“Το κοχύλι”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Η παραλία σχεδόν αδειανή. Τέλος Εποχής και το μικρό Καλοκαιράκι του Σεπτέμβρη δεν έδειχνε σημάδια Φθινοπωρινά. Η Φύση είχε γλυκάνει, η μεγάλη ζέστη αποτελούσε πια ανάμνηση και η θάλασσα ακύμαντη και ζεστή,  ήταν όλη δική της. Πράγματι η Μέλπω την απολάμβανε με μια αίσθηση πληρότητας, ως εάν η αμμουδιά και η θάλασσα να ήταν κτήμα της που δεν θα άφηνε κανέναν να παραβιάσει.

Τα βλέφαρά της με τις πυκνές καγκελωτές βλεφαρίδες κλειστά, χωρίς να κοιμάται.

Ξάφνου μια σκιά διαπέρασε τα διάφανα στόρια των  κλειστών της βλεφάρων και αφαίρεσε μέρος από το δυνατό φως. Ανοίγει τα μάτια ξαφνιασμένη και τον βλέπει εκεί μπροστά της, να την κοιτάζει με έκδηλο θαυμασμό, που δεν έκανε μάλιστα καμιά προσπάθεια να τον  κρύψει.

«Συμβαίνει κάτι;» Τον ρωτά ενοχλημένη.

«Απολύτως τίποτα, αν εξαιρέσουμε το γεγονός της ομορφιάς που γέμισαν τα μάτια μου. Απόλυτη αρμονία των δύο πανέμορφων θηλυκών, της Φύσης και της Γυναίκας. Μου κάνει κατάπληξη επίσης που είστε μόνη».

«Εμένα πάλι, γιατί δεν μου κάνει εντύπωση ούτε ότι είστε μόνος, ούτε το  ότι στην ακροθαλασσιά είστε ντυμένος, μπάνιο αν δεν κάνετε τότε τι κάνετε, αφού ούτε για να ψαρέψετε σας βλέπω, αν και αυτό παίζεται;»

«Παρακάμπτω την ειρωνεία και τον υπαινιγμό σας και σας λύνω ευθύς την απορία. Κάνω ιαματικά λουτρά μήπως και εξαλείψω έναν πόνο στην πλάτη, αποτέλεσμα της καθιστικής μου ζωής. Οπότε τα θαλασσινά μπάνια επί του παρόντος απαγορευμένα ιατρικώς, δυστυχώς.

Μου επιτρέπετε να καθίσω λίγο κοντά σας; Εξαίσιο να παίρνω δροσιά από την αύρα σας και αλμύρα από το κορμί σας».

»Επιτρέψτε μου να σας κάνω ένα δώρο. Μόλις το βρήκα, ήταν σχεδόν δίπλα σας, πώς και δεν το είδατε; Κοιτάξτε. Ένα κοχύλι και μάλιστα κλειστό. Μπορεί να κρύβει και έναν θησαυρό μαργαριταρένιο μέσα του. Αλλά και τίποτα να μην κρύβει, παραδεχτείτε το, είναι ένα υπέροχο κοχύλι, θαρρείς και το έβγαλε η θάλασσα μόνο και μόνο για να γίνει δικό σας. Αν μου το επιτρέπατε, θα τολμούσα να πω, ότι θα  το έκανα καδένα να το φοράτε συνεχώς πάνω σας. Ναι αυτό θα κάνω. Θα το δώσω να το ‘’δέσουν’’ και θα σας το στείλω ταχυδρομικώς. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΑΚΑΛΩ;»

«Επιμένεις. Δεν αντιλέγω, ένα κοχύλι σφραγισμένο για καδένα, αν μη τι άλλο έχει το γούστο και την πρωτοτυπία του».

Του έδωσε τη διεύθυνσή της και το τηλέφωνό της, κάθισε ακόμη λίγο δίπλα της και μετά έφυγε και δεν τον ξαναείδε. Ούτε την επομένη, ούτε την μεθεπομένη φάνηκε, ούτε όσο ακόμη έμεινε η Μέλπω στο μικρό νησί του Αιγαίου τον ξαναείδε.

 Ήταν τόσο αλλόκοτη η όλη σκηνή που είχε βιώσει εκείνο το μεσημέρι στην άδεια παραλία, που της πέρασε φευγαλέα από το νου μη και δεν συνέβη στ’ αλήθεια και ήταν ένα όνειρο στον υπνάκο του μεσημεριού καθώς την νανούριζε το κύμα. Και το  ξέχασε, τόσο το κοχύλι, όσο και τον δωρητή.

Οι ημέρες κύλησαν, ο καιρός άλλαξε και η Μέλπω τα μάζεψε και γύρισε στην Αθήνα. Αυτές οι δεκαπέντε ημέρες στο νησί την χαλάρωσαν και γέμισαν τις μπαταρίες του κορμιού και του μυαλού της με ενέργεια και φρεσκάδα.

«Ευλογημένες διακοπές, άντε και του χρόνου πάλι», μονολόγησε.

Ένα σωρό γράμματα την περίμεναν, που τα ξεχώρισε μέσα από στοίβες διαφημιστικών σκουπιδιών στο γραμματοκιβώτιό της, μα και ένα κουτάκι κοσμηματοπωλείου  που το κοίταζε έκπληκτη. Δεν πήγε το μυαλό της πουθενά, ούτε και στο ‘’όραμα’’ της παραλίας του νησιού. Απορημένη το παίρνει στα χέρια της το  ανοίγει και το γνωστό της κλειστό κοχύλι δεμένο με ασημένια στεφάνη και κρεμασμένο σε  μια λεπτή ασημένια αλυσίδα, ήταν εκεί μπροστά της.

Άρα δεν ήταν όραμα…

Άρα ήταν αλήθεια…

Ένα σημείωμα με μόνο λίγες λέξεις: «Όμορφο σαν εσένα. Ελπίζω να σου αρέσει. Π.»

Π, τι Πι; Πώς τον έλεγαν; Πέτρο, Παύλο, Πελοπίδα, Περικλή, Πειρατή, που  ήρθε να κουρσέψει τη σκέψη της; Ατέλειωτος ο κατάλογος.

Κρέμασε το μενταγιόν στο λαιμό της κι από τότε δεν το ξανάβγαλε ούτε στο μπάνιο της, ούτε στον ύπνο, έγινε ένα μ’ εκείνη.

Και θαρρείς το κοχύλι είχε μαγικές δυνάμεις, την έκανε να τον φέρνει τον Πι όλο κι πιο συχνά στο μυαλό της. Και ήταν η εικόνα τόσο δυνατή με τα κύματα που εξέπεμπε που μια μέρα έφεραν και τον ίδιο τον Πι στην πόρτα τού σπιτιού της.

Έμεινε να τον κοιτάζει σαν χαμένη. Και συνήλθε μόνον σαν τον άκουσε να την ρωτά τρυφερά:

«Δεν θα μου πεις να περάσω το κατώφλι σου ή  θα φύγω σαν βρεγμένος γάτος;»

«Πώς, πώς, πέρασε παρακαλώ και συγγνώμη. Είναι τόσο απρόσμενη η εμφάνισή σου, παραδέξου το, που με αφήνει κατάπληκτη».

«Έχεις δίκιο. Οι γνωριμίες του καλοκαιριού είναι ρηχές, κρατάνε όσο και το Καλοκαίρι. Δεν ξέρω τίποτα για σένα και όμως είναι σαν να σε ξέρω ΜΕΛΠΩ καιρό…»

«Εσύ έστω και έτσι το όνομά μου το ξέρεις, εγώ τι ξέρω για σένα, πέρα από  το ότι σε λένε Πι και ότι πονάει η πλάτη σου; ’Ασε με όμως να μαντέψω τι σου πηγαίνει πιότερο».

«Μην το προσπαθείς, είναι λίγο παράξενο, Παγή με λένε, ίσως και να βγαίνει από το Παναγιώτης, δεν είναι πλήρως αποσαφηνισμένο. Παγής Πάνου το πλήρες μου όνομα και χάρηκες  πολύ, δεν θα πεις;»

«Μπίνγκο Παγή Πάνου, όντως χάρηκα πολύ και όπως βλέπεις το δώρο σου το τίμησα δεόντως δεν το αποχωρίζομαι ποτέ και σε ευχαριστώ από καρδιάς αλήθεια. Τι να σε κεράσω;»

«Ένα ουίσκι παρακαλώ αν σου βρίσκεται, κάτι δυνατό, σκέτο χωρίς νερό, το έχω ανάγκη θα δεις γιατί».

Και η Μέλπω έκανε έναν νέο φίλο του Καλοκαιριού μεν, αλλά που εν μέσω Φθινοπώρου, ένα κοχύλι τους έφερε κοντά πολύ κοντά, μέχρι που μπήκε και ο Χειμώνας. Η Μέλπω το είχε συνεχώς πάνω της, όπως προείπαμε, κάτι σαν φετίχ, σαν χαϊμαλί  της γιαγιάς της. Την έκανε να ‘’ακούει’’ την αγριεμένη θάλασσα, να μυρίζει το ιώδιο και την αλμύρα της, να την ταξιδεύει σε ταξίδια μαγικά  του νου και της καρδιάς. Και πια ήταν σίγουρη ότι το κόσμημα αυτό ήταν ένα δώρο σημαδιακό που θα σημάδευε τη ζωή της. Ο Παγής δεν της ήταν διόλου αδιάφορος και όμως κάτι πάνω του την έκανε να μην του ανοίγεται πολύ. Κρατούσε μια πισινή σαν να λέμε, σαν το κλειστό κοχύλι που της έκρυβε τα μυστικά του. Και όμως δεν είχε δίκιο η Μέλπω να έχει επιφυλάξεις, γιατί ο Παγής ήταν ένα ανοικτό βιβλίο, για αναγνώστες όμως που ήξεραν καλή ανάγνωση και σωστή ερμηνεία των λέξεων.

Μια αξέχαστη ημέρα, η Μέλπω τον θωρεί να την κοιτάζει βαθιά στα μάτια και να της λέει:

«Πολύ χαίρομαι κορίτσι μου που το κοχύλι μου κι εσύ είστε τόσο δεμένοι Αλλά ως πότε θα μένει κλειστό;»

«Προτιμώ Παγή να ονειρεύομαι  άγνωστους κόσμους και θησαυρούς παρά να το ανοίξω και να βρω μέσα  ένα  αποστεωμένο μαλάκιο».

«Πιάσε ένα μαχαίρι Μέλπω. Ήρθε η ώρα να το ανοίξουμε».

«Τι λες Παγή; Ποια ώρα είναι αυτή;»

«Η παρούσα ώρα Μέλπω και ήδη αργήσαμε».

Και η Μέλπω ανοίγει το κοχύλι που εδώ και μήνες ζέσταινε στον κόρφο της και μένει έκθαμβη, γιατί όσο και ευφάνταστη να ήταν, αυτό που είδε δεν μπορούσε να το φανταστεί. Ναι μεν μία υπέροχη μαργαριταρένια πέρλα, αλλά δεμένη σε ένα πλατινένιο θαυμάσιο δακτυλίδι. Ο άνθρωπος αυτός, είχε φαίνεται πάθος με τα δεσίματα. Αλλά αυτή τη φορά ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος στο δέσιμο της ζωής του, ακούγοντας τη Μέλπω να απαντά στη νοερή μα εύγλωττη ερώτησή του:

«Yes I do…»

 «Μιλάς σοβαρά;»

 «Ποτέ δεν έχω μιλήσει σοβαρότερα».

 «Τι χαζός που ήμουνα τελικά και δεν άνοιξα το κοχύλι πιο μπροστά. Χάσαμε τόσο χρόνο αγάπη μου…»

«Τίποτα δεν χάσαμε Παγή μου. Όλα έγιναν στο σωστό τους timing, όπως θ’ έλεγε και η γιαγιά μου στο χωριό μας…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη