έπαιρνε. Τώρα όμως κάθεται εκεί σε μιαν ακρούλα του τάφου και λέει, λέει, όσα δεν του  είπε όλα αυτά τα χρόνια που τον μεγάλωνε.

Χθες το μεσημέρι δεν αισθανόταν πολύ καλά, να σαν μια ζάλη να γύριζε το κεφάλι της, να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Το ‘πε στην κυρά κι εκείνη σπλαχνικά την άφησε να φύγει. Της έδωσε και  φαγητό, να μη χρειασθεί να μαγειρέψει μιας κι ήταν αδιάθετη. Κάτι την πίεζε στο στέρνο ένοιωθε τρεμούλα στα χέρια, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε. «Θα ‘ναι από την κούραση και τη στενοχώρια», σκεφτόταν. Φθάνοντας στο σπίτι της βλέπει την Αρετή να τη φωνάζει και να της λέει ότι μια κοπέλα την ψάχνει από το πρωί. Δεν την είχε ξαναδεί. Όμορφο κορίτσι ήτανε. Την έβαλε στο σπίτι και τη ρώτησε από πού έρχεται και τι ζητάει από την ίδια Το κορίτσι πριν πει λέξει ανοίγει τη χούφτα του και της δείχνει ένα σταυρουδάκι. «Παναγία μου!» λαχτάρησε η Φροσύνη. «Το σταυρουδάκι μου, το σταυρουδάκι του Γεράσιμου» διορθώνει. «Πού το ΄βρες» ρώτησε το κορίτσι με τρεμουλιαστή φωνή.

Το κορίτσι με σπασμένα  Ελληνικά κατάφερε να της δώσει να καταλάβει ότι αυτός, που της χάρισε το σταυρουδάκι ήταν πατέρας της. Μόνο που δεν λιποθύμησε η Φροσύνη. Ο Γεράσιμος της ήταν πατέρας αυτού του κοριτσιού; Έτρεξε η Αρετή για βοήθεια ακούγοντας κλάματα και φωνές. Προσπάθησε να ηρεμήσει τη Φροσύνη, που θρηνώντας  μονολογούσε «…και μου ‘χε υποσχεθεί ποτέ να μην το βγάλει από το λαιμό του…»

Το κορίτσι εξήγησε στην Αρετή ότι το Γεράσιμο τον γνώριζε χρόνια και για πατέρα της τον νοούσε, μιας και πολύ την αγαπούσε και αυτήν και τη μάνα της και πάντα πήγαινε και τις έβρισκε εκεί στη μακρινή Εσθονία, σαν πήγαινε από το μέρος αυτό το καράβι που δούλευε. Την είχε δασκαλέψει ακόμη, ότι αν ποτέ μείνει μονάχη, να πάει με αυτό το σταυρουδάκι να βρει τη Φροσύνη και να την έχει σαν μάνα της. Και μιας και είχε μείνει μόνη  στον κόσμο, έπραξε αυτό που της είπε ο πατέρας της.

 Η Φροσύνη συνερχόταν σιγά-σιγά. Καταλάβαινε τώρα πια τις σκέψεις που είχε ο Γεράσιμος της όλα αυτά τα χρόνια πριν τον χάσει. Και πώς να της το ‘λεγε και πώς να το ομολογούσε, της το ‘πε και η  Αρετή, που ήταν συνετή γυναίκα και μόνο το καλό της ήθελε.

Αυτό το κατάλαβε η Φροσύνη, όπως κατάλαβε επίσης και τη συμβουλή της καλής της γειτόνισσας. Να το δεχτεί δηλαδή το κορίτσι σαν κόρη της, μιας και παιδιά τώρα δεν είχε. Εξάλλου του Γεράσιμου παιδί ήταν, σαν να ήταν δηλαδή δικό της. Ναι, σαν να ήταν δικό της…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη