Έφτασε σήμερα το γράμμα σου
κοντά μου.
Όχι, έφτασε το ηλεκτρονικό σου
γράμμα.
Μα εγώ το τύπωσα, καλέ μου,
το δίπλωσα και το σφράγισα
σ’ έναν φάκελο
έτσι για να νιώσω κάπως
την παρουσία σου,
το άγγιγμά σου μέσα απ’ το κλείσιμό του,
την αφή σου στο κάθε γράμμα,
τη μυρωδιά σου.
Πόσο σε πεθύμησα, να ‘ξερες…
Μου γράφεις πόσο μεγάλωσε η ίρις
που ‘χαμε φυτέψει μαζί,
θυμάσαι;
Και πόσο άσχημος μοιάζεις τώρα
με τα ανάκατα μαλλιά σου
τα γένια που ΄χουν σκληρύνει το πρόσωπό σου…
Να ΄ξερες πόσο θέλω να σε αγγίξω,
να νιώσω έστω αυτό το γδάρσιμο στο
πρόσωπό μου…
Μου ΄γραψες ότι
κοιτάς τις φωτογραφίες μου
για να κρατήσεις ζωντανή τη θύμησή μου
την εικόνα μου…
Το ίδιο κάνω κι εγώ
κι ας σε βλέπω κάθε βράδυ στα όνειρά μου.
Άραγε, μόνο εκεί θα σε βλέπω;
Ως πότε, αγαπημένε μου;
Ως πότε αυτή η κατάρα που μας
έχει ρίξει μίλια μακριά θα μας
τυραννά;
Σάμπως δε ζήσαμε κι άλλες
καταστροφές, κι άλλες πλημμύρες,
κι άλλα τείχη;
Σαν πεφταστέρι θα χαθεί κι αυτό
και θα ‘ρθει η στιγμή
που θα σ’ αγκαλιάσω και πάλι.
Θα πέσουν οι οχυρώσεις
και τα χέρια μου θα βρουν
και πάλι τα δικά σου.
Μόνο που φοβάμαι
μήπως δεν μ’ αναγνωρίσεις.
Ενημερωθείτε για τη λογοτεχνική μας δράση “Μένουμε σπίτι”.
Καταπληκτικό και πολύ ωραίο το ποίημα σαν την κοπέλα που το ένιωσε και το έγραψε που και αυτή καταπληκτική και ωραία είναι.