«Το δέντρο του ήλιου», ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι από την Λιάνα Μιχελάκη

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, ζούσε μια γιαγιά, που την έλεγαν Αστερινή, επειδή κάθε βράδυ καθόταν κάτω από ένα δέντρο και μιλούσε με τα αστέρια του ουρανού. Η Αστερινή ζούσε πολλά χρόνια, από μικρό παιδί μέχρι που έγινε πολύ μεγάλη, σε ένα σπιτάκι, στην κορφή ενός λόφου. Το σπίτι της μπορεί να ήταν φτωχικό, αλλά η ίδια το έβλεπε ως το πιο πλούσιο σπίτι του χωριού. Κάθε νέα ημέρα ο καλός ήλιος φρόντιζε να χαρίζει απλόχερα σε αυτήν και το σπιτικό της τη χρυσαφένια λάμψη και  τη ζεστασιά του. Το βράδυ πάλι, όταν ο ίδιος χανόταν πίσω από το λόφο, έστελνε στη θέση του τα αστέρια, να φωτίζουν το μικρό σπιτάκι και να ζεσταίνουν την Αστερινή. Έτσι ποτέ δεν κρύωνε, ούτε και τις πιο κρύες μέρες του χειμώνα. «Σε ευχαριστώ καλέ μου ήλιε, γιατί χάρη σε εσένα και τα αστέρια του ουρανού έχω το πιο φωτεινό και ζεστό σπιτάκι σε όλο το χωριό» δεν παρέλειπε να ευχαριστεί εκείνη κάθε ανατολή, όταν  ξεπρόβαλλε ο ήλιος από το λόφο και κάθε νύχτα, όταν τα αστεράκια τη χαιρετούσαν από ψηλά.

Στην αυλή επίσης του σπιτιού της υπήρχε ένα δέντρο, που όλοι στο χωριό γνώριζαν πως αυτό δεν ήταν ένα συνηθισμένο δέντρο, σαν όλα τ΄ άλλα, αλλά πως είχε μία δύναμη μαγική, γιατί ο ίδιος ο ήλιος, πίστευαν, πως το είχε φυτέψει στη γη, πριν πολλά, πολλά χρόνια, με χώμα από τον χρυσό κήπο του. Φρόντιζε μάλιστα κάθε νέα ημέρα να το ποτίζει, με δροσερό νεράκι, στέλνοντας ένα μικρό συννεφάκι πάνω από αυτό. Έτσι, το δέντρο όλο και μεγάλωνε, μεγάλωνε, ώσπου κάποια στιγμή τα κλαδιά του έγιναν πελώρια και άρχισαν να ακουμπούν τον ήλιο. Όσο ο ήλιος ήταν ξυπνητός, τα φύλλα του δέντρου ήταν χρυσά, ολόχρυσα, γιατί ο ίδιος φρόντιζε κάθε νέα ημέρα να τους χαρίζει λίγο από τη χρυσή λάμψη του. Όταν πάλι εκείνος πήγαινε να κοιμηθεί, έστελνε τ αστέρια του ουρανού να φωτίζουν το δέντρο και να βάφουν τα φύλλα του χρυσά, από τη δική τους χρυσαφένια λάμψη.

Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ένιωθαν φόβο και δέος γι’ αυτό το πελώριο δέντρο, το δέντρο του ήλιου, όπως το αποκαλούσαν, γι’ αυτό σπάνια και αν υπήρχε σοβαρός λόγος, ανέβαιναν στην κορφή του  λόφου.  Μόνο η Αστερινή δεν  φοβόταν το δέντρο. Εκείνη το αγαπούσε πολύ, το χάιδευε στον κορμό του και κάθε ημέρα του μιλούσε, σαν να ήταν άνθρωπος μέσα στην αυλή της. «Τι θα έκανα αγαπημένο μου δέντρο χωρίς εσένα» έλεγε και ξαναλέγε, νιώθοντας μεγάλη ευγνωμοσύνη προς εκείνο. Το δέντρο με τη σειρά του ανταπέδιδε την αγάπη του, προσφέροντας κάθε βράδυ σε αυτήν τα χρυσά του φύλλα!  Με τα φύλλα αυτά η Αστερινή έπλεκε υπέροχα χρυσά καλάθια και τα πουλούσε, το πρωί στην αγορά. Έτσι το όνομα της είχε διαδοθεί και στα γύρω χωριά και όλοι έρχονταν, ακόμη και από μακριά, κάθε εποχή του χρόνου, για να αγοράσουν ένα τόσο ξεχωριστό καλάθι, το οποίο, πίστευαν, πως επειδή ήταν πλεγμένο με τα χρυσά φύλλα, από το δέντρο του ήλιου, είχε μία δύναμη μαγική. Έτσι ό,τι αγαθά έβαζαν μέσα σε αυτό το καλάθι, σε λίγη ώρα πολλαπλασιάζονταν τόσο πολύ, ώστε ξεχείλιζαν από αυτό και οι άνθρωποι γίνονταν πλούσιοι.

Εκείνες τις ημέρες, πλησίαζαν Χριστούγεννα, έκανε κρύο και χιόνιζε αδιάκοπα. Όλο το χωριό είχε ντυθεί στα λευκά, ακόμη και το δέντρο του ήλιου! Η Αστερινή όμως κατάφερε να βρει, στην καλυμμένη από το χιόνι γη, τα φύλλα. Ήθελε οπωσδήποτε να πλέξει καλάθια για την παραμονή των Χριστουγέννων. Θα κατέβαινε στην αγορά, αλλά αυτήν τη φορά, δεν θα τα πουλούσε, θα τα χάριζε στους συγχωριανούς της. Έπλεκε, έπλεκε. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε, μα τα κατάφερε. Όταν ο ήλιος φάνηκε από το βουνό, η Αστερινή, φορώντας το χρυσαφένιο της χαμόγελο και με τα καλάθια και στα δυο της χέρια, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και ετοιμαζόταν να βγει έξω. Η έκπληξη της όμως ήταν μεγάλη. Το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Ακόμη και το μοναδικό μονοπάτι του λόφου, που οδηγούσε στην αγορά, δεν υπήρχε πια. Είχε καλυφθεί από το χιόνι. Λυπημένη τότε, έκλεισε την πόρτα και άφησε τα καλάθια της στην άκρη. Έκανε κρύο αρκετό και το τζάκι της ήταν σβηστό. Με όλες αυτές τις ετοιμασίες, που είχε τις προηγούμενες ημέρες, είχε αμελήσει να πάει στο δάσος για ξύλα. Έτσι, έφτιαξε ένα ζεστό τσάι, τυλίχθηκε με το σάλι της και κάθισε στην πολυθρόνα, για να σκεφθεί τι μπορούσε να κάνει. Εκεί, την πήρε ο ύπνος. Πρέπει να κοιμήθηκε μέχρι την επομένη, πολύ βαθιά και είδε ένα περίεργο όνειρο.

Ονειρεύτηκε το δέντρο της αυλής της, το δέντρο του ήλιου, με τα ολόχρυσα φύλλα του. Τόσο χρυσά, που με δυσκολία μπορούσε να τα αντικρύζει με τα μάτια ανοιχτά. Κάπου όμως μέσα στις φυλλωσιές του δέντρου, υπήρχε κρυμμένο ένα μικρό, πολύ μικρό χρυσαφένιο φυλλαράκι. Ήταν όμως πολύ λυπημένο. «Αχ πόσο πολύ θα ήθελα να πετώ ψηλά στον ουρανό» παραπονιόταν συνεχώς το φυλλαράκι, ποτίζοντας με τα δάκρυα του το χώμα. Ο αέρας όμως, που άκουσε τον αναστεναγμό του φύλλου, το λυπήθηκε και βάλθηκε να το βοηθήσει. Άρχισε λοιπόν να φυσά, δυνατά, πολύ δυνατά, ώσπου κάποια στιγμή το φύλλο απελευθερώθηκε από το κλαδί, που το ένωνε με το δέντρο και άρχισε να πετά ψηλά στον ουρανό. Πόσο χαρούμενο ήταν! «Επιτέλους, ελευθερία!» φώναξε και διά μιας βρέθηκε να πετά ανάμεσα στα σύννεφα.

Δεν πρόλαβε όμως να πετάξει πιο ψηλά και ξάφνου είδε ένα σύννεφο να κλαίει και να παραπονιέται πως ήταν μονάχο του. Αμέσως, το χρυσό φυλλαράκι βάλθηκε να σκουπίζει τα δάκρυα του σύννεφου, χαρίζοντας του ένα χρυσαφένιο χαμόγελο. Ύστερα από αυτό ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση και ετοιμαζόταν να πετάξει πιο ψηλά.

Δεν πρόλαβε πάλι. Λίγο πιο κάτω από το σύννεφο πετούσε ένα μικρό χελιδόνι, με τη μια του φτερούγα πληγωμένη και αδύναμη από το μεγάλο του ταξίδι. Ήταν σίγουρο πως είχε χαθεί από τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες του. «Δεν θα μπορέσω να τους ξαναβρώ… είναι πια τόσο μακριά μου» μονολογούσε εκείνο λυπημένο. Το φυλλαράκι συγκινήθηκε, βλέποντας το κουρασμένο χελιδόνι και χωρίς να το πολυσκεφτεί μεταμορφώθηκε σε μία ολόχρυση φτερούγα, βοηθώντας το χελιδόνι να φτάσει στον προορισμό του και να βρει τους συνταξιδιώτες του. Ένιωσε τότε μεγάλη ικανοποίηση το φύλλο και ετοιμαζόταν να πετάξει πιο ψηλά.

Δεν πρόλαβε όμως ξανά. Μια μικρή μαργαρίτα, κάτω στη γη, διψούσε πολύ. Είχε προσφέρει όλο το χυμό της στα ζουζούνια και εκείνη τώρα ήταν μαραμένη και διψασμένη. Πολύ λυπήθηκε το φύλλο, βλέποντας την και χωρίς δεύτερη σκέψη, πέταξε κοντά της, για να τη δροσίσει από το δικό του  χυμό. Η μαργαρίτα διά μιας άνοιξε τα πέταλά της, χαμογέλασε στο φύλλο και μεταμορφώθηκε σε ένα ολόχρυσο λουλούδι! Ήταν μεγάλη η χαρά του φύλλου για το καλό που έκανε και ετοιμαζόταν να πετάξει ψηλά.

Δεν πρόλαβε όμως για άλλη μια φορά. Μία αράχνη, που είχε χάσει όλες τις κλωστές της, τουρτούριζε, από το κρύο, χωρίς σπίτι. Το φύλλο τότε πολύ λυπήθηκε, βλέποντας την αράχνη να κρυώνει. Έτσι, πήρε την τελευταία του απόφαση, να προσφέρει όλες τις κλωστές του στην αράχνη. Σε λίγη ώρα το φύλλο δεν υπήρχε. Η αράχνη είχε ξετυλίξει όλες τις κλωστές του και είχε φτιάξει ένα ολόχρυσο σπίτι. Αν ζούσε το φύλλο, σίγουρα θα ήταν πολύ χαρούμενο.

Εκείνη την ώρα, η Αστερινή άνοιξε τα μάτια της και έτρεξε στο παράθυρο. Ήταν ακόμη σκοτάδι έξω, όμως σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε και θα ήταν Χριστούγεννα. Θυμήθηκε το όνειρο και λυπήθηκε πολύ με την τύχη, που είχε το μικρό φύλλο. Έτρεξε τότε να βγει έξω στην αυλή και να ψάξει στο δέντρο της, αν ήταν όλα τα φύλλα στη θέση τους. Θα στεναχωριόταν πολύ αν το όνειρο της είχε συμβεί αληθινά. Όταν άνοιξε, όμως, την πόρτα μαγεύτηκε από το θέαμα που αντίκρυσε. Το δέντρο της έλαμπε μέσα στο πυκνό σκοτάδι, με τα χρυσαφένια φύλλα του. Κάτω από το δέντρο, αντίκρυσε τα καλάθια, που είχε πλέξει, για να χαρίσει στους συγχωριανούς της, τα οποία όμως δεν ήταν άδεια, αλλά γεμάτα καλούδια. Είχαν αλεύρι, λάδι, σταφίδες, καρύδια, ακόμη και τυλιχτά λουκούμια. Έτρεξε τότε να φιλήσει το δέντρο και να ψάξει για το φύλλο. Όλα τα φύλλα ήταν στη θέση τους, μόνο εκείνο, το μικρό, έλειπε, γιατί στη θέση του κρεμόταν  πια ένα μικρό ολόχρυσο αστεράκι! Η Αστερινή χαμογέλασε, έκλεισε τα μάτια κι έκανε μία κρυφή ευχή, μπροστά στο αστεράκι.

