«Το μυστικό που έπρεπε να μείνει κρυφό», ένα διήγημα της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Ο Άλκης ήταν ένα νέο παιδί, γύρω στα δεκαεννέα. Η ζωή ξανοιγόταν ολόκληρη μπροστά του. Ζούσε σε ένα χωριό, σε μία κλειστή κοινωνία με παλαιούς και άγραφους κανόνες. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι παλαιών αρχών, δούλευαν στα χωράφια και είχαν συνηθίσει πια στη σκληρή τους ζωή, που είχε αποτυπωθεί στους ρόζους των χεριών τους. Ήταν όμως περήφανοι άνθρωποι, δεν ήθελαν να δείχνουν την τρωτή τους πλευρά σε κανένα.

Ο Άλκης είχε αγάπη για τη μάθηση. Ήταν καλός μαθητής, ήθελε να σπουδάσει και να γίνει γιατρός. Θα πήγαινε για λίγο στην Αθήνα και αργότερα, μετά το πέρας των σπουδών του, θα επέστρεφε ξανά και θα γινόταν γιατρός στο χωριό. Δεν ήθελε να αφήσει και τους γονείς του μόνους` εκείνοι τόσο αγώνα έκαναν για να τον μεγαλώσουν με στερήσεις και κόπους.

Ήθελαν να του προξενέψουν και μία κοπέλα, τον πίεζαν να δημιουργήσει οικογένεια. Ήθελαν να δούνε από εκείνον κανένα εγγονάκι πριν κλείσουν τα μάτια τους, όπως έλεγαν. Εκείνος δεν είχε εκδηλώσει ποτέ την επιθυμία να δεσμευτεί, δεν τους είχε μιλήσει ποτέ για τα ερωτικά του σκιρτήματα. Εκείνοι τον ρωτούσαν, αλλά εκείνος ξεγλιστρούσε επιδέξια σαν το χέλι και απέφευγε κάθε νύξη για αυτό το θέμα. Σαν κάποιος κρυφός καημός να υπήρχε μέσα του, σαν κάποιο κρυφό σαράκι να τον κατέτρωγε.

Ο Άλκης είχε γνωριστεί με τον Τηλέμαχο και είχαν έρθει κοντά για κάποιους μήνες. Η φιλία που τους είχε ενώσει, είχε μετουσιωθεί σε κάτι πιο τρυφερό και ρομαντικό αν και δεν είχε εκδηλωθεί ποτέ ιδιαίτερα. Ο Άλκης δεν επέτρεπε στον εαυτό του να αισθανθεί  περισσότερα πράγματα, γνώριζε πως για την κλειστή κοινωνία που ζούσε αυτό θα ήταν ένα σκάνδαλο. Σκεφτόταν τους γονείς του,  που δεν ήθελε να διασυρθούν και να γίνουν  πρώτο θέμα κουτσομπολιού και κακεντρεχών σχολίων από τους ανθρώπους του χωριού. Ντρεπόταν να ομολογήσει και στον εαυτό του ακόμα πως ήταν ερωτευμένος με εκείνον. Ίσως να ήταν και αυτός ένας λόγος που ήθελε να φύγει για επαρχία` ήθελε να προλάβει του έρωτα το ξέσπασμα και την αποκάλυψη τής αλήθειας.

Ο Τηλέμαχος του πρότεινε τότε να μείνουν μαζί για εκείνο το χρονικό διάστημα που θα σπούδαζε στην Αθήνα, ήθελε να είναι στο πλευρό του και να τον στηρίζει.  Εκείνος του υποσχέθηκε πως, αν όλα πάνε καλά και περάσει στη σχολή που επιθυμεί, τα πράγματα θα γίνουν με αυτό τον τρόπο. Ο Άλκης έπεσε με προσήλωση στη μελέτη, διάβαζε νυχθημερόν όλη την εξεταστέα ύλη που ήταν απαραίτητη για να εισαχθεί στην Ιατρική. Οι μήνες εκείνοι ήταν δύσκολοι, με στερήσεις σε διασκέδαση και σε κάθε χαρά της εφηβικής ζωής. Οι καρποί της προσπάθειας όμως ήταν γλυκείς και κατάφερε να αγγίξει με την βαθμολογία του τη σχολή που τόσο επιθυμούσε.

Αισθάνθηκε τους κόπους του να ανταμείβονται και ένα καινούργιο κεφάλαιο να ανοίγει στη ζωή του. Γεμάτος ενθουσιασμό, σκεφτόταν πόσο χρήσιμος θα μπορούσε να φανεί στους συνανθρώπους του που θα τον έχουν ανάγκη, πως θα ήταν στο πλευρό τους για να αποκτήσουν ξανά την υγεία τους.

Ετοίμαζε τις βαλίτσες του, βαλίτσες που μέσα τους κατάφεραν να χωρέσουν τα όνειρα μίας ολόκληρης ζωής. Σκεφτόταν πώς εκείνος, ένα φτωχό και απλό παιδί ενός χωριού, θα μπορούσε να εναρμονιστεί με τα πρότυπα της Αθήνας. Υπολογίζοντας  τις ανάγκες του, σκεφτόταν πως θα έπρεπε αναγκαστικά να βρει και μία δουλειά, ώστε την περίοδο των σπουδών  του να εξασφάλιζε τα προς το ζην. Δεν ήθελε  πια και οι γονείς του να αγωνίζονται συνέχεια για εκείνον, αναγνώριζε τους κόπους τους και ήθελε πια να ξεκουραστούν.  Ήξερε όμως πως η αγάπη του Τηλέμαχου θα ήταν εκεί, έτοιμη να τον παρηγορήσει και να τον στηρίξει. Και αυτό του έδινε θάρρος, οπλίζοντάς τον με υπομονή.  Γιατί και εκείνος τον αγαπούσε – επιτέλους το παραδέχτηκε!

Η Αθήνα ήταν ένα καινούργιο άνοιγμα στον κόσμο του, ένας τρόπος να βγει από το καβούκι του και να αφεθεί, επιτρέποντας  στον εαυτό του να διασκεδάσει και να ερωτευτεί περισσότερο. Η Αθηναϊκή διασκέδαση του χάρισε όμορφες στιγμές, με ανεμελιά και έντονη χαλάρωση.  Η γνώση της Ιστορίας και η επίσκεψη στα αρχαία μνημεία που αναβάθμισαν πολιτισμικά την ανθρωπότητα, έκανε την καρδιά του να σκιρτά από υπερηφάνεια. Κατάφερε να βρει και μία δουλειά σε μία ψησταριά, έπλενε τα πιάτα και καθάριζε τα τραπέζια. Έτσι, εξασφάλιζε ένα εισόδημα με το οποίο μπορούσε να καλύπτει τις βασικές του ανάγκες, ξεκινώντας  να μαθαίνει πόσο σκληρό και δύσκολο είναι το μεροκάματο.  Αλληλογραφούσε με τους γονείς του συχνά, τους είχε γράψει για τις σπουδές και τις εντυπώσεις που είχε αποκομίσει από την Αθήνα. Τους είχε γράψει για τα πάντα, εκτός από τον Τηλέμαχο…

Ο Τηλέμαχος ήταν πάντοτε κοντά του, ένας σιωπηλός συμπαραστάτης. Τον βοηθούσε στη μελέτη του, του μαγείρευε φαγητό όταν εκείνος ήταν κουρασμένος ή δεν αισθανόταν καλά. Η Αθήνα τους είχε βοηθήσει στο να αισθανθούν περισσότερο ελεύθεροι στην έκφραση της σχέσης τους, αν και απέφευγαν να είναι ιδιαίτερα διαχυτικοί διότι γνώριζαν ότι και πάλι τα αδιάκριτα και κακεντρεχή βλέμματα θα έπεφταν επάνω τους. Αισθανόντουσαν όμως, πως ήταν περισσότερο αποδεκτοί σε σχέση με την κλειστή κοινωνία της επαρχίας.

Ο Άλκης ήταν ευαίσθητο παιδί, προσπαθούσε να μην αφήνει την καρδιά του  έκθετη για να μην την πληγώσουν. Δεν ήθελε να ανοίγει την ψυχή του απόλυτα και αυτός ήταν και ο λόγος που ήταν μερικές φορές κουμπωμένος ακόμα και με τους γονείς του.

Συμπληρωνόντουσαν σχεδόν δύο μήνες από την ημέρα που ο Άλκης ξεκίνησε τις σπουδές του στην Αθήνα. Δύο μήνες που είχαν αρκετή μελέτη και απαιτούσαν συγκέντρωση και συνεχή προσπάθεια. Πλησίαζε σιγά-σιγά και ο Δεκέμβριος, έφτασαν πάλι τα Χριστούγεννα και ο κόσμος είχε ήδη αρχίζει  να ετοιμάζεται για τον εορτασμό και την υποδοχή της νέας χρονιάς. Και εκείνος, νοσταλγούσε τους γονείς του, σκεφτόταν πως θα ήθελε να επιστρέψει στο χωριό και να τους δει ξανά, έστω και για λίγο. Θα ήταν καλύτερο να τους ειδοποιούσε πρωτύτερα ή μήπως θα ήταν ωραιότερο να τους κάνει έκπληξη; Τους καλούσε στο τηλέφωνο και εκείνοι δεν απαντούσαν. Αυτό τον γέμισε ανησυχία, άραγε τι θα μπορούσε να έχει συμβεί και στους δύο;

Επέστρεψε στο χωριό του για λίγες ημέρες, πόσο του είχε λείψει! Σε αυτό το μέρος γεννήθηκε, μεγάλωσε, πήγε σχολείο, έκανε τα πρώτα του βήματα στη ζωή. Όπου και αν πήγαινε, όσες μοντέρνες και πιο προοδευτικές περιοχές και να γνώριζε, πάντα η καρδιά και το μυαλό του θα επέστρεφαν εκεί: στο μέρος όπου από παιδί έγινε ενήλικας, στο χωριό του που έπαιξε για πρώτη φορά μπάλα και σαν παιδί μικρό μάτωσαν τα γόνατά του από το παιχνίδι.

Κατευθυνόμενος προς το σπίτι, αισθανόταν έναν κόμπο να του σφίγγει το λαιμό και την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, σα να ήθελε να βγει από το στήθος του και να τρέξει μακριά. Όμως, μία έντονη αγωνία τον διακατείχε, διότι αισθανόταν πως κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί.

Τους χτύπησε την πόρτα αρκετές φορές. Τους φώναξε πως είναι εκείνος, μήπως δεν τους πάει το μυαλό και δεν του ανοίξουν. Όταν άνοιξαν την πόρτα, ένα χαμόγελο φώτισε τα χείλη του και έτρεξε να τους αγκαλιάσει. Όμως , ένα γεγονός τον ανάγκασε να μετριάσει τη χαρά του. Ήταν η σκληρή  και ψυχρή στάση των γονιών του που τον άφησε μετέωρο, μη γνωρίζοντας ποιος ήταν ο λόγος αυτής της παγερής αντιμετώπισης.

Οι γονείς του, αφού τον κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω και εξονυχιστικά, έμειναν σιωπηλοί για λίγα λεπτά. Ο πατέρας του τον πλησίασε και με ένα βλέμμα που απέπνεε αυστηρότητα και αποδοκιμασία τον ρώτησε:

-Ποιος είναι αυτός  που σε είδαν; Μας τα είπαν τα χαΐρια σου, πως μένεις μαζί με έναν τύπο και πως βγαίνετε μαζί. Σας είχαν δει και εδώ, μία-δύο φορές. Ποιος είναι αυτός;

Εκείνος έμεινε μετέωρος. Η χαρά έσβησε από το πρόσωπό του και ένα ελαφρύ τρέμουλο διαπέρασε το κορμί του.

-Ποιος είναι αυτός; τον ρώτησε ξανά. Νομίζεις ότι θα επιτρέψουμε εμείς σε εσένα να μας εκθέτεις στο χωριό; Πιστεύεις πως θα ανεχτούμε τα καμώματά σου; Που πήγες να σπουδάσεις και αντί για αυτό, κάνεις παρέα με αλήτες; Τι σου είναι αυτός; Ακόμα και από το χέρι σε έχει κρατήσει.  Νόμιζες ότι θα κρυβόσουν από εμάς; Κάποιοι συγχωριανοί μας είχαν ανέβει και εκείνοι για δουλειά στην Αθήνα και σας είδαν. Μας πήραν τηλέφωνο, μας έβαλαν στο στόμα τους εμάς, που έχουμε κάνει τα πάντα για να έχουμε το μέτωπο ψηλά! Τι ντροπή! Θα σε χαστούκιζα, αλλά περιμένω να δω τι έχεις να μας πεις.

-Πατέρα, ψέλλισε. Ο κόμπος που είχε στο λαιμό τον έσφιγγε, ο ιδρώτας τον είχε λούσει ολόκληρο.  Κοίταξε τη μητέρα του για λίγο, μήπως σε εκείνη θα υπερτερούσε η στοργή της μάνας και λύγιζε. Και όμως, η ίδια σκληρότητα, το ίδιο άστοργο βλέμμα.

-Πατέρα μου, πατέρα. Ξέρεις, ντρέπομαι που σου το λέω. Πατέρα μου, προσπάθησε λίγο να με καταλάβεις. Είναι ο άνθρωπος που θέλω να είμαι μαζί του, ο άνθρωπος που αγαπώ.

Δε συνέχισε επειδή είδε τον πατέρα του να βάζει το χέρι του στο μέρος της καρδιάς και να αναπνέει με δυσκολία. Έτρεξε στο πλευρό του αλλά εκείνος των απώθησε με τα χέρια του.

-Πώς είναι δυνατόν; Κουδούνια θα μας κρεμάσουν στο χωριό! Ο γιος μας είναι ένας ανώμαλος, ένα απόβρασμα! Καλύτερα να είχες πεθάνει, να μην είχες γεννηθεί! Αυτά τα όνειρα κάναμε εμείς για σένα;

-Πατέρα, γιατί σε νοιάζουν περισσότερο τα λόγια τα άλλων από εμένα; Γιατί δε μου δίνεις μία ευκαιρία να σου μιλήσω; φώναζε ο Άλκης.

-Από σήμερα, δεν είσαι πια παιδί μας! φώναξε ο πατέρας. Αυτή την πόρτα δε θα την ανοίξεις ποτέ ξανά, ούτε αυτό το σπίτι! Εμείς για σένα πια είμαστε νεκροί! Έξω, έξω ,έξω!

Τον έσπρωξε με δύναμη, κλειδώνοντάς τον έξω από το σπίτι, αφήνοντάς τον κάθιδρο, αναστατωμένο και κλαμένο με λυγμούς. Χτυπούσε και ξαναχτυπούσε την πόρτα, κανείς δεν του άνοιγε. Του ήρθε μία λιποθυμιά, από τη στεναχώρια μάλλον. Έμοιαζε χαμένος, τα πάντα γύρω του είχαν σβήσει. Η χαρά του έσβησε και πήρε μαζί της όλα τα όνειρα με τόση λαχτάρα σχεδίαζε. Η λογική του είχε θολώσει και η καρδιά του είχε βυθιστεί σε μία ανείπωτη απελπισία. Τα πάντα, όλα είχα πια καταρρεύσει. Για τους γονείς του ήταν πλέον ένας ξένος, ένας άγνωστος. Και όλα αυτά γιατί; Για τα κουτσομπολιά ενός χωριού, για τα κακεντρεχή σχόλια μερικών κουτσομπόληδων, που ανοίγουν το στόμα τους χωρίς να σκεφτούν τα λόγια τους.

Δεν άφησε στον εαυτό του ένα παραθυράκι ελπίδας, δεν επέτρεψε στην ψυχή του να αφήσει μέσα της λίγες σταγόνες αισιοδοξίας. Δεν υπήρχε πια τίποτα. Τίποτα.

Δεν το σκέφτηκε για πολύ. Άρχισε να τρέχει στο δρόμο κλαίγοντας δυνατά. Τα βήματά του τον έφεραν στη θάλασσα. Ήταν τόσο γαλήνια, τόσο ήρεμη. Και εκείνος βυθισμένος μέσα στο σκοτάδι του, τόσο μετέωρος, χαμένος. Το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει μέσα της, να χαθεί, να εξαφανιστεί για πάντα. Δεν το σκέφτηκε για πολύ. Ανέβηκε σε ένα ψηλό σημείο της ακτής και άφησε τον εαυτό του να πέσει με δύναμη και να κομματιαστεί μέσα στα βράχια…

Το σώμα του βρέθηκε μετά από λίγη μόνο ώρα, αφού υπήρξαν ψαράδες που άκουσαν το θόρυβο και έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα σε όλο το χωριό, στους γονείς του που τότε λύγισαν και με δάκρυα του ψέλλισαν το στερνό αντίο. Έκλαψαν συγχωριανοί και φίλοι για τα νιάτα του, για τη ζωή του που τελείωσε προτού καν αρχίσει.

Στο μέρος εκείνο που άφησε τη στερνή του την πνοή, υπάρχουν πάντα αφημένα λίγα λουλούδια, κόκκινα τριαντάφυλλα. Κάποιος πάντοτε του τα αφήνει, μπορεί να είναι και ο Τηλέμαχος…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη