Στο δρόμο σου άνθρωπε νομίζεις
πως ροδοπέταλα στρωμένος πρέπει να είναι ο δρόμος που βαδίζεις.
Ότι τα πέλαγα θα ατενίζεις και θα αγαπάς και θα ελπίζεις της χαράς το μερτικό.
Μα μία σφαίρα μία μέρα, μία αστραπή μες τον αέρα, το ξαφνικό.
Ένα χέρι με νύχια γαμψά τα σωθικά σου να ξεσκίζει, το τραγικό.
Ένα ανεξέλεγκτο αμάξι στη γέφυρα που ντεραπάρει, κλέβει το γέλιο, φέρνει τον πόνο τον σκοτεινό.
Μία μπουκάλα χημεία στάζει, τούφες που μένουν στο μαξιλάρι. Πόσο φρικτό.
Άνθρωποι βράχοι, δίνουν τη μάχη με το θεριό.
Γιος τον πατέρα μια νύχτα σφάζει. Το φονικό.
Στέκεσαι μόνος μες τους ανθρώπους. Αερικό.
Ψάχνεις τις λέξεις, το πώς να αντέξεις, μα το σκοτάδι τόσο πυκνό, κανένα χάδι
δε φτάνει εδώ. Βαθύ το τραύμα, σου φέρνει τρόμο και πανικό.
Όμως την ώρα που γονατίζεις, και προσευχή σαν ψιθυρίζεις, κάποιος να έρθει για να σε σώσει, από την οδύνη να σε γλυτώσει,
όταν τα δάκρυα στερεύουν και οι αναμνήσεις σε παιδεύουν, καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει λόγος μεγάλος,
κανένας άλλος, για το κακό.
Αιώνια πάλη ζωή θανάτου.
Το ριζικό ανθρώπου μονάχου, στιγμές μόνο να σμίγει, να δένεται και να νομίζει
πως έτσι το τέλος αφορίζει.
Μία ανθρώπινη σκυτάλη είναι η ζωή και μία πάλη να κοροϊδέψεις το κενό.
Αφήστε το σχόλιο σας