Στη συνέχεια, σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ όμορφα, αν στόλιζε το δέντρο του ήλιου! Όμως δεν είχε στολίδια. Προς στιγμή λυπήθηκε, όχι όμως για πολύ, καθώς μια νέα ιδέα γεννιόταν στο μυαλό της. Πήρε το καλάθι με τα λουκούμια, αφαιρώντας το μικρό περιτύλιγμα τους. Με αυτά τα πολύχρωμα χαρτάκια στόλισε το δέντρο. Έπειτα, έκοψε τα λουκούμια σε πολύ μικρά κομματάκια και τάισε τα πουλιά, που κατοικούσαν στα κλαδιά του. Αυτά άρχισαν με τη σειρά τους να φτερουγίζουν γύρω από το δέντρο και να κελαηδούν, τόσο γλυκά, που για μια στιγμή η Αστερινή νόμισε πως άνοιξε ο ουρανός και έψελναν οι Άγγελοι ύμνους για τη γέννηση του μικρού Χριστούλη. Όταν προσπάθησε να χαϊδέψει με το χεράκι της το μικρό αστεράκι, που κρεμόταν στη θέση του μικρού φύλλου, νόμισε πως είδε να περνούν από μπροστά της ένα σύννεφο, ένα χελιδόνι, μία μαργαρίτα και μία αράχνη. Στο τέλος, ένα μικρό χρυσό φυλλαράκι βρισκόταν μέσα στην παλάμη της, που έπειτα έγιναν δύο φυλλαράκια, μετά τρία και στο τέλος αμέτρητα.

Η Αστερινή τότε θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει, να χαρίσει στους συγχωριανούς της καλάθια, πλεγμένα από τα φύλλα του δέντρου του ήλιου. Μια και δυο λοιπόν άρχισε να πλέκει πάλι ακούραστα και δεν σταμάτησε, παρά μόνο όταν έφτιαξε για όλους. Έπειτα, από τα δώρα, που βρήκε κάτω από το δέντρο του ήλιου, πήρε το αλεύρι, το λάδι, τα καρύδια και τις σταφίδες και άρχισε να πλάθει μικρά σταφιδόψωμα. Προτού, όμως, τα ψήσει, φρόντισε να κρύψει στο κάθε ένα χωριστά και από ένα χρυσό φύλλο.

Όταν ξημέρωσε για τα καλά ήταν πια Χριστούγεννα. Το χιόνι είχε σταματήσει και το μονοπάτι για την αγορά είχε ανοίξει. Η Αστερινή τότε κάλεσε ένα λευκό περιστεράκι από το δέντρο και έδεσε στο ένα ποδαράκι του το τελευταίο χρυσό φύλλο, που είχε απομείνει. Στη συνέχεια του είπε να πάει και να χτυπήσει με τα φτερά του όλα τα παράθυρα των σπιτιών του μικρού χωριού. Οι συγχωριανοί της θα καταλάβαιναν. Σε λίγη ώρα, όλοι βρίσκονταν πάνω στο λόφο. Η Αστερινή με τα καλούδια που είχε βρει στα καλάθια μαγείρεψε για όλους και στη συνέχεια έστρωσε τραπέζι κάτω από το δέντρο. Στο τέλος, αφού έφαγαν όλοι και γιόρτασαν τη γέννηση του μικρού Χριστούλη, η Αστερινή χάρισε στον κάθε έναν χωριστά ένα χρυσό καλάθι, μέσα στο οποίο υπήρχε ένα σταφιδόψωμο με ένα χρυσό φυλλαράκι κρυμμένο σε αυτό.

Όταν έφυγε και ο τελευταίος επισκέπτης, η Αστερινή πήγε να ευχαριστήσει το δέντρο. Εκεί την περίμενε μία ακόμη έκπληξη. Ένα από τα πουλάκια του δέντρου ήταν το χελιδόνι, που είχε ονειρευτεί, με τη χρυσή φτερούγα, και καθόταν χαρούμενο σε ένα κλαδάκι. Λίγο παρακάτω, σε ένα άλλο κλαδί διέκρινε ένα μικρό χρυσό σπιτάκι, από το οποίο ξεπρόβαλλε μία αράχνη. Η Αστερινή χαμογέλασε. Ήξερε τι είχε συμβεί. Η πιο μεγάλη έκπληξη όμως την περίμενε στην είσοδο του σπιτιού της, όπου είχε φυτρώσει ένα τεράστιο χρυσό λουλούδι. Σήκωσε πάλι το βλέμμα στον ουρανό κι εκεί της χαμογέλασε ένα συννεφάκι με χρυσαφένιο χαμόγελο!!! Ήταν τα ομορφότερα Χριστούγεννα που είχε περάσει στη ζωή της!!!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